Το
κατέβασμα των αφισών για το αγέννητο παιδί από το μετρό της Αθήνας, με
πολιτική απόφαση, ύστερα από πιέσεις συγκεκριμένων ομάδων, έφερε στο
προσκήνιο το ερώτημα για το τι μπορεί να συζητηθεί και τι όχι στην
κοινωνία μας. Πόση ισχυρή είναι μια δημοκρατία όταν λογοκρίνει τις
απόψεις όσων δεν συμφωνούν με την πολιτική ορθότητα; Ένας
νόμος είναι θέσφατος; Δεν υπάρχει δεύτερη άποψη; Αν αυτό ισχύει, τότε
ποιο είναι το νόημα να μιλούμε για ελευθερία του λόγου, όταν υπάρχουν
θέσεις οι οποίες εκ των προτέρων έχουν αποκλειστεί από τον δημόσιο
διάλογο;
Πριν
από μερικά χρόνια στο Λονδίνο ο διάσημος Άγγλος βιολόγος και συγγραφέας
Ρίτσαρντ Ντώκινς, επικεφαλής μιας ομάδας αθέων, έκαναν μια διαφημιστική
καμπάνια στα κόκκινα λεωφορεία της αγγλικής πρωτεύουσας με θέμα: «πιθανότατα
δεν υπάρχει θεός, οπότε χαρείτε την ζωή σας». Δεν διανοήθηκε κάποιος να
μην επιτρέψει την δεδομένα συγκρουσιακή με την πίστη των περισσότερων
Βρετανών αντίληψη του Ντώκινς και να κατεβάσει τις αφίσες και τα
συνθήματα στον προβλεπόμενο χώρο των λεωφορείων, που κινούνταν στην
μεγάλη πόλη. Η καμπάνια έκανε τον κύκλο της, συζητήθηκε και δεν
συνεχίστηκε.
Δεν
θέλουμε να συζητάμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με ευθύνη, τις
περισσότερες φορές, των αποκαλούμενων «προοδευτικών», οι οποίοι έχουν
αναγάγει τις θέσεις τους σε θέσφατες, δεν ενδιαφέρονται για την πειστικότητα των επιχειρημάτων τους και θεωρούν ορθότερο να μην ακούγονται οι απόψεις όσων διαφωνούν μ’ αυτούς,
βγάζοντας φόβο και ανασφάλεια. Αντιθέτως, προβαίνουν σε χαρακτηρισμούς
που δεν τους τιμούν, διότι δείχνουν ότι όχι μόνο δεν έχουν καταλάβει τι
υποστηρίζουν οι άλλοι, αλλά ούτε καν έχουν διαβάσει τα επιχειρήματά
τους. Επειδή διαφωνείτε μαζί μας, δεν πρέπει να έχετε δημόσιο λόγο. Το
μονοπώλιο της αλήθειας...
Η
αντίληψη αυτή είναι απλωμένη και σε άλλους τομείς της κοινωνίας μας.
Για παράδειγμα, στην οικογένεια. Οι γονείς αισθάνονται δυσκολία να
συζητήσουν με τα παιδιά τους, ιδίως όταν αυτά βρίσκονται στην εφηβεία.
Δεν έχουν την υπομονή οι μεγάλοι να αντέξουν την εφηβική αμφισβήτηση,
κάποτε και επιχειρήματα που είναι εντελώς συναισθηματικά, στιγμιαία,
γενικά, άδικα. Αντί να πείσουν όμως, απαγορεύουν την συζήτηση. Δείχνουν
έτσι ένα πρόσωπο φοβικό. Αφήνουν τα παιδιά με πολλά παράπονα και,
κυρίως, με την αντίληψη ότι οι γονείς δεν συζητούνε. Το ότι θα υπάρχει
διάλογος, δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην
θα υπάρχει συμφωνία. Δεν χρειάζεται προφανώς οι γονείς να ικανοποιήσουν
αιτήματα ή να αποδεχτούν επιχειρήματα. Χρειάζεται όμως να ακούσουν. Να
νιώσουν ότι υπάρχει κι άλλη άποψη, με σεβασμό που δεν μειώνει.
Αντίστοιχες
νοοτροπίες καλλιεργούνται από φοβικούς ανθρώπους και στην εκκλησιαστική
πραγματικότητα. Ένας δογματισμός που αρνείται αναζητήσεις και
αμφιβολίες, που αρνείται την άλλη πλευρά, μία εμμονή στο θέσφατο των απόψεων το οποίο βαφτίζεται «αλήθεια», ενώ είναι «η αλήθεια μας» και όχι κατ’ ανάγκην
η μόνη αλήθεια, οδηγεί σε απόρριψη των άλλων πριν καν ακουστούν. Αλλά
και στην πολιτική και στην φιλοσοφία και στην εργασία και στο σχολείο,
σε κάθε μορφή συνύπαρξης και κοινωνίας, αν δεν μάθουμε να λέμε και να
πιστεύουμε ότι «ελάτε να συζητήσουμε», η ποιότητα της κριτικής μας
σκέψης θα παραμένει υποβαθμισμένη και η πόρτα της αυθεντικής κοινωνικότητας θα παραμένει κλειστή.
«Ελάτε όπως είστε», είχε πει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στους νέους σχεδόν είκοσι χρόνια πριν. Ας τον θυμηθούμε στην πράξη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός