H Σοφια Βεμπο,η τραγουδιστρια της Νικης,στην διαρκεια της κατοχης -αφου πρωτα φυλακιστηκε για την δραση της- διεφυγε μεταμφιεσμενη στην Μεση Ανατολη ακολουθωντας τα ελληνικα στρατευματα. Δεκαοκτω χιλιαδες χρυσες λιρες προσεφερε για τις αναγκες των στριατιωτων, ολα τα χρηματα που εβγαλε τραγουδωντας εκει.
Οπως ειχε πει: ''Ο καθένας έδωσε κάτι σε αυτόν τον πόλεμο, άλλος τα μάτια του, άλλος τα πόδια του, άλλος τα χέρια του. Εγώ τι έδωσα;Την φωνη μου,που καλή ή κακή,την εχω ακομα ακεραιη και ζωντανη. Δεν μου χρωσταει λοιπον τιποτα,ουτε η Ελλαδα αλλα ουτε και το ελαφρο τραγουδι. Εγω τους χρωσταω τα παντα γιατι αυτα με κανανε Βεμπο''.
[...]Και
 η Ελληνίδα ηρωίδα θα συνεχίζει -ακόμη και σήμερα- να εμψυχώνει 
πατριωτικά τους Έλληνες, θυμίζοντας, πως, αν και οι Γερμανοί, κατοχικοί 
ιμπεριαλιστές -διά νόμου- της απαγόρευαν να τραγουδάει γιατι ξεσήκωνε τα
 πλήθη, εκείνη συνέχιζε. Η απαγορευτική αυτή διαταγή είχε αριθμό 
εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 13/2, ημερομηνία εκδόσεως την 9ην Αυγούστου 
1941 και ήταν υπογεγραμμένη από τον Κάρλο Μέολι, αντισυνταγματάρχη των 
Καραμπινιέρων. 
Όμως, στις 17 Αυγούστου 1941, ημέρα Κυριακή, στο θέατρο «Αθήναιον» στην συμβολή των οδών Πατησίων και Μάρνη, απέναντι ακριβώς από το Εθνικό Μουσείο, συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο, που επέδρασε αποφασιστικά στη ζωή της Βέμπο. Εκείνη επισκέφθηκε εθιμοτυπικά το θέατρο, στη βραδινή του παράσταση, για να χαιρετίσει τους συναδέλφους της, που έπαιζαν ένα συνηθισμένο κατοχικό έργο. Το θέατρο ήταν κατάμεστο από θεατές και όταν αντελήφθησαν την παρουσία της Βέμπο, άρχισαν ρυθμικά, δυνατά και επίμονα να ζητούν να τους τραγουδήσει το αγαπημένο τους τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά...». Αυτό -βεβαίως- ήταν απαγορευμένο από τις Αρχές Κατοχής και συνεπώς επικίνδυνο και για τη Βέμπο, αλλά και για το θέατρο. Εκείνη, λοιπόν, αρνήθηκε ευγενικά για τους λόγους αυτούς, αλλά το κοινό, πάντοτε ζωηρό, απαιτητικό και αμετάπειστο συνέχισε να της ζητά να τραγουδήσει.
Η Βέμπο έμεινε διστακτική στην αρχή.
Πάλεψε μέσα της η ψυχρή λογική της γυναίκας, με τη φλογερή εθνική παρόρμηση της Ελληνίδας.
Και νίκησε τελικά η Ελληνίδα.
Ανέβηκε ύστερα γρήγορα στη σκηνή, άρπαξε βιαστικά στα χέρια της το μικρόφωνο και με εκείνη την υπέροχη δυνατή φωνή της, άρχισε να τραγουδά το τραγούδι της «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά...».
Και τότε ολόκληρο το θέατρο σείστηκε κυριολεκτικά από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.
Κατόπιν, όλοι οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και σαν μια μυριόστομη χορωδία, συνόδευσαν συγκινημένοι την Σοφία στις μελωδικές στροφές του υπέροχου τραγουδιού της.
Αλλά αυτό πια δεν ήταν τραγούδι.
Ήταν πολεμικό εμβατήριο, ήταν αγωνιστικός Θούριος, ήταν νικητήριος Παιάνας...
Κι έτσι, εκείνο το βράδυ, η θεατρική παράσταση από μια συνηθισμένη καλλιτεχνική εκδήλωση εξελίχθηκε -εντελώς αυθόρμητα- σ' ένα ξέφρενο πατριωτικό παραλήρημα, σ' ένα έξαλλο εθνικό πανηγύρι, σε μια δημόσια λαική εορτή!
Κι όπως έλεγε ο Δημήτρης Καμπούρογλου: ''Παραπονούμεθα διά την ασθενή μνήμην μας, ενώ θα έπρεπε μάλλον να παραπονούμεθα διά την ασθενή λήθην μας.
Όπερ σημαίνει: ''Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει!''
Όμως, στις 17 Αυγούστου 1941, ημέρα Κυριακή, στο θέατρο «Αθήναιον» στην συμβολή των οδών Πατησίων και Μάρνη, απέναντι ακριβώς από το Εθνικό Μουσείο, συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο, που επέδρασε αποφασιστικά στη ζωή της Βέμπο. Εκείνη επισκέφθηκε εθιμοτυπικά το θέατρο, στη βραδινή του παράσταση, για να χαιρετίσει τους συναδέλφους της, που έπαιζαν ένα συνηθισμένο κατοχικό έργο. Το θέατρο ήταν κατάμεστο από θεατές και όταν αντελήφθησαν την παρουσία της Βέμπο, άρχισαν ρυθμικά, δυνατά και επίμονα να ζητούν να τους τραγουδήσει το αγαπημένο τους τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά...». Αυτό -βεβαίως- ήταν απαγορευμένο από τις Αρχές Κατοχής και συνεπώς επικίνδυνο και για τη Βέμπο, αλλά και για το θέατρο. Εκείνη, λοιπόν, αρνήθηκε ευγενικά για τους λόγους αυτούς, αλλά το κοινό, πάντοτε ζωηρό, απαιτητικό και αμετάπειστο συνέχισε να της ζητά να τραγουδήσει.
Η Βέμπο έμεινε διστακτική στην αρχή.
Πάλεψε μέσα της η ψυχρή λογική της γυναίκας, με τη φλογερή εθνική παρόρμηση της Ελληνίδας.
Και νίκησε τελικά η Ελληνίδα.
Ανέβηκε ύστερα γρήγορα στη σκηνή, άρπαξε βιαστικά στα χέρια της το μικρόφωνο και με εκείνη την υπέροχη δυνατή φωνή της, άρχισε να τραγουδά το τραγούδι της «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά...».
Και τότε ολόκληρο το θέατρο σείστηκε κυριολεκτικά από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.
Κατόπιν, όλοι οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και σαν μια μυριόστομη χορωδία, συνόδευσαν συγκινημένοι την Σοφία στις μελωδικές στροφές του υπέροχου τραγουδιού της.
Αλλά αυτό πια δεν ήταν τραγούδι.
Ήταν πολεμικό εμβατήριο, ήταν αγωνιστικός Θούριος, ήταν νικητήριος Παιάνας...
Κι έτσι, εκείνο το βράδυ, η θεατρική παράσταση από μια συνηθισμένη καλλιτεχνική εκδήλωση εξελίχθηκε -εντελώς αυθόρμητα- σ' ένα ξέφρενο πατριωτικό παραλήρημα, σ' ένα έξαλλο εθνικό πανηγύρι, σε μια δημόσια λαική εορτή!
Κι όπως έλεγε ο Δημήτρης Καμπούρογλου: ''Παραπονούμεθα διά την ασθενή μνήμην μας, ενώ θα έπρεπε μάλλον να παραπονούμεθα διά την ασθενή λήθην μας.
Όπερ σημαίνει: ''Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει!''
Ολόκληρο το άρθρο ΕΔΩ

