τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Ἡ πρώτη ἀναφορά γιά τό φῶς καί τό σκότος γίνεται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως. (Γεν.1, 3-5): «Καί
εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς, καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς,
ὅτι καλόν· καί διεχώρισεν ὁ Θεός ἀνά μέσον τοῦ φωτός καί ἀνά μέσον τοῦ
σκότους. Καί ἐκάλεσεν ὁ Θεός τό φῶς ἡμέραν καί τό σκότος ἐκάλεσε
νύκτα.καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία».
Δέν ἔχουμε ὅμως μόνο τό ὁρατό φῶς ἀλλά
καί τό φῶς τῆς χαρᾶς καί τῆς ζωῆς. Στό Ἠσ. 9,2 διαβάζουμε γιά τό φῶς τῆς
χαρᾶς: «ὁ λαός ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες
ἐν χώρᾳ καί σκιᾶ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾽ἡμᾶς» ἐνῶ στό Ἠσ. 60, 19-20 ὁ
Θεός παρουσιάζεται πιό ξεκάθαρα ὡς φῶς: «Τόν ἤλιο πιά δέ θά τόν
χρειάζεσαι γιά φῶς σου τήν ἡμέρα, οὔτε τήν νύχτα τήν σελήνη νά σέ
φωτίζει μέ τήν λάμψη της. Γιατί ἐγώ ὁ Κύριος θά ᾽μαι γιά σένα φῶς
παντοτινό καί θά ᾽μαι ἐγώ, ὁ Θεός, τό μεγαλεῖο σου. Ὁ ἤλιος σου δέν θά
βασιλέψει πιά οὔτε θά σβήσει ἡ σελήνη σου, γιατί ἐγώ ὁ Κύριος θα ᾽μαι τό
φῶς τό παντοτινό· οἱ μέρες του πένθους σου θά τελειώσουν». Ξεκάθαρα
ὅμως βλέπουμε τήν σχέση φωτός καί Χριστοῦ στήν Καινή Διαθήκη
διαβάζοντας «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου…».
Ἡ συνηθισμένη πορεία εἶναι ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς
Στήν Παλαιά Διαθήκη τό φῶς καί τό σκότος
ἀπαντοῦν ὡς δύο ἔννοιες φορτισμένες μέ ἐντελῶς ἀντίθετο περιεχόμενο.
Ἔτσι, ὁ Θεός εἶναι τό φῶς ἐνῶ τό σκότος ἀντιπροσωπεύει ὁτιδήποτε
ἀρνητικό. Τό σκοτάδι αὐτό ἔχει καλύψει τά πάντα καί κυβερνᾶ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτή ἡ προσέγγιση τῶν δύο ἐννοιῶν παρατηρεῖται κυρίως στά Ἠσ. 8,22-23
καί 59,9. Ἐκτός ἀπό τό Ἠσ. 45,7 ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεός ἔχει
δημιουργήσει τό φῶς καί τό σκοτάδι, πιθανόν θέλοντας ὁ προφήτης νά
τονίσει τήν παντοδυναμία τοῦ Δημιουργοῦ, στά ὑπόλοιπα χωρία ἡ σχέση τῶν
δύο ἐννοιῶν εἶναι ἀντίθετη. Τό σκοτάδι εἶναι σύμβολο πνευματικῆς πτώσεως
καί δυστυχίας.[4] Σημάδι καταπίεσης καί ὑποδούλωσης, θλίψης καί στεναχώριας. Ἀκόμα, ἀποτελεῖ σημεῖο αἰχμαλωσίας[ καί θανάτου ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Τό σκότος συνδέεται στόν προφήτη Ἠσαΐα μέ τήν ἀγωνία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ὁμοιάζει μέ τήν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί δροῦν στό σκότος δέν βρίσκονται εὐάρεστοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό σκότος παραπέμπει στήν πνευματική τυφλότητα τῶν ἀνθρώπων.
Τό σκοτάδι κυριαρχοῦσε στήν ἀνθρωπότητα μετά τήν πτώση τῶν ἀνθρώπων καί
ἦταν ζωηρή καί κοινή ἡ ἐπιθυμία ὅλων τῶν λαῶν νά ξαναδοῦν τό φῶς. Ὅλοι
ἀναζητοῦσαν τό φῶς ἀλλά κυριαρχοῦσε τό σκοτάδι.
Ποιό εἶναι ὅμως αὐτό τό φῶς γιά τόν προφήτη Ἠσαΐα;
Ὁ Προφήτης ἀναφέρει ἀρχικῶς τόν Ἰσραήλ ὡς φῶς.
Ὁ Ἰσραήλ πράγματι ἐκλέχθηκε καί ἔγινε ὁ περιούσιος λεγόμενος λαός ὥστε
δι᾽αὐτοῦ νά γεμίσουν φῶς ὅλα τά ἔθνη ἀλλά τελικά δέν ἦταν ἐκεῖνος τό
φῶς. Φῶς ἐπίσης χαρακτηρίστηκε ἡ Σιών γιά τήν ὁποία προφητεύθηκε ὅτι θά πλημμυρίσει ἀπό φῶς.
Δέν ἦταν ὅμως οὔτε ἐκείνη τό φῶς ἀφοῦ καταστράφηκε ἐκ τῶν θεμελίων της.
Τό φῶς, γιά τό ὁποῖο μιλᾶ ὁ Ἠσαΐας, θά ἐρχόταν στόν κόσμο πού βρισκόταν
«ἐν χῶρα καί σκιά θανάτου» ἀπό ἕνα παιδί, τό ὁποῖο θά γεννιόταν ὡς ἄνθρωπος ἀλλά θά ἦταν καί Θεός καί θά ἔπασχε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ὁ γνωστός μας Ἐμμανουήλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ προφήτης ὑποδεικνύει πῶς ὁ ἄνθρωπος
προσεγγίζει, πλησιάζει καί στό τέλος ἐνώνεται μέ τό φῶς καί μάλιστα μετά
ἀπό ταλαιπωρία θά χορτάσει ἀπό αὐτό.
Γίνεται ἔτσι φανερός ὁ πνευματικός δρόμος κατά τόν ὁποῖο προηγοῦνται ἡ
ἄσκηση καί οἱ δυσκολίες καί στήν συνέχεια φθάνει κάποιος στήν ἔνωση μέ
τό φῶς. Καί κάτι ἀκόμα× καί ὅταν βρίσκεσαι στό σκότος στήριγμά του καί
πάλι εἶναι ὁ Θεός.
Πῶς μπορεῖ κάποιος νά ἀποκτήσει τό φῶς;
Κυρίως μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ γεμίζει ὁ ἄνθρωπος φῶς ὅπως καί μέ τήν μετάνοια ἐνώπιόν Του.
Ὁ προφήτης ἀναφέρει: «λύσε κάθε δεσμὸ ἀδικίας, διάλυσε τοὺς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6) καί «Τότε
θὰ ξεχυθεῖ σὰν τὴν αὐγὴ τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου γρήγορα θὰ
ἀνατείλουν, θὰ πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ θὰ σὲ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί συνεχίζει «ἐὰν
ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα δεσμὸ καὶ χειρονομία καταδικαστικὴ καὶ κακολογία,
καὶ δώσεις στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσεις ψυχὴ
ταπεινωμένη, τότε θὰ ἀνατείλει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς σου καὶ τὸ
σκοτάδι σου θὰ γίνει σὰν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τοὺς καθιστᾶ κι αὐτοὺς ἄλλους ἥλιους, πάνω στοὺς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ λάμψει ἀπλέτως· «διότι θὰ λάμψουν καὶ οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).
Τί σημαίνει «σὰν τὸν ἥλιο;» Κάποτε τὸ
ἡλιακὸ φῶς δὲν ὑπῆρχε σὰν σὲ σκεῦος στὸν δίσκο τοῦτο. Τὸ μὲν φῶς εἶναι
πρωτογεννημένο, τὸν δὲ δίσκο τὴν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν
πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ φῶς καὶ κάμνοντάς τον ἄστρο ποὺ φέρνει
τὴν ἡμέρα καὶ συγχρόνως φαίνεται τὴν ἡμέρα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ
φῶς τῆς θεότητας κάποτε δὲν βρισκόταν σὰν σὲ σκεῦος στὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ δίχως ἀρχή. Τοῦτο δὲ τὸ
πρόσλημμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ μᾶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιὰ
χάρη μας στοὺς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τὸ πλήρωμα τῆς
θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιὸς καὶ συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι
ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά Του ἔγιναν
λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος λέει «στιλπνὰ καὶ λευκὰ πολὺ
σὰν χιόνι, τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπὶ τῆς γῆς» (Μαρκ.
9, 3).
Κοινή, λοιπόν, καὶ μία εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ
βασιλεία καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ
ψαλμωδὸς προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θὰ εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἐπίσης, ἴδια εἶναι ἡ λαμπρότητα τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἁγίων γιατί μία εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
᾽Από τά παραπάνω γίνεται γνωστό ὅτι
συνήθως ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀγώνας ἀπό τό σκότος στό φῶς.
Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχει καί ἡ ἀντίστροφη πορεία. Ὁ πρῶτος πού κινήθηκε
σύμφωνα μέ αὐτήν εἶναι ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ἔκπτωτος ἄγγελος. Γνωρίζουμε ὅτι
αὐτός πρίν ἀπό τήν πτώση του ἦταν ὁ σπουδαιότερος ἄγγελος, ὁ πρῶτος στήν
ἱεραρχία τῶν ἀγγέλων. Τό ὄνομά του σήμαινε «αὐτός πού μεταφέρει τό
φῶς». Ἡ μετέπειτα ὀνομασία του ὡς «Σατανᾶς» προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή
λέξη σατάν, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε στήν ἑλληνική μετάφραση τῶν Ο´ μέ τίς λέξεις «Σατανᾶς» ἤ «Διάβολος»
και δηλώνει τόν ἐχθρό. Ἔτσι, αὐτός πού ἄλλοτε «ἔφερε τό φῶς»
μετατράπηκε στόν κατ’ ἐξοχήν ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή εἶχε μεγάλη
δόξα, ἡ σοφία του διεφθάρη καί ἡ ὑπερηφάνεια του μετατράπηκε σέ
ἀλαζονεία, μέ ἀποτέλεσμα νά θελήσει νά γίνει ἴσος μέ τόν Θεό. Ἡ
ἀλαζονεία αὐτή τόν ὁδήγησε στήν πτώση. Σέ πτώση θά βρεθοῦν καί ὅλοι
ὅσοι ἔχουν τό ἴδιο μικρόβιο ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι «ὁ ὑψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται».