Του μακαριστού αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα: Η μόνη
ευκαιρία για να δούμε τους συνασκητάς μας ήταν η συγκέντρωσις στον
αρσανά της σκήτης. Μετα την αναχώρησι του μικρού πλοιαρίου, που έκανε
την γραμμή από την Δάφνη μέχρι την Αγία Άννα ή και μέχρι την Λαύρα, αν
το επέτρεπε ο καιρός, οι πατέρες επέστρεφαν στις καλύβες τους,
ακολουθώντας τα ανηφορικά μονοπάτια.
Ήσαν όλοι φορτωμένοι με τους ντορβάδες τους, άλλος λιγώτερο, άλλος περισσότερο.
Πάντως όλοι κάτι έπρεπε να μεταφέρουν στην πλάτη.
Εκατόν πενήντα μέτρα από το μουράγιο, συναντούσαμε ένα προσκυνητάρι
και δίπλα του ένα πεζούλι. Εκεί κατεβάζαμε λίγο το φορτίο μας για να
ξεκουρασθουμε και να πάρουμε δύναμι για την ανάβασι. Από κεί και πέρα
άρχιζε ο δύσκολος ανήφορος. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι…
Στο σημείο αυτό, στο οποίο είναι κτισμένο το προσκυνητάρι, η αγάπη
του Θεού επέτρεψε να γίνη κάτι θαυμαστό. Το γεγονός αυτό είναι γραμμένο
κάτω από τον Εσταυρωμένο με το καντηλάκι. Παραθέτουμε το
κείμενο:«Γέροντος τινος υποτακτικός μεταφέρων εκ της θαλάσσης φορτίον
επί των ώμων και ανερχόμενος μετά πολλού κόπου, αλλά και υπό αδημονίας
καταληφθείς ως ματαίως δήθεν κοπιάζων, εκάθησεν ενταύθα μετά του φορτίου
προς ολίγην ανάπαυσιν τυραννούμενος υπό των ανωτέρω λογισμών, όπου
παραδόξως ακούει άνωθεν την κατ’ εξαίρετον τρόπον έφορον και αρωγόν ημών
Υπεραγίαν Θεοτόκον λέγουσαν αυτώ:
«Τι αδημονείς και θλίβεσαι; Γίνωσκε ότι οι κόποι αυτοί, τους οποίους οι αδελφοί υπομένουσιν αχθοφορούντες, ως θυσία ευάρεστος εις
τον Θεόν προσφέρονται και οι ίδρωτες ους χύνουσιν ανερχόμενοι, ως αίμα
μαρτυρικόν παρά τω Χριστώ λογισθήσονται και μέγαν μισθόν λήψονται εν τη
ημέρα της κρίσεως οι αγογγύστως υπομένοντες τους σκληρούς κόπους της
ενταύθα ασκήσεως και υπακοής».
Ταύτα ακούσας ο αδελφός και πληροφορηθείς την καρδίαν διηγήσατο τοις
αδελφοίς και πατράσι· διανύσας δε εν πνευματική χαρά και οσιότητι το
υπόλοιπον της εν εσκήσει και υπακοή ζωής αυτού, απήλθε προς αιωνίους
μονάς, ίνα λάβη τον μισθόν των κόπων αυτού κατά την θείαν υπόσχεσιν».
Καθώς λέει μάλιστα η παράδοσις, την αποκάλυψι αυτή πληροφορήθηκε και ο
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ ο Καράκαλλος, ο οποίος
ασκήτευε τότε στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης.
Από την ημέρα εκείνη έπαυσε να μεταφέρη με υποζύγιο τα γεωργικά του
εργαλεία στον ελαιώνα, ο οποίος ευρισκόταν κοντά στον τόπο όπου έγινε το
θαύμα, και τα μετέφερε στον ώμο του, για να λάβη και αυτός τον στέφανο
των μαρτυρικών ιδρώτων των αδελφών και υποτακτικών της σκήτης. Καθ’ όλη
την διάρκεια της πορείας εκρατούσαμε στο χέρι το κομποσχοίνι και
προσευχόμεθα με την «ευχή» και τους Χαιρετισμούς. Και όταν εφθάναμε στην
καλύβη μας, εβάζαμε την καθιερωμένη μετάνοια στις εικόνες και στον Γέροντά μας, στον οποίο δίναμε αναφορά για την αποστολή και υπακοή μας.
Ερχόμενος κάποτε από την Νέα Σκήτη προς την Αγία Άννα, συνήντησα ένα
μοναχό προχωρημένης ηλικίας. Ήταν κατάλευκος, χαρίεις και ελκυστικός
στην όψι. Μόλις με είδε, με χαιρέτησε με απλότητα και μου είπε:
– Κάθου να σε γνωρίσω, νέε στρατιώτα του Χριστού μας!
Εκάθησα σε μία πέτρα, χωρίς να φέρω καμμία αντίρρησι. Παρ’ όλο που,
όπως ανέφερα, δεν είχαμε ευλογία να συνομιλούμε με ξένους, δεν κατώρθωσα
ν’ αντισταθώ. Με είχε καθηλώσει η ευλογημένη εκείνη μορφή.
– Από που είσαι, καλογέρι μου; με ρώτησε.
– Από το Γενέσιον της Θεοτόκου.
– Ω! έκανε θαυμάζοντας. Από τους εκλεκτούς αυτούς πατέρας; Ο Θεός να σε ευλογή.
Άρχισε τότε να μου ομιλή για την αξία της μοναχικής ζωής και για τον αγώνα του μοναχού:
– Αν θέλης, παιδί μου, να επιτύχης στην μοναχική σου κλήσι, ένα
πράγμα έχω να σου πω. Φρόντισε να αγαπήσης πολύ τον σωματικό κόπο. Αυτά
τα βράχια, αυτούς τους ανηφόρους και κατηφόρους, αυτά τα ατελείωτα
σκαλοπάτια, αυτούς τους ντορβάδες και τα τσουβάλια, αυτούς τους ιδρώτας
και τους μόχθους, που κάθε ημέρα θα ζης, φρόντισε, καθώς σου είπα, να
τους αγκαλιάσης με την ψυχή σου. Είναι ίσως το αντίδοτο του εγωισμού
σου. Έτσι θα σπάση η αντιδραστική του παρουσία κι έτσι θα
απαλλαγής κι εσύ απ’ αυτή την Λερναία Ύδρα της ανθρωπίνης ψυχης. Είμαι
από μικρό παιδί εδώ στο Άγιον Όρος.
Εγνώρισα αγίους μοναχούς, σοφούς μοναχούς. Εδιάβασα τόσα πατερικα
βιβλία, και ολα αυτά σ’ ένα συμφωνούν και συναντώνται: ότι ο μεγαλύτερος
εχθρός του χριστιανού και περισσότερο του μοναχού είναι ο εγωισμός. Γι’
αυτό πιστεύω, πως και ο Γέροντάς σου και συ θα συνεργασθήτε, ώστε
κάποτε να σταθής μπροστά στον Θεόν, απηλλαγμένος από το θηρίο αυτό, και
στολισμένος με την ταπεινοφροσύνη να εισέλθης στον Παράδεισο.
Οι σκέψεις του μεστές, ώριμες, αρωματισμένες, βγαλμένες από ψυχή «κεκαθαρισμένην επταπλασίως». H έκφρασίς του παιδική, γεμάτη αγία αθωότητα. «Θεέ μου, διερωτώμουν, ποιος να είναι αυτός ο γέροντας»; Κάποια στιγμή μου λέει:
– Παιδί μου, μην περιμένης να φθάσης σε μεγάλη ηλικία και τότε να
επιδοθής στην βαθειά καλλιέργειά σου. Αγωνίζου κάθε ημέρα, να πλησιάζης
την ζωή του Χριστού μας. Ενώσου με τον Ιησού. Το θερμόμετρο της αγάπης
σου προς τον Χριστό πρέπει να δείχνη κάθε ημέρα πως ανεβαίνει. Αυτό θα
το καταλαβαίνης, οταν νοιώθης πως τα πράγματα της παρούσης ζωής χάνουν
για σένα κάθε αξία και η περιφρόνησίς σου γι’ αυτά γίνεται πιο αισθητή.
Ένα άλλο σημάδι που βοηθεί στην διαπίστωσι αυτή, είναι το μέγεθος της
αγάπης σου προς τον Γέροντά σου, ο οποίος σε συνδέει με τον Χριστό. Ο
Γέροντας για μας τους υποτακτικούς είναι ο Θεός μετά τον Θεόν μας. Κι
εγώ, αν και προχωρημένος στην ηλικία καθώς βλέπεις, είμαι ακόμη
υποτακτικός.
Αυτά ήσαν η κεντρική ιδέα των όσων συνεκράτησα από την συνάντησί μου με τον υπέροχο εκείνον μοναχό.
– Γέροντα, συγχωρέστε με. Ποιος είσθε; Πως ονομάζεσθε;
– Είμαι από την Βίγλα και λέγομαι πατήρ Βαρλαάμ.
– Εσείς είσθε ο παπα-Βαρλαάμ! εφώναξα και του έβαλα αμέσως στρωτή
μετάνοια. Μα καθώς εσηκωνόμουν, είδα τον γέροντα με το κεφάλι
ακουμπισμένο στην γη να βάζη με την σειρά του κι αυτός μετάνοια!
Διαμαρτυρήθηκα γι’ αυτό, αλλα εκείνος μου αποκρίθηκε φυσικώτατα οτι έτσι
συνηθίζει να κάνη σε παρόμοιες περιπτώσεις… Πόσα και πόσα δεν είχα
ακούσει για το υψηλό πνευματικό επίπεδο του παπα-Βαρλαάμ από τον Γέροντά
μου και τον παπα-Ιωακείμ! […] Όταν επέστρεψα στην καλύβη μας και
διηγήθηκα το περιστατικό αυτό στον Γέροντά μου, έτρεξαν ολοι οι αδελφοί
της συνοδείας, ν’ ακούσουν για την χαριτόβρυτη μορφή και ομιλία του πνευματικού εκείνου αετού.
Μία από τις ευλογημένες αυτές συναντήσεις ήταν και η συνάντησις με
τον γερο-Διονύσιο τον Κατουνακιώτη και τον αξιοθαύμαστο υποτακτικό του
π. Αρσένιο. Ο γερο-Διονύσιος ησχολείτο και με τα γράμματα. Κάπου-κάπου
έγραφε και έλεγε μερικα επιτυχημένα ποιήματα. Ζητουσε επίμονα και με
επιμέλεια την σωτηρία της ψυχής του. Δεν ήταν άνθρωπος των συμβιβασμών. Ο
π. Αρσένιος ήταν δουλεμένος μοναχός. Ο Γέροντάς του το ήξερε και ήθελε
να τον στεφανώνη καθημερινώς με τα στεφάνια της υπακοής και της υπομονής. Πόσες φορές δεν του φερόταν σκληρά και περιφρονητικά και μάλιστα ενώπιον άλλων πατέρων!
Εκείνος ομως, κάνοντας υπομονή, έβαζε μετάνοια και ζητούσε συγγνώμη.
Κάποτε, στην θ. Λειτουργία, οταν έφθασε η ώρα του κοινωνικού, πήγαμε
όλοι να λάβουμε συγχώρησι από τους Γεροντάδες μας, προκειμένου να
προσέλθουμε στο Ποτήριο της Ζωής. Όταν ομως επλησίασε και ο π. Αρσένιος
τον Γέροντά του, εκείνος με μία σκληρή και απότομη κίνησι τον έδιωξε
λέγοντάς του:
– Βρέ απρόκοφτε, τολμάς να ζητήσης ευλογία για να κοινωνήσης, εσύ που είσαι ένα δοχείο γεμάτο ακαθαρσία και εγωισμό;
Η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από την σκηνή αυτή, μας εθύμισε
μοναχισμό του Δ’ και Ε’ αιώνος. Ο π. Αρσένιος εζήτησε συγγνώμη για το
τόλμημά του αυτό και μαζεύθηκε σε μια γωνιά. Τότε ακριβώς βλέπω
τρεις-τέσσερις Γεροντάδες να πλησιάζουν τον γερο-Διονύσιο και να τον
παρακαλούν να επιτρέψη στον υποτακτικό του να κοινωνήση. Σε λίγο ακούω τον γερο-Διονύσιο να λέη στον π. Αρσένιο:
– Άντε, έχεις χάρι που οι Γεροντάδες μου ζήτησαν να σου επιτρέψω την
θ. Κοινωνία. Θα κάνω υπακοή σ’ αυτούς και πιστεύω οτι ο Κύριος θα σε
συγχωρήση και θα σε δεχθή.
Εκείνος τότε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος» προσήλθε με δάκρυα
που ήσαν αισθητά σε όλους και πήρε μέσα του Εκείνον που υπέμεινε τόσα
από εμάς τους ανθρώπους. Το θαυμαστό ομως στην υπόθεσι αυτή είναι οτι ο
γέρων Διονύσιος, μετά από κάθε παρόμοια συμπεριφορα προς τον υποτακτικό
του, ήταν γεμάτος χαρά και θαυμασμό γι’ αυτόν. Και όταν ο π. Αρσένιος
απομακρυνόταν, συχνά έκλαιγε αναλογιζόμενος την ωφέλεια που απεκόμιζε
από την μεταχείρησι αυτή ο υποτακτικός του και θαύμαζε την υπομονή του.
Το περιστατικό αυτό ήταν για μας τους υποτακτικους ένα από τα σπάνια μαθήματα. Εύλογητός ο Θεός!
Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ,