«Δεν μπόρεσα να γίνω αττικός, είμαι βόρειος Βαλκάνιος», χαριτολογούσε το 2022 από τη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής. Αλλά το δίλημμα υπήρχε πάντα μέσα του.
Το ομολόγησε: «Οταν έρθει η ώρα να με θάψουνε, πού, άραγε; Εδώ ή εκεί πέρα;». Και τραγούδησε «μπροστά στην πύλη θα σταθώ/με τις κουβέρτες στη μασχάλη/ Κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω τον φρουρό». Ισως έκανε και κάποιο νεύμα. Ισως, τότε, να συντελέστηκε ένας πρώτος αποχαιρετισμός.
Βέβαια μετά τον «ανακάλεσε», και με άλλες εμφανίσεις, με την τόσο δραστική παρουσία του. Μας ξεγελούσε και το πίστευε. Δεν ήθελε να αφήσει το πάρτι της ζωής, όπως είχε εξομολογηθεί χαμογελώντας εύθυμα και πονηρά όταν συμπλήρωσε τα 80 χρόνια του.
Ηταν μια προφητική συναυλία-παράσταση αυτή, πριν από τρία χρόνια, με τίτλο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη». Προφητική γιατί παρέμεινε ανεξίτηλη με πολλούς τρόπους.
Πάντα μας φιλοδωρούσε με μικρές παρλάτες που σκάρωνε, αφηγήσεις, ιστορίες συναρπαστικές όσες φορές κι αν τις ακούγαμε, γιατί ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε τον δικό του τρόπο να διηγείται. Παραμυθάς μέγιστος και καθοριστικός.
«Είδε» και κατάλαβε τις ζωές μας, έβαλε στίχους και μουσική, ώστε καμία στιγμή του βίου να μη μείνει ανεόρταστη. Ακόμη και οι αποχαιρετισμοί, οι θλίψεις, οι καταθλίψεις, οι εσωτερικές εξεγέρσεις, οι περιπλανήσεις στην πόλη, στην πολιτική, στην ιστορία, στον εαυτό μας, είχαν το τραγούδι τους.
Του οφείλουμε τη «φωνή μας», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Αλλά όπως είχε πει εκείνη τη βραδιά, «όλα είναι εδώ, τίποτα δεν χάνεται. Κι αυτοί που έφυγαν, εδώ είναι. Καταγόμαστε από τόπους φωτός». Με αυτή την προτροπή, λοιπόν, γράφουμε κι αυτό το, εν θερμώ, σημείωμα.
Τελευταία φορά τον συναντήσαμε από κοντά το καλοκαίρι του 2024 για μια συνέντευξη, με αφορμή τη συναυλία του στο Ηρώδειο για τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.
Τον προσέχαμε γιατί η υγεία του ήταν εύθραυστη. Φορούσαμε μάσκα όταν χρειαζόταν να τον πλησιάσουμε (κυρίως η φωτογράφος Ελισάβετ Μωράκη ήταν πολύ προσεκτική στις κοντινές λήψεις).
Αλλά εκείνος έδειχνε ατρόμητος, παρέμενε σοβαρός ακόμη κι όταν ανέσυρε ανέκδοτα στιγμιότυπα από το παρελθόν, θυμόταν ιστορίες από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Θεσσαλονίκη (ετοίμαζε τότε και την αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα), κρατούσε κάποιες στιγμές το τέμπο με τα δάχτυλά του στο γραφείο, έλεγε ότι «οι λέξεις έχουν τον ήχο τους».
Και στο βλέμμα του υπήρχε πάντα η λάμψη όταν ενέκρινε την απάντησή του στο ερώτημα ή μια φευγαλέα σκιά όταν δεν έμενε ευχαριστημένος. Και έβρισκε πάντα τον στόχο, τον πυρήνα, δεν ξοδευόταν σε φλυαρίες. Οπως όταν σχολίασε ότι εκείνη την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης «μπορεί να τραγουδούσες με ενθουσιασμό Μίκη Θεοδωράκη και ύστερα από λίγο σου κόλλαγε το “Κυρά Γιώργαινα ο Γιώργος σου πού πάει!”. Διότι και η ελαφρότητα έχει δικαίωμα στην ψυχή».
«Από πού αντλείτε αντοχές; Φέτος συμπληρώνετε τα 80», τον ρωτήσαμε. «Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει». «Και πώς το διατηρείτε “παιδί” και δεν μεγαλώνει;», επιμείναμε. «Κορόιδο είμαι να το αφήσω να μεγαλώσει; Αυτό με τρέφει», απάντησε, τονίζοντας τη φράση με σαββοπουλικό οίστρο. «Για πολλά χρόνια μάλιστα, όχι τώρα πια, όταν πήγαινα το πρωί να πλυθώ έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη επτά χρόνων».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ρυθμός εντός μας. Και θα παραμείνει.