† Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης
Ο καθένας κι όλοι μαζί ας αφήσουμε τον εαυτό μας κι όλη μας τη ζωή στο Χριστό και Θεό μας. Όλες οι δεήσεις της Μεγάλης Συναπτής είναι προτροπές του λειτουργού προς το λαό, που τελειώνουν η κάθε μια με το «δεηθώμεν». Η τελευταία τώρα, με την οποία κλείνει ο κατάλογος των δεήσεων, τελειώνει με το «παραθώμεθα».
Αφού ζητήσαμε από το Θεό όσα μας χρειάζονται στο βίο μας και
τελευταία σε μια απευθείας αναφορά επικαλεσθήκαμε τη χάρη του για τη
σωτηρία μας, τελειώνουμε λοιπόν τις δεήσεις κι αφήνουμε τον εαυτό μας με
εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. «Της Παναγίας, Αχράντου,
Υπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών, Θεοτόκου και αειπάρθένου Μαρίας,
μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν
την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Δηλαδή· ας θυμηθούμε
την Παναγία, άχραντη, ευλογημένη, ένδοξη κυρία μας Θεοτόκο και
αειπαρθένο Μαρία μαζί με όλους τους Αγίους κι ας αφήσουμε ο καθένας μας
κι όλοι μαζί τον εαυτό μας κι όλη μας τη ζωή στο Θεό μας Ιησού Χριστό.
Καθώς είμαστε στην είσοδο και μπαίνουμε στην ιερή τελετουργία, δεν
ξεχνάμε να καλέσουμε, για να μας βοηθούν και να πρεσβεύουν στην προσευχή
μας, την Υπεραγία Θεοτόκο κι όλους τούς Αγίους. Ανοίγει αμέσως εμπρός
μας ο φωτεινός και ζωντανός κόσμος της Ορθοδοξίας. Γιατί ξεχωριστό
γνώρισμα της ορθόδοξης λατρείας είναι η τιμή στους Αγίους του Θεού.
Πρώτα βέβαια στην Υπεραγία Θεοτόκο, που είναι η «αγία αγίων μείζων». Η
θέση της Παρθένου Μαρίας στην πίστη μας και το όνομά της «Θεοτόκος»
είναι, για να πούμε έτσι, το κλειδί της Ορθοδοξίας. Η τρίτη οικουμενική
Σύνοδος δογμάτισε και είπε· «Ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι»·
ομολογούμε πως η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, επειδή ο Θεός Λόγος
σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος. Το «Θεοτόκος» ανοίγει τη θύρα, για να
μπούμε στον άγιο ναό, που είναι το μυστήριο της θείας ενανθρώπησης.
Σ’ ένα αρχαίο βιβλίο της Εκκλησίας, που γράφτηκε αμέσως ύστερα από τα
βιβλία της Καινής Διαθήκης, διαβάζομε τα εξής για τους Αγίους· «Τον
Ιησούν Χριστόν, Υιόν όντα του Θεού, προσκυνούμε· τους δε μάρτυρας ως
μιμητάς του Κυρίου αγαπώμεν αξίως, ένεκα εννοίας ανυπερβλήτου της εις
τον ίδιον βασιλέα και διδάσκαλον ων γένοιτο και ημάς κοινωνούς τε και
συμμαθητάς γενέσθαι». Δηλαδή· τον Ιησού Χριστό, που είναι Υιός του Θεού,
τον προσκυνούμε· και τους μάρτυρες της πίστεως τους αγαπάμε καθώς τους
αξίζει, για την αξεπέραστη αγάπη τους στον βασιλέα και διδάσκαλο· μακάρι
κι εμείς να είμαστε μαζί τους και συμμαθητές τους. Η γλυκύτερη
παρηγοριά, που μας δίνει η Εκκλησία, είναι ότι μας κρατάει ενωμένους με
την αγάπη όλους τους οικείους της πίστεως, από την αρχή μέχρι σήμερα·
όχι μόνο τους ύστερα από το Χριστό, αλλά και τους πριν.
Αυτή η τιμή προς τους Αγίους, σαν γνώρισμα της ορθόδοξης Εκκλησίας, έχει μια πολύ βαθειά σημασία για την πίστη μας και για τον βίο μας.
Διαρκώς το λέμε και το γράφουμε ότι αυτό που λέμε ήθος, αρετή, αγιοσύνη
δεν διδάσκεται στους ορθόδοξους λαούς σαν θεωρητικός κανόνας, σύμφωνα
με τον οποίο θα ζήσει ο πιστός. Αλλά η αρετή και η αγιοσύνη είναι κάθε
φορά ένα γεγονός κι ένα ζωντανό παράδειγμα στα πρόσωπα των Αγίων. Όχι η
δικαιοσύνη, αλλά ο δίκαιος· όχι η πραότητα, αλλά ο πράος· όχι η
αγιότητα, αλλά ο άγιος. Ο άνθρωπος δηλαδή, η εικόνα του Θεού, επάνω στην
οποία βλέπουμε την αρετή και την αγιοσύνη. Γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος
λέει πως οι Άγιοι είναι «εικόνες έμψυχοι», εικόνες δηλαδή ζωντανές της
αρετής και της αγιοσύνης.
«Μετά το εύξασθαι περί πάντων», ερμηνεύει ο Νικόλαος ο Καβάσιλας, για
τον οποίο είπαμε στα προηγούμενα, «εαυτούς κελεύει τω Θεώ
παρατίθεσθαι». Δηλαδή· αφού ευχηθούμε για όλα, ύστερα ο λειτουργός
προτρέπει να αφήσουμε τον εαυτό μας στο Θεό. Αυτό θα το ακούσουμε πολλές
φορές ως το τέλος της θείας Λειτουργίας, κι είναι από τα πιο κρίσιμα,
θα λέγαμε, σημεία της προσευχής. Όλη η πίστη, όλη η εμπιστοσύνη κι ότι
μπορείς πιο πολύ να κάνεις είναι να αφήσεις τον εαυτό σου στο Θεό. Όλοι
οι Άγιοι είναι άνθρωποι αφημένοι στο Θεό, κι αυτοί μόνο μπορούν να μας
πουν και να μας βεβαιώσουν τι ακριβώς είναι η ανάπαυση, για την οποία
λέει ο Ιησούς Χριστός «καγώ αναπαύσω υμάς». Ελάτε κοντά μου κι
αφήστε τον εαυτό σας σε μένα· τη ζωή σας με τις δυσκολίες και τα
προβλήματά της, τον κόπο σας και τον αγώνα σας, τις ανησυχίες και τις
αγωνίες σας. Και θα βρείτε ανάπαυση· θα βρείτε δύναμη για να παλέψετε,
και ασφάλεια για να ξεθαρρέψετε, και ειρήνη για να ζήσετε.
Πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είμαστε καθόλου έτοιμοι για να
καταλάβουμε και να δεχθούμε το «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν
ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Και το ακούμε πολλές φορές στη θεία
Λειτουργία, ακριβώς για να το προσέξουμε και να το σκεφθούμε καλά. Μας
τραβάνε τα πράγματα του κόσμου και μας βγάζουν από τον εαυτό μας. Η
μέριμνα, για την οποία λέει ο Ιησούς Χριστός στο Ευαγγέλιο, είναι το
κομμάτιασμα και το σκόρπισμα του εαυτού μας μέσα στα πράγματα του κόσμου
και τις περιστάσεις του βίου. Στον καιρό μας αυτή η μέριμνα έχει τόσο ενταθεί,
που δεν μπορούμε πια να ζήσουμε· μας πνίγει το άγχος, μας γονατίζει ο
κόπος, μας σφίγγει η αγωνία, μας παραλύει ο φόβος. Ανάπαυση και ειρήνη
δεν έχουμε κι όταν ακόμα δεν μας λείπουν τα αγαθά· και τότε είμαστε
κουρασμένοι, κουρασμένοι από τη χορτασιά. Γιατί η χορτασιά και η
πλησμονή κουράζουν περισσότερο από την ανέχεια και τη στέρηση.
Αλλά οι πιστοί συναζόμαστε για να βρούμε τον εαυτό μας, επειδή μέσα
στη θάλασσα του βίου πνιγόμαστε και χανόμαστε κάθε ώρα. Συναζόμαστε για
να στηριχθούμε ο ένας στον άλλον κι όλοι μαζί στο Θεό· «εις το
στηριχθήναι και συμπαρακληθήναι», καθώς γράφει ο Απόστολος προς
Ρωμαίους, για να στηριχθούμε και να βρούμε ξεκούραση ο ένας στον άλλο.
«Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα» προτρέπει ο λειτουργός κι ο λαός μ’ ένα στόμα
απαντά «Σοι Κύριε». Είναι η τρίτη αυτή απάντηση μετά το «Αμήν» και το
«Κύριε ελέησον» και θέλει να πει· «Ναι, Κύριε, σε σένα αφήνομε τον εαυτό
μας και στα χέρια σου εμπιστευόμαστε όλη μας τη ζωή». Πόσο, αλήθεια,
πιο εύκολα και πιο αυθόρμητα μπορούμε να το πούμε αυτό όλοι μαζί κι ο
καθένας για τον εαυτό του, μέσα στη σύναξη της Εκκλησίας, όπου ο ένας
στέκει κοντά στον άλλον και παίρνει θάρρος μαζί με τον αδελφό του! Είναι
μεγάλη η δύναμη του καθένα μας μέσα στη σύναξη της Εκκλησίας, γιατί δεν
προσεύχεται μόνος του, αλλά μαζί με όλους τους Αγίους. Όχι μόνο
εκείνους τους πριν από μας, αλλά κι αυτούς που είναι τώρα εδώ μαζί μ’
εμάς· κι είναι πάντα πολλοί άγιοι μεταξύ μας κι ας μην τους ξέρουμε.
Όλοι, και εκείνοι και εμείς, συναγμένοι στο όνομα του Ιησού Χριστού,
τελούμε τώρα τη θεία Λειτουργία. Και η σύναξη μας αυτή δεν είναι ένα ανώνυμο πλήθος λαού, ένας όχλος απρόσωπος, αλλά μια κοινωνία προσώπων, που προσεύχονται ο ένας για τον άλλον κι όλοι μαζί για όλους. Αυτό θα πει το «εαυτούς και αλλήλους».
Ο ερμηνευτής της θείας Λειτουργίας Νικόλαος ο Καβάσιλας, σχετικά με
το «παραθώμεθα», λέει πάλι τα εξής αξιοπρόσεκτα. «Δεν είναι σε όλους
εύκολο να αφήνουν τον εαυτό τους στο Θεό. Επειδή λοιπόν αυτό το πράγμα
χρειάζεται και γενναίο φρόνημα και μελέτη, γι’ αυτό καλούμε για να μας
βοηθήσουν την Παναγία Μητέρα του Θεού κι όλους τους Αγίους κι έτσι
αφηνόμαστε στο Θεό». Η κάθε λοιπόν ευχαριστιακή σύναξη είναι μια
συλλειτουργία «μετά πάντων των αγίων» και μια παράθεση ή αφιέρωση της
Εκκλησίας στο Θεό. Αυτή η τελευταία δέηση, μάλλον δε προτροπή, του
λειτουργού φανερώνει όλη την ιερότητα της λογικής λατρείας κι όλο το
πλούσιο και μοναδικό κοινωνικό νόημα της θείας Λειτουργίας. Όλη η
Εκκλησία, όλη η κοινωνία των πιστών όχι μόνο ζητά να λάβει, αλλά και
παραδίνεται και αφήνεται στο Θεό, σαν ένα ομόψυχο, ζωντανό και λογικό
αφιέρωμα. Άλλα λόγια ανθρώπινα δεν εκφράζουν τόσο καλά τον πιστό
χριστιανό όταν προσεύχεται, σαν τα λόγια αυτά της θείας Λειτουργίας·
«εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Αμήν.