«Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;... είπε δε αυτώ ο Ιησούς: ορθώς απεκρίθης. Τούτο ποίει και ζήσει» (Λουκ. 10, 25/28)
« Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;...και είπε σ’ αυτόν ο Ιησούς: σωστά απάντησες. Αυτό κάνε και θα ζήσεις».
Οι
ανθρώπινες αναζητήσεις έχουν να κάνουν συνήθως με την ποιότητα της ζωής
μας, με τα υλικά αγαθά τα οποία χρειαζόμαστε, την έξοδό μας από
δυσκολίες και δοκιμασίες, το πώς θα χαρούμε και θα ευχαριστηθούμε.
Σπάνια συζητούμε για ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με το αν η ζωή
έχει συνέχεια μετά τον θάνατο. Μόνο ο ίδιος ο θάνατος κάποιου οικείου
προσώπου φέρνει προβληματισμούς. Κάποτε και ο φόβος, όταν η μέρα έχει
τελειώσει και αισθανόμαστε στο σκοτάδι της νύχτας ότι η ζωή θα έχει
τέλος.
Στο
ευαγγέλιο του καλού Σαμαρείτη ένας νομοδιδάσκαλος, ένας ερμηνευτής του
μωσαϊκού νόμου, ένας θεολόγος και νομικός θα λέγαμε με τα σημερινά
μέτρα, σπεύδει να ρωτήσει τον Χριστό, με μία ελαφριά δόση ειρωνείας στον
τρόπο του, τι χρειάζεται να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή.
Είναι νομικός. Η σκέψη του έχει να κάνει με διαθήκες, με μεταβιβάσεις
κληρονομιάς, με σχέσεις συναλλαγής μεταξύ των ανθρώπων, στις οποίες ούτε
ο θάνατος δεν εξαιρείται. Όταν πεθαίνει κάποιος, αυτοί που μένουν,
πρώτα σκέφτονται πρακτικά. Σκέφτονται την συνέχεια της ζωής. Τι θα γίνει
με τα αγαθά τα οποία ο εκλιπών είχε. Σε ποιον τα κληροδότησε. Το
υπαρξιακό ερώτημα «τι έγινε ο ίδιος και αν έχει ψυχή και πού βρίσκεται η
ψυχή του» ελάχιστα απασχολεί. Οι σχέσεις συναλλαγής, μετάδοσης των
αγαθών είναι σχέσεις που συνεχίζουν την ζωή. Τα υπαρξιακά ερωτήματα
είναι δυνατόν να απαντηθούν λογικά και πρακτικά. Έτσι αφήνονται στις
θρησκείες, για να πάρουν κάποιες απαντήσεις, για τις οποίες απόλυτες
βεβαιότητες δεν υπάρχουν.
Όμως
για τον νομοδιδάσκαλο ο θάνατος έχει και υπαρξιακή διάσταση. Ακόμη κι
αν βλέπει την αιώνια ζωή ως ανταμοιβή για τις πράξεις αυτής της ζωής,
εντούτοις βλέπουμε πως ο Χριστός είναι πρόθυμος να συζητήσει μαζί του
και να τον βοηθήσει, τουλάχιστον στην κατεύθυνση που ο νομοδιδάσκαλος
σκέπτεται, να βρει τον τρόπο. Και έχει ενδιαφέρον η στάση του Χριστού. Αρχικά
θα ακολουθήσει τον τρόπο σκέψης του νομοδιδασκάλου. Θα συγκαταβεί,
δείχνοντας ότι ο Θεός δεν αγνοεί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ακόμη κι αν
δεν είναι όπως τον θέλει. Στην συνέχεια θα του προσθέσει το κάτι
παραπάνω. Διασαφηνίζοντας το πώς ο νομοδιδάσκαλος μπορεί να γίνει
πλησίον στον κάθε συνάνθρωπο και μάλιστα αυτόν που δεν έχει τίποτα για
να του δώσει, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο τραυματισμένος και
ληστευθείς άνθρωπος, ο Χριστός ανοίγει τον δρόμο στον νομοδιδάσκαλο να
σκεφτεί ότι πέρα από αυτό που ο ίδιος είναι και σκέφτεται, νομικός
δηλαδή, υπάρχει και η οδός της αγάπης, η οποία δεν μετρά ανταποδόσεις,
αλλά μόνο προσφορά και θυσία.
Οι
άνθρωποι σήμερα βλέπουμε την ζωή μέσα από το δικό μας πρίσμα. Το ίδιο
και τον θάνατο. Δυσκολευόμαστε να προχωρήσουμε σε μία υπαρξιακή θεώρησή
τους, διότι μας κατατρώγει η πρακτικότητα. Ταυτόχρονα, θεωρούμε πως
έχουμε άπλετο χρόνο ζωής μπροστά μας ή φοβόμαστε να ανοιχτούμε σε
υπαρξιακές αναζητήσεις, διότι ο προσανατολισμός του περίγυρού μας είναι
στο πρόσκαιρο. Η πνευματική πορεία μας στην καλύτερη περιορίζεται στην
γνώση των διδασκαλιών της θρησκείας, ενώ συνήθως μόνο σε περιπτώσεις
κρίσεων κάπως συνταρασσόμαστε. Τον θάνατο όμως τον βλέπουμε μέσα από την
σκοπιά αυτών που φεύγουν, τι χάνουν σε σχέση με την ζωή ή εμείς τι
χάνουμε από την απουσία τους, και όχι μέσα από την προοπτική της δικής
μας απάντησης στο μεγάλο αυτό ερώτημα.
«Τούτο
ποίει και ζήσει», λέει ο Χριστός στον νομοδιδάσκαλο. «Τούτο ποίει και
ζήσει» λέει στον καθέναν μας. Τήρησε τις εντολές του νόμου, αν ο
χαρακτήρας σου είναι προσανατολισμένος στα πρόσκαιρα, χωρίς να λησμονείς
ότι όλα έχουν τέλος. Αν όμως νιώθεις
ότι η ψυχή σου θέλει απαντήσεις γνήσια υπαρξιακές, τότε γίνε πλησίον
του κάθε ανθρώπου. Μην μετράς το συμφέρον, αλλά δείξε αγάπη. Και τότε ο
Χριστός, ως Καλός Σαμαρείτης ο ίδιος, θα γιατρέψει και τα δικά σου
τραύματα, τις δικές σου ατέλειες.
Αυτή
είναι η οδός της Εκκλησίας, η οποία ξεπερνά την ανταποδοτικότητα των
θρησκειών. Στην Εκκλησία δεν συναντούμε μόνο τον Χριστό, ο Οποίος
επιχέει λάδι και κρασί στις πληγές
μας, αλλά και το πανδοχείο της ιάσεως, στο οποίο ο καθένας μας βρίσκει
οικείους, τους αγίους και όσους έχουν αφιερώσει την ζωή τους στον
Χριστό, αλλά μπορεί να γίνει και ο ίδιος οικείος, ώστε να λάβει ζωή. Η
απόφαση να ξεπεράσουμε το πλαίσιο του χαρακτήρα μας και να δούμε, να
συζητήσουμε, να μοιραστούμε υπαρξιακά, είναι απόφαση προσωπική μας. Δεν
γνωρίζουμε τι έγινε ο νομοδιδάσκαλος. Μπορούμε όμως εμείς να
αξιοποιήσουμε την συγκατάβαση, αλλά και την προσφορά του Χριστού ως
Σαμαρείτη και να Τον δούμε ως πλησίον μας, για να γίνουμε οι πλησίον της
αγάπης για όσους μπορούμε. Κι έτσι ο θάνατος θα γίνει ανάσταση και ζωή!