Εδώ οπού ήλθα, χριστιανοί μου, έλαβα μίαν χαράν μεγάλην, μα
έλαβα και μίαν λύπην μεγάλην. Χαράν μεγάλην έλαβα βλέποντας την καλήν
σας γνώμην, την καλήν σας μετάνοιαν, λύπην έλαβα στοχαζόμενος την
αναξιότητά μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους ένα προς
ένα, να μου ειπή το παράπονό του ο καθένας, να του ειπώ και εγώ εκείνο οπού με φωτίση ο Θεός.
Θέλω και αγαπώ, αμά δεν ημπορώ, παιδιά
μου. Καθώς ένας πατέρας είναι άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το
παρηγορήση, εκείνος μην μπορώντας το διώχνει, μα πως το διώχνει; Με την
καρδίαν καμμένην. Θέλει να το παρηγορήση, μα δεν ημπορεί. Πατέρας
ανάξιος είμαι εγώ. Πνευματικά παιδιά μου είσαστε η ευγενεία σας. Τώρα
έρχεται ένας να εξομολογηθή εις του λόγου μου να μου ειπή το παράπονόν
του, να του ειπώ και εγώ εκείνο οπού με φωτίση ο Θεός. Εγώ μην
ημπορώντας τον διώχνω, μα πως τον διώχνω; Τον
διώχνω και καίεται η καρδία μου καθώς ο πατέρας με το παιδί του. Τι να
σας κάμω; Μα πάλιν, να μην υστερηθήτε παντελώς, σας λέγω εγώ παραμικρόν.
Όταν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχή σας, τέσσαρα πράγματα σας
χρειάζονται. Κάνομέ τε ένα παζάρι; Από τον καιρόν οπού εγεννηθήκετε έως
τώρα όσα αμαρτήματα εκάμετε να τα πάρω όλα εις τον λαιμόν μου και η
ευγενεία σας να μου πάρετε τέσσαρες τρίχες. Βαρύ να ασηκώσετε τέσσαρες
τρίχες από αυτά τα γένεια και να σας πάρω εγώ όλα σας τα αμαρτήματα; Καί
τι να τα κάμω; Ωστόσον έχω μίαν καταβόθρα και τα ρίχνω όλα μέσα ωσάν
χωνευτήρι. Ποία είναι η καταβόθρα; Είναι η ευσπλαγχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είναι όταν θέλετε να εξομολογάσθε το πρώτον θεμέλιον είναι
αυτό οπού είπαμε, να συγχωράτε τον εχθρόν σας. Το κάμνετε;
–Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
Επήρετε την πρώτην τρίχα. Δευτέρα τρίχα είναι να ευρίσκετε πνευματικόν
καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ενάρετον, ευλαβή να εξομολογάσθε. Καί να
εξομολογάσαι και να ειπής όλα σου τα αμαρτήματα. Να έχης εκατό αμαρτίες
και ειπής τις ενενήντα εννέα εις τον πνευματικόν και μίαν να μη
φανερώσης, όλες ασυγχώρητες μένουν. Καί όταν κάνης την αμαρτίαν, τότε
πρέπει να εντρέπεσαι, αλλά όταν εξομολογάσαι, να μην έχης καμμίαν
εντροπήν.
Μία γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν ένα
υποτακτικόν ενάρετον. Λέγει του υποτακτικού του ο ασκητής: πήγαινε
παρέκει να εξομολογήσω την γυναίκα. Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού
έβλεπε, μα δεν ήκουε τίποτε. Εξομολόγησε την γυναίκα, έφυγε. Ύστερα
έρχεται ο υποτακτικός και λέγει: «Γέροντά μου, είδα ένα παράδοξον θαύμα:
εκεί που εξομολογούσες την γυναίκα έβλεπα οπού έβγαιναν μέσα από το
στόμα της οφίδια μικρά. Βλέπω και κρεμιέται ένα μεγάλο. Έκανε να έβγη
και πάλιν ετραβήχθη εις τα οπίσω.» Λέγει ο ασκητής: «Πήγαινε να
την κράξης να έλθη οπίσω ογλήγορα.» Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν
αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του. Αυτός μην
ημπορώντας να καταλάβη το θαύμα επαρακάλεσε τον Θεόν να του φανερώση η
γυναίκα εσώθη ή εκολάσθη; Καί φαίνεται εμπρός του μία αρκούδα μαύρη και
λέγει του ασκητή: «Εγώ είμαι εκείνη η ταλαίπωρος γυναίκα, οπού
εξομολογήθηκα και δεν σού εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα
κάμει και διά τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα και με
επρόσταξεν ο Κύριος να πηγαίνω εις την Κόλασιν να καίωμαι πάντοτε.» Καί
ενταυτώ έγινε μία βρώμα ωσάν καπνός και εχάθη απ᾽ έμπροσθέν του.
Διά τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογάσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα παστρικά και καλά. Καί πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: «Πνευματικέ μου, εγώ θε να κολαστώ, διατί δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν και με όλην μου την ψυχήν ωσάν τον εαυτόν μου.» Καί να ειπής εκείνο που σε τύπτει το συνειδός σου ή εφόνευσες ή επόρνευσες ή εμοίχευσες ή όρκον έκαμες ή είπες ψεύματα ή τον πατέρα σου ή την μητέρα σου δεν ετίμησες ή αδελφός τον αδελφόν ή γείτονας τον γείτονα ή γυναίκα τον άνδρα ή άλλο κακόν οπού να έκαμες. Βαρύ είναι να το κάμης αυτό;
–Όχι, άγιε διδάσκαλε.
Ιδού επήρες την δευτέραν τρίχα. Η τρίχα η τρίτη είναι φυσικά ωσάν
εξομολογηθής θε να σε ερωτήση ο πνευματικός να σού ειπή: «Διατί, παιδί
μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα;» Εσύ να προσέχης να μην κατηγορήσης
άλλον, αλλά του λόγου σου και να ειπής: «Αυτά τα έκαμα από το κακόν μου
κεφάλι, από την κακήν μου προαίρεσιν.» Βαρύ είναι να κατηγορήσης του
λόγου σου;
–Όχι.
Λοιπόν επήρες και την τρίτην τρίχα. Έχομεν την τετάρτην. Όταν σε δώση
άδειαν ο πνευματικός σου και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν
γνώμην, με στερεάν απόφασιν καλύτερα να χύσης το αίμα σου, μα εις άλλην
φοράν αμαρτίαν να μη κάμης. Το κάμνεις και αυτό;
–Μάλιστα.
Επήρες και την τετάρτην τρίχα. Αυτά τα τέσσαρα είναι τα ιατρικά σου καθώς είπαμε και όχι άλλα. Το πρώτον είναι να συγχωράτε τους εχθρούς σας. Το δεύτερο να εξομολογάσθε παστρικά και καλά. Το τρίτο να κατηγοράτε του λόγου σας. Το τέταρτο να αποφασίζετε να μη κάμετε αμαρτίαν. Καί αν ημπορείτε να εξομολογάσθε κάθε ημέραν, καλόν και άγιον είναι. Ειδέ και δεν ημπορείτε καθ᾽ ημέραν, ας είναι μία φορά την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή το ολιγώτερον τέσσαρες φορές τον χρόνον. Καί να συνηθίζετε τα παιδιά σας από μικρά, διά να συνηθίζουν εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται.
Ιδού οπού σας εξομολόγησα όλους παρρησία, διά να μην υστερηθήτε. Αυτά
οπού σας είπα είναι τα ιατρικά σας ειδέ εκείνο οπού δίνουν οι
πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετάνοιες, νηστείες και άλλα, δεν είναι
ιατρικά, αλλά διά να μην τύχη και ξεπέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν
σας τα δίδουν και όποιος τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα
τέσσαρα, να αποθάνη εκείνη την ώραν, σώνεται. Ειδέ χωρίς αυτά τα τέσσαρα
χίλιες χιλιάδες καλά να κάμη ο άνθρωπος, αν αποθάνη, εις την Κόλασιν
πηγαίνει.