π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Στις
Πανελλαδικές Εξετάσεις ζητήθηκε από τους μαθητές των Επαγγελματικών
Λυκείων στο μάθημα της Έκθεσης να καταγράψουν τις απόψεις τους πάνω στο
χάσμα των γενεών και τις συγκρούσεις που αυτό προκαλεί ανάμεσα στους
νέους και τους μεγαλύτερους. Είναι
αυτονόητο ότι αυτές είναι αναπόφευκτες, όσο κοντά και να είναι ηλικιακά
οι γονείς και τα παιδιά. Οι γονείς αισθάνονται υπεύθυνοι για τα παιδιά
τους. Αυτό τους οδηγεί στην έμπρακτη έκφραση μιας αγωνίας τόσο για το
ωράριο εξόδου τους, για την απόδοσή τους στα μαθήματα, για τις παρέες
τους, αλλά και για την εν γένει στάση τους έναντι της ζωής. Τα παιδιά
πάλι, καθώς αναζητούν να διαμορφώσουν ταυτότητα, δηλαδή να δούνε ποια
είναι και ποια θα γίνουν, ποια η θέση τους μέσα στον κόσμο, ποια τα
δικαιώματά τους, γιατί να έχουν υποχρεώσεις και ποιες από αυτές είναι
σημαντικές, είναι επιρρεπή στην εγωιστική έκφραση των απαιτήσεων και των
διαφωνιών προς τους γονείς, με αποτέλεσμα την ρήξη, τον θυμό, την
ασυνεννοησία.
Το
χάσμα των γενεών σήμερα μπορεί να μην έχει την ένταση που είχε στο
παρελθόν. Κάποτε οι γονείς αισθάνονται εντελώς ανήμποροι να μπούνε στην
λογική τού να επιβάλουν στα παιδιά όρια. Θυμούνται εμπειρίες καταπίεσης
και αυταρχικότητας από τους δικούς τους γονείς, την
αίσθηση ότι έπρεπε να κάνουν κρυφά το θέλημά τους και προτιμούν την
ειλικρίνεια, τον διάλογο, κάποτε και την υποταγή στο θέλημα του παιδιού.
Οι νεώτεροι άλλωστε συχνά θυμίζουν ναύτες που θέλουν να γίνουν
καπετάνιοι. Έχουν άποψη για όλα και με υψηγορία απαιτούν από τους
μεγαλύτερους να τους αφήσουν ήσυχους. Είναι μάλιστα πολύ εύκολο να
κλειστούν στους εαυτούς τους, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ή του
κινητού και να μην ανταποκρίνονται σε κανένα εξωτερικό ερέθισμα. Ίσως
και να μην χρειάζεται να σκεφτούν ή να τους είναι εύκολο να εκτονωθούν
στέλνοντας μηνύματα στους διαδικτυακούς φίλους, σε αντίθεση με το
παρελθόν, όπου το κλείσιμο στο δωμάτιο και η απομόνωση ήταν κάποτε ένα
μαρτύριο εσωστρέφειας.
Η
ίδια αντίληψη για το χάσμα γενεών φαίνεται να ισχύει στην σκέψη πολλών
νέων και για την Εκκλησία. Η πίστη λένε ότι είναι υπόθεση των μεγάλων.
Αυτοί καταλαβαίνουν την γλώσσα της λατρείας. Αυτοί έχουν αγωνία για τον
θάνατο. Αυτοί καλούνται να κρατήσουν τα έθιμα του παρελθόντος. Συχνά
η Εκκλησία έρχεται να επαληθεύσει την εσφαλμένη αυτή αντίληψη. Κληρικοί
που κινδυνολογούν, που δεν μπορούν να μιλήσουν την γλώσσα των νέων, που
αισθάνονται ανασφαλείς μπροστά τους, που δεν είναι σε θέση να
παρακολουθήσουν τι βλέπουν, τι ακούνε και με τι ασχολούνται οι νέοι,
τους κάνουν να χρησιμοποιούν το «χάσμα γενεών» ως άριστη αφορμή να
αφήσουν το ερώτημα της πίστης κατά μέρος. Κι ενώ η Εκκλησία έχει την πιο
νεανική αξία που γίνεται τρόπος ζωής, δηλαδή την αγάπη, ως κύριο όπλο
της, την αφήνει στην θεωρία ή στην φιλανθρωπία και δεν την κάνει
αγκάλιασμα όλης της ύπαρξης. Γιατί μόνο έτσι ο νέος θα αισθανθεί ότι η
πίστη δεν είναι του χτες, ούτε για το αύριο, αλλά για το τώρα του. Είναι
στο χέρι τόσο των γονέων, όσο και των ποιμένων της Εκκλησίας να
ξεπεράσουν το χάσμα με την αγάπη. Γιατί αυτή τελικά δίνει γνήσια
ταυτότητα και στον νέο και στον καθέναν μας.