«Ποιος είναι ο σκοπός όταν συναντιόμαστε οι άνθρωποι; Πρώτα η αγάπη. Δεύτερον να ακούμε λόγο Θεού. Έπειτα, για να καταλαβαίνουμε την πνευματική μας κατάσταση» (Αββάς Δωρόθεος)
Η κοινωνικοποίηση συμπεριλαμβάνει τις φιλίες, τις παρέες, τον έρωτα. Ο άνθρωπος πλάσθηκε ως ύπαρξη κοινωνική και κοινωνούσα. Θεωρείται και είναι απαραίτητη δεξιότητα η συνύπαρξη, η συνάντηση με τους άλλους. Η οικογένεια, το σχολείο, η εργασία, η διασκέδαση, τα ταξίδια, τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ καθορίζουν, συμβάλλουν ή λειτουργούν, ενίοτε, αρνητικά στον δρόμο αυτό που είναι τρόπος ευτυχίας ή και ματαίωσης.
Στους καιρούς μας έχει επικρατήσει το πρότυπο του επιθυμητικού ανθρώπου. Μόνο που οι επιθυμίες δεν έχουν να κάνουν με τον τρόπο της εξόδου μας από την προτεραιότητα του εγώ μας, αλλά υπερτονίζουν το αντίθετο: ότι οι άλλοι υπάρχουν για να περιστρέφονται γύρω από εμάς, να μας υπηρετούν, να είναι έτοιμοι να εκπληρώσουν τα θέλω μας, σαν να έχουν την υποχρέωση να το πράξουν επειδή εμείς είμαστε μοναδικοί και το αξίζουμε. Δεν είναι μόνο το ότι μεγαλώνουμε ως μικροί πρίγκιπες στις οικογένειες. Είναι και ο δικαιωματισμός, ο οποίος έχει κυριαρχήσει ως ιδεολογία της εποχής, με αποτέλεσμα η αγάπη, η προσφορά, η ταπεινότητα, η πρόταξη του συν-υπάρχειν να αντιμετωπίζεται ως σχήμα του χτες. Ο δυτικός πολιτισμός έχει λησμονήσει την συλλογικότητα, που έχει ως πυρήνα της “να πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, διότι αλλιώς είμαστε κιόλας νεκροί” (Τ. Λειβαδίτης). Γι’ αυτό και ένα ικανό τμήμα των λαών αισθάνεται παγιδευμένο στον θρίαμβο του εγωκεντρισμού και παρασύρεται από εύκολες λύσεις που του τάζουν δημαγωγοί και ακραίοι ηγέτες, αποδομώντας την δημοκρατία, το κατεξοχήν πολίτευμα συνύπαρξης.
Η ασκητική παράδοση της πίστης μας επισημαίνει τρεις αλήθειες, στις οποίες χρειαζόμαστε εκπαίδευση, δηλαδή μάθηση πνευματικού αγώνα. Συναντιόμαστε για να αγαπούμε και επειδή αγαπούμε, δηλαδή βγαίνουμε από τον εαυτό μας, προσπαθούμε να δούμε την ζωή μέσα και από τα μάτια του άλλου. Συναντιόμαστε για να μοιραζόμαστε τον λόγο του Θεού, τις εντολές Του, στις οποίες κλειδί είναι η αγάπη τόσο για Εκείνον, όσο και για τον συνάνθρωπο. Συναντιόμαστε για να κατανοούμε την κατάσταση της καρδιάς μας, να μπορούμε δηλαδή να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να βλέπουμε σε τι υστερούμε. Σίγουρα δεν συναντιόμαστε για να κάνουμε επίδειξη των όποιων “κατορθωμάτων” μας, ούτε για να χρησιμοποιήσουμε τους άλλους ως αντικείμενα των επιθυμιών μας, ούτε για να δείξουμε ότι έχουμε πάντα δίκιο.
Αυτός ο δρόμος υπερβαίνει τις προτεραιότητες του πολιτισμού μας, ενώ βρίσκει το μέσα του ανθρώπου, αποκαλύπτοντας αυτό που είναι η ανάγκη μας για να ευτυχήσουμε, δηλαδή την δίψα για αγάπη και κοινωνία. Παρότι φαίνεται παρωχημένος για τα ιδεολογικά συστήματα που κυριαρχούν και έχουν πείσει τις καρδιές των ανθρώπων ότι δεν χρειαζόμαστε τον Θεό, εντούτοις είναι αυθεντικός. Μπορεί η Εκκλησία να μην καταφέρνει να τον καταδείξει σε ευρύτερη κλίμακα, γιατί έχει ταυτιστεί με την αγάπη της ελεημοσύνης, όμως το ήθος της δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι μεγαλύτεροι ας είμαστε αποφασισμένοι ότι δεν λυτρώνει η συνάντηση χωρίς αγάπη, χωρίς την αλήθεια που είναι το Ευαγγέλιο και τα μηνύματά του, χωρίς επίγνωση της πραγματικής μας κατάστασης, που δεν μπορεί να περιορίζεται στην βελτίωση των οικονομικών μας, στην ιδέα του μεταθανάτιου μηδενισμού, στο πόσο λιγότερο μόνοι αισθανόμαστε, αλλά με κριτική της έλλειψης αρετής. Κι αυτό ας το περνάμε στους μικρότερους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός