Ο
γέροντας με κοίταξε με βλέμμα βαθύ, με μάτια που είχαν ζήσει χειμώνες
και γεύτηκαν πασχαλιές και αναστάσεις. Με ακούμπησε ελαφρά, γεμάτος
στοργή στο ώμο και πατρικά μου παρήγγειλε, «δεν ξέρω εάν θα ζω όταν θα
έρθεις ξανά στο μοναστήρι, μα να θυμάσαι κάτι σημαντικό για την σχέση
σου με τον Θεό. Ποτέ να μην ακυρώνεις το ραντεβού μαζί του». Τι εννοείς
γέροντα του είπα με προφανή αφέλεια. «Να, μέσα στην πολύβουη και
κουραστική ημέρα, που απογυμνώνει και συντρίβει την ύπαρξη μας, να
βρίσκεις χρόνο να μιλάς με τον Θεό. Πέντε λεπτά; Μισή ώρα; Μία ώρα; Όσο
μπορείς και βούλεσαι, αλλά να μην το ξεχνάς, να μην το αναβάλεις. Να
διαβάζεις ένα ευαγγελικό χωρίο, ένα πατερικό κείμενο, και έπειτα να λες
την ευχή κάνοντας εάν μπορείς μετάνοιες». Γιατί γέροντα επιμένετε τόσο
πολύ στο να μην λησμονάμε αυτή την πρακτική, αυτό το ραντεβού; «Γιατί με
τον τρόπο αυτό, δηλώνεις στο Θεό ότι τον θες στην ζωή σου, ότι τον
ζητάς και ποθείς να τον συναντήσεις. Είναι σαν να του λες, Κύριε εγώ
είμαι ένα αδύναμο πλασματάκι, ήρθα εδώ στο ραντεβού μας, και θέλω να σε
γνωρίσω, να σε συναντήσω, έλα κι Εσύ να συναντηθούμε. Και θα δεις ότι θα
έρθει, αρκεί να μην ξεχνάς την καθημερινή σας συνάντηση». Και εδώ που
τα λέμε, όταν βλέπεις αυτά τα μάτια του γέροντα να σου δίνουν αυτές τις
παρακαταθήκες πνευματικής ζωής, δεν έχεις και πολλά περιθώρια να
αμφιβάλεις οτι ο Θεός είχε έρθει στα δικά τους ραντεβού. Οπότε ας
ορίσουμε ώρα και τόπο, τα άλλα είναι δικά Του……
(συνεχίζεται…)
(συνεχίζεται…)