Κάθε
φορὰ ποὺ ἔρχονται Χριστούγεννα, γιορτάζουµε τὸ μεγαλύτερο θαυµα ὅλων
τῶν αἰώνων, τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς Ἱστορίας, τὸ Μυστήριο τῶν
μυστηρίων, ποὺ τὸ διακηρύττει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ
Εὐαγγελιστὴς µέσα σὲ τέσσερις μόνο λέξεις: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (α´ 14). Ὁ ὑπερούσιος Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος!
Αὐτὸ δὲν σηµαίνει ὅτι ὁ Λόγος μετεβλήθη σὲ ἄνθρωπο. Ὄχι! Ἀλλὰ ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος, παραµένοντας Θεός, πῆρε καὶ τοῦ δούλου τὴ µορφή. «Ἐγένετο», γράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἔγινε πραγµατικὰ ἄνθρωπος, προσέλαβε πραγµατικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Τὸ ὅτι δὲν μετεβλήθη ὁ Θεὸς Λόγος σὲ ἄνθρωπο παύοντας νὰ εἶναι Θεός, ἀλλὰ ἔγινε πραγµατικὸς ἄνθρωπος παραµένοντας συγχρόνως καὶ Θεός, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ λόγου τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ: «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν».
Ἦλθε, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ κατοίκησε στὸν κόσµο μας ὡς ἕνας ἀπὸ μᾶς. Ἄνθρωπο ἔβλεπαν οἱ µαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀκόλουθοί Του, οἱ ἀκροατές Του. Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος. Ἦταν ταυτόχρονα καὶ Θεός. Σ᾽ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ γεννιέται στὴ Βηθλεὲµ ἔχει ἑνωθεῖ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ µέσα Του κατοικεῖ «πᾶν τὸ πλήρωµα τῆς θεότητος», ὁλόκληρη ἡ θεότητα, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολασ. β´ 9). Αὐτὸ τὸ Βρέφος εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ παντοδύναµος Θεός! Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη μας, ποὺ ἐνώπιόν της παραλύει, σαστίζει καὶ τρέµει ἡ σκέψη μας, ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς καὶ ἀνακαινίζεται ὅλη ἡ ὕπαρξή μας.
Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἀναστήσει τὴν πεσµένη φύση μας, τὴν ἀναλαµβάνει στοὺς ὤµους Του. Αὐτὴν τὴν ταπεινωµένη, τὴν φθαρτὴ καὶ θνητὴ φύση προσλαµβάνει ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ἑνώνεται µ᾽ αὐτήν. Θαυµαστὴ ἡ συγκατάβασή Του! Ἀπέραντη ἡ ἀγάπηΤου!
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Γιὰ νὰ µὴν εἶναι ἀπόµακρος, ἀλλὰ προσιτός. Γιὰ νὰ µποροῦµε νὰ διαλεχθοῦµε καὶ νὰ συναναστραφοῦµε µαζί Του μὲ ἄνεση καὶ οἰκειότητα πολλή.
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Ἔζησε στὴ γῆ κάτω ἀπὸ πολὺ πτωχικὲς συνθῆκες, ὅπως ζοῦν
οἱ ποιµένες στὶς σκηνές τους. Ποιµὴν καὶ Αὐτός, δὲν γεννήθηκε σὲ πολυτελῆ οἰκία, δὲν ἔζησε σὲ ἀνάκτορα. Γεννήθηκε µέσα στὸ σπήλαιο καὶ ἀνεκλίθη στὴ φάτνη.
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Ὄχι μόνο οἱ ποιµένες, ἀλλὰ καὶ οἱ στρατιῶτες παραµένουν σὲ σκηνὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολεµικῶν ἐπιχειρήσεων. Ὁ Κύριος ἔζησε σὲ συνθῆκες «στρατιωτικές», διότι ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ δώσει τὴ μεγαλύτερη μάχη καὶ νὰ κερδίσει τὸν κρισιµότερο πόλεµο, τὸν πόλεµο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁµαρτίας. Ἡ ζωή Του εἶχε κακοπάθεια, στέρηση, ἀγώνα καὶ τελείωσε ἐπάνω στὸν Σταυρό.
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». «Καὶ θέα µοι τὸ φρικτὸν καὶ ἀπόρρητον τοῦ μυστηρίου», σηµειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος. «Διαπαντὸς κατοικεῖ τὴν σκηνήν».
Πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀφήσει πάλι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴ φέρει πάντοτε ἀχώριστη μὲ τὴ θεία Του φύση. Ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος, καὶ ποτὲ δὲν θὰ παύσει νὰ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας καὶ µ'αὐτὴν ἐνωµένος ἀνελήφθη στοὺς Οὐρανοὺς καὶ ἐκάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, στὸν θρόνο τῆς θεότητος, καὶ ὡς Θεάνθρωπος προσκυνεῖται ἀπὸ τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγελικῶν δυνάµεων. Ποιὸς λόγος, ποιὰ διάνοια µπορεῖ νὰ παραστήσει τὴν τόση τιµή, «τὴν ὄντως ὑπερφυῆ καὶ φρικτήν», ποὺ ἔγινε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων! Κανεὶς πουθενά, οὔτε στὸν Οὔρανο οὔτε στὴ γῆ, µπορεῖ νὰ µιλήσει ἄξια γι᾽ αὐτὴ τὴν τιµή, κανεὶς ἄγγελος καὶ κανεὶς ἀρχάγγελος. Τέτοια εἶναι τὰ «κατορθώµατα» τοῦ Θεοῦ καὶ –τόσο μεγάλες καὶ ὑπερφυεῖς oἱ εὐεργεσίες Του, ὥστε ἡ ἀκριβὴς διήγησή τους νὰ ὑπερβαίνει ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ τὴ δύναµη τὴν ἀγγελικὴ (βλ. PG 59, 80).
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄρχοντας, περιεβλήθη με δόξα καὶ τιµή, εἶναι ὁ τιµηµένος βασιλιὰς τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Πλάσθηκε «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ μὲ προορισµὸ νὰ ὁµοιάσει μὲ τὸν Θεό. Δὲν τὸ κατενόησε ὅµως αὐτό. Ἔπεσε, ὑποβίβασε τὸν ἑαυτό του στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνοήτων καὶ ἀλόγων κτηνῶν καὶ ὁµοίασε πρὸς αὐτὰ (Ψαλμ. ΜΗ´ [48] 13, 21).
Ὁ Θεὸς ὅµως δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πλάσµα τῶν χειρῶν Του. Γιὰ νὰ τὸ σώσει ἀπὸ τὴν ἁµαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Πῆρε τὴν πεσµένη φύση μας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάσει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ καταγώγιο τοῦ Ἅδου στὰ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ, στὸν θρόνο τῆς θεότητος.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόηµα τῶν Χριστουγέννων!
Νὰ θαυµάσουµε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ νὰ Τὸν δοξάσουµε, ὅπως τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος, «µὴ διὰ τῶν ρηµάτων μόνον, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον διὰ τῶν πραγµάτων», ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια μας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο με τὶς πράξεις μας, μὲ τὴν κατὰ τὸ ἅγιο θεληµά Του ζωή μας, γιὰ νὰ ἀπολαύσουµε ὅσα μᾶς ἐξασφάλισε στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ὅσα μᾶς ἑτοιµάζει στὴν µέλλουσα Βασιλεία Του μὲ τὴν ταπεινὴ ἔλευσή Του στὸν σκοτισµένο κόσµο μας (βλ ὅ.π.).
Αὐτὸ δὲν σηµαίνει ὅτι ὁ Λόγος μετεβλήθη σὲ ἄνθρωπο. Ὄχι! Ἀλλὰ ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος, παραµένοντας Θεός, πῆρε καὶ τοῦ δούλου τὴ µορφή. «Ἐγένετο», γράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἔγινε πραγµατικὰ ἄνθρωπος, προσέλαβε πραγµατικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Τὸ ὅτι δὲν μετεβλήθη ὁ Θεὸς Λόγος σὲ ἄνθρωπο παύοντας νὰ εἶναι Θεός, ἀλλὰ ἔγινε πραγµατικὸς ἄνθρωπος παραµένοντας συγχρόνως καὶ Θεός, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ λόγου τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ: «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν».
Ἦλθε, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ κατοίκησε στὸν κόσµο μας ὡς ἕνας ἀπὸ μᾶς. Ἄνθρωπο ἔβλεπαν οἱ µαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀκόλουθοί Του, οἱ ἀκροατές Του. Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος. Ἦταν ταυτόχρονα καὶ Θεός. Σ᾽ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ γεννιέται στὴ Βηθλεὲµ ἔχει ἑνωθεῖ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ µέσα Του κατοικεῖ «πᾶν τὸ πλήρωµα τῆς θεότητος», ὁλόκληρη ἡ θεότητα, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολασ. β´ 9). Αὐτὸ τὸ Βρέφος εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ παντοδύναµος Θεός! Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη μας, ποὺ ἐνώπιόν της παραλύει, σαστίζει καὶ τρέµει ἡ σκέψη μας, ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς καὶ ἀνακαινίζεται ὅλη ἡ ὕπαρξή μας.
Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἀναστήσει τὴν πεσµένη φύση μας, τὴν ἀναλαµβάνει στοὺς ὤµους Του. Αὐτὴν τὴν ταπεινωµένη, τὴν φθαρτὴ καὶ θνητὴ φύση προσλαµβάνει ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ἑνώνεται µ᾽ αὐτήν. Θαυµαστὴ ἡ συγκατάβασή Του! Ἀπέραντη ἡ ἀγάπηΤου!
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Γιὰ νὰ µὴν εἶναι ἀπόµακρος, ἀλλὰ προσιτός. Γιὰ νὰ µποροῦµε νὰ διαλεχθοῦµε καὶ νὰ συναναστραφοῦµε µαζί Του μὲ ἄνεση καὶ οἰκειότητα πολλή.
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Ἔζησε στὴ γῆ κάτω ἀπὸ πολὺ πτωχικὲς συνθῆκες, ὅπως ζοῦν
οἱ ποιµένες στὶς σκηνές τους. Ποιµὴν καὶ Αὐτός, δὲν γεννήθηκε σὲ πολυτελῆ οἰκία, δὲν ἔζησε σὲ ἀνάκτορα. Γεννήθηκε µέσα στὸ σπήλαιο καὶ ἀνεκλίθη στὴ φάτνη.
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Ὄχι μόνο οἱ ποιµένες, ἀλλὰ καὶ οἱ στρατιῶτες παραµένουν σὲ σκηνὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολεµικῶν ἐπιχειρήσεων. Ὁ Κύριος ἔζησε σὲ συνθῆκες «στρατιωτικές», διότι ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ δώσει τὴ μεγαλύτερη μάχη καὶ νὰ κερδίσει τὸν κρισιµότερο πόλεµο, τὸν πόλεµο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁµαρτίας. Ἡ ζωή Του εἶχε κακοπάθεια, στέρηση, ἀγώνα καὶ τελείωσε ἐπάνω στὸν Σταυρό.
«Ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». «Καὶ θέα µοι τὸ φρικτὸν καὶ ἀπόρρητον τοῦ μυστηρίου», σηµειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος. «Διαπαντὸς κατοικεῖ τὴν σκηνήν».
Πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀφήσει πάλι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴ φέρει πάντοτε ἀχώριστη μὲ τὴ θεία Του φύση. Ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος, καὶ ποτὲ δὲν θὰ παύσει νὰ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας καὶ µ'αὐτὴν ἐνωµένος ἀνελήφθη στοὺς Οὐρανοὺς καὶ ἐκάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, στὸν θρόνο τῆς θεότητος, καὶ ὡς Θεάνθρωπος προσκυνεῖται ἀπὸ τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγελικῶν δυνάµεων. Ποιὸς λόγος, ποιὰ διάνοια µπορεῖ νὰ παραστήσει τὴν τόση τιµή, «τὴν ὄντως ὑπερφυῆ καὶ φρικτήν», ποὺ ἔγινε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων! Κανεὶς πουθενά, οὔτε στὸν Οὔρανο οὔτε στὴ γῆ, µπορεῖ νὰ µιλήσει ἄξια γι᾽ αὐτὴ τὴν τιµή, κανεὶς ἄγγελος καὶ κανεὶς ἀρχάγγελος. Τέτοια εἶναι τὰ «κατορθώµατα» τοῦ Θεοῦ καὶ –τόσο μεγάλες καὶ ὑπερφυεῖς oἱ εὐεργεσίες Του, ὥστε ἡ ἀκριβὴς διήγησή τους νὰ ὑπερβαίνει ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ τὴ δύναµη τὴν ἀγγελικὴ (βλ. PG 59, 80).
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄρχοντας, περιεβλήθη με δόξα καὶ τιµή, εἶναι ὁ τιµηµένος βασιλιὰς τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Πλάσθηκε «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ μὲ προορισµὸ νὰ ὁµοιάσει μὲ τὸν Θεό. Δὲν τὸ κατενόησε ὅµως αὐτό. Ἔπεσε, ὑποβίβασε τὸν ἑαυτό του στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνοήτων καὶ ἀλόγων κτηνῶν καὶ ὁµοίασε πρὸς αὐτὰ (Ψαλμ. ΜΗ´ [48] 13, 21).
Ὁ Θεὸς ὅµως δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πλάσµα τῶν χειρῶν Του. Γιὰ νὰ τὸ σώσει ἀπὸ τὴν ἁµαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν». Πῆρε τὴν πεσµένη φύση μας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάσει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ καταγώγιο τοῦ Ἅδου στὰ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ, στὸν θρόνο τῆς θεότητος.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόηµα τῶν Χριστουγέννων!
Νὰ θαυµάσουµε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ νὰ Τὸν δοξάσουµε, ὅπως τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος, «µὴ διὰ τῶν ρηµάτων μόνον, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον διὰ τῶν πραγµάτων», ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια μας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο με τὶς πράξεις μας, μὲ τὴν κατὰ τὸ ἅγιο θεληµά Του ζωή μας, γιὰ νὰ ἀπολαύσουµε ὅσα μᾶς ἐξασφάλισε στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ὅσα μᾶς ἑτοιµάζει στὴν µέλλουσα Βασιλεία Του μὲ τὴν ταπεινὴ ἔλευσή Του στὸν σκοτισµένο κόσµο μας (βλ ὅ.π.).