“Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε” (Β᾽ Τιμ. 4,6)
“Ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος νὰ χύσω τὸ αἷμά μου σὰν σπονδὴ καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἔφθασε”.
Όλες
οι θρησκείες έχουν ως χαρακτηριστικό τους την θυσία. Βεβαίως η θυσία
νοοείται είτε ως προσφορά αίματος, συνήθως ζώων, είτε ως προσφορά καρπών
της γης προς την θεότητα που οι θρησκείες λατρεύουν. Στην χριστιανική
παράδοση- όπως και στις άλλες δύο μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ισλαμισμό
και τον ιουδαϊσμό (μετά κυρίως την διασπορά των Εβραίων)- η θυσία πήρε
χαρακτήρα προσφοράς των δικαιωμάτων του ανθρώπου στον Θεό, ακόμη και της
ίδιας της ζωής του, ως έσχατη απόδειξη της αγάπης και της αφοσίωσης.
Βλέπουμε στην πίστη μας αυτούς που είναι έτοιμοι για το μαρτύριο του
αίματος αλλά και εκείνους που είναι έτοιμοι για το μαρτύριο της
συνειδήσεως, δηλαδή όσους αποφασίζουν τα πάντα στην ζωή τους να είναι ο
Χριστός και να παραιτηθούν εκούσια από ό,τι κάνει τον άνθρωπο να
αισθάνεται ότι χρειάζεται για να ζήσει μία όμορφη ζωή: την ελευθερία του
να τρώει ό,τι θέλει, να κάνει ό,τι θέλει, να απολαμβάνει ό,τι θέλει,
ακόμη και πιο κλειστά σχήματα όπως η οικογένεια και το σπίτι. Κάποτε, ο
χριστιανός παραιτείται και από το δικαίωμα να παλέψει ώστε οι άλλοι να
έχουν καλή γνώμη γι’ αυτόν. Κι όλα αυτά για την αγάπη του Θεού.
Αυτή
η στάση ζωής σήμερα χτυπά έντονα σε σχέση με τον πολιτισμό μας, ο
οποίος, μολονότι έχει χριστιανικά στοιχεία, εντούτοις στην ιδεολογία του
θεοποιεί ό,τι ο χριστιανισμός αφήνει, αν χρειαστεί, κατά μέρος, όπως
επίσης και αρνείται την απόφαση της θυσίας, διότι ο μόνος θεός που έχει ο
άνθρωπος σήμερα είναι ο εαυτός του. Τα πάντα γίνονται ή προβάλλονται ως
υπηρεσία του εγώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο πολιτισμός μας να έχει
θεοποιήσει τα δικαιώματα του ανθρώπου, αν και συχνά υποκριτικά, γι’ αυτό
και βλέπουμε τόση εκμετάλλευση, χωρίς να δίνει έμφαση στην προσφορά του
ανθρώπου στον συνάνθρωπο, όπως επίσης και στην ανάγκη της αγάπης,
προκειμένου ο κόσμος να ζήσει με κριτήριο την συνύπαρξη και την ανθρωπιά
και όχι μόνο την επικράτηση. Η περιθωριοποίηση ή και η απόρριψη του
Θεού γεννά έναν κόσμο αφθονίας, αλλά και κακίας που φέρνει θάνατο στις
καρδιές.
Για
να γίνει όμως πράξη η θυσία, ο άνθρωπος χρειάζεται να ακολουθήσει
πρότυπα. Να μιμηθεί. Κι εδώ η πίστη μας έχει ως πρότυπο τον ίδιο τον
αρχηγό της, τον Θεάνθρωπο Κύριο, ο Οποίος ήρθε και προχώρησε εν κόσμω με
κριτήριο την θυσία του εαυτού Του στον απόλυτο βαθμό, όπως φάνηκε στην
ενανθρώπηση, οπότε και παραιτήθηκε από το να είναι μόνο Θεός, καθώς
προσέλαβε την δική μας φύση, για να την αγιάσει και να την λυτρώσει από
κάθε μορφής θάνατο, φάνηκε στην βάπτιση, οπότε και παραιτήθηκε από την
εξουσία επάνω στους ανθρώπους, καθώς υποτάχτηκε εκούσια στον προφήτη της
Παλαιάς Διαθήκης και στον τρόπο που αυτός έδειχνε στους ανθρώπους, στο
βάπτισμα δηλαδή της μετανοίας, χωρίς να το χρειάζεται διότι αμαρτία δεν
είχε ούτε δόλος βρέθηκε σ’ αυτόν, φάνηκε στα πάθη, τον σταυρό, τον
θάνατο, την ταφή, καθώς παραιτήθηκε και από το δικαίωμα στην αθάνατη
κατά άνθρωπον ζωή, για να ζήσει τα ανθρωπινα κατά πάντα δίχα αμαρτίας
και να κατεβεί στον άδη για να μας αναστήσει εις ζωήν αιώνιον.
Εύλογα αναρωτιόμαστε: είναι δυνατόν ο καθένας μας να προχωρήσει σε μία τέτοια μίμηση;
Πριν
βιαστούμε να πούμε ότι αυτό δεν γίνεται, ας θυμηθούμε ότι από τον Θεό
μας δόθηκε ως υπαρξιακό δώρο η θυσία ως κορυφαία έκφραση αγάπης. Αρκεί
να δούμε τον έρωτα, αλλά και την οικογένεια. Ο αυθεντικός έρωτας
προϋποθέτει ως έκφραση την έξοδο από το εγώ και την παράδοση του
ανθρώπου στο εμείς της σχέσης, σωματικά και ψυχικά. Ο αληθινός έρωτας
είναι ένας συνεχής αγώνας παραίτησης από ό,τι δικαιούμαστε και αφιέρωσης
στον άλλο. Η οικογένεια η οποία χαρακτηρίζεται από την πατρότητα και
την μητρότητα είναι μία αυτονόητη θυσία, τόσο του άντρα, όσο και της
γυναίκας, για χάρη των παιδιών. Αυτή η θυσία κάποτε φτάνει και μέχρι το
έσχατο σημείο: τον θάνατο, αλλά εκφράζεται και με την αφιέρωση του
χρόνου, του κόπου, της μέρας, της νύχτας, την παραίτηση από δικαιώματα,
την υπέρβαση του εγώ. Είναι μία ευθύνη αγάπης που νοηματοδοτεί την ζωή.
Ο
Θεός έρχεται να προσθέσει στην δωρεά αυτή την πίστη. Γι’ αυτό και ο
απόστολος Παύλος, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, επισημαίνει ότι
ήρθε η ώρα να προσφέρει τον εαυτό του ως σπονδή, ως θυσία στον Χριστό.
Δεν είναι θυσία που θα καταστρέψει άλλους, θυσία μίσους, θυσία
αυτοδικαίωσης, θυσία επίδειξης. Είναι το επιστέγασμα μίας ζωής γεμάτης
από επί μέρους θυσίες: την αφιέρωση στον ευαγγελισμό των ανθρώπων, τα
βάσανα, τις μετακινήσεις, την κακοπραγία από τους εχθρούς της αλήθειας,
την απόρριψη που υπέστη, το αίσθημα της μοναξιάς, τις φυλακίσεις, τις
κακουχίες από τα φυσικά φαινόμενα, το ναυάγιο στην Μελίτη, τον σκώλωπα,
αλλά και την αδυναμία των οικείων να κατανοήσουν και να ζήσουν το ήθος
της πίστης. Γι’ αυτό με πόνο ψυχής γράφει τις επιστολές του, οι οποίες
είναι απόπειρα να δείξει σε όσους δίδαξε τον Χριστό ότι ο τρόπος τους
θέλει αλλαγή και έκφραση κάποτε και της λύπης του για ό,τι δεν μπορούσαν
να αποδεχτούν και να ζήσουν, ακριβώς διότι δεν παραιτούνταν από τα
δικαιώματά τους χάριν της αγάπης.
Ο
τρόπος του Παύλου είναι ο τρόπος όλων μας. Κληθήκαμε να παραιτηθούμε
πρώτα από την αυτάρκεια της εγωκεντρικής μας σκέψης, όχι να πάψουμε να
κρίνουμε, αλλά να εμπιστευτούμε πρωτίστως την πνευματική μας παράδοση,
τα πρότυπα της πίστης μας. Να μην είναι ο πολιτισμός μας το Α και το Ω,
αλλά η Εκκλησία. Να ζούμε εν κόσμω, με προοπτική αιωνιότητας. Να μην
βλέπουμε τον άλλον ως εχθρό ή ως αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά ως
συνοδοιπόρο αγάπης. Και η τελική μας πορεία να είναι άφημα του εαυτού
μας στο θέλημα του Θεού, όποιο κι αν είναι αυτό.
Ας ξεκινήσουμε με μικρές θυσίες και θα γίνουμε έτοιμοι για μεγαλύτερες, για την καταξίωση της αγάπης! Ο Θεός θα μας ενισχύσει!