Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ


Του Αρχιμ. Γρηγορίου, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Δοχειαρίου Αγ. Όρους
…Εκεί όμως που έβλεπε κανείς φανερά τη μοναχική επίδραση και πόση πέραση είχε ο λόγος των Γεροντάδων, ήταν η καθημερινή οικογενειακή ζωή.
Η γυναίκα -αυτός ο τυπικάρης του σπιτιού-ευθύς ως εγειρόταν από την κλίνη, ένιβε το πρόσωπό της (αυτήν ακριβώς τη λέξη χρησιμοποιούσαν) άναβε το καντήλι κι έβαζε λιβάνι στο θυμιατό: -Πιο καλά, μου έλεγε η μάνα μου, να ‘έχω λιβάνι, παρά ψωμί. Έκανε τις προσευχές της κι έπειτα άρχιζε το συγύρισμα του σπιτιού, λέγοντας στην κάθε κίνηση. -Έλα, Παναγιά μου. Έβαζε στην παραστιά το φαγητό: -Έλα, Παναγιά μου. Σερβίριζε, σταύρωνε πρώτα με την κουτάλα το φαγητό. Πρώτη μερίδα ήταν του Χριστού, του ξένου, του φτωχού.
Έκοβε ό πατέρας το ψωμί, αφού πρώτα το σταύρωνε με το μαχαίρι. Κανείς δεν έπιανε ψωμί χωρίς να κάνει σταυρό και κανείς δεν εγειρόταν από την τράπεζα χωρίς σταυρό. Μετά το φαγητό ούτε μεζέ δε γευόταν.
Σου έλεγαν: -Ευχαριστώ, έκανα σταυρό. Η φράση: -Πιάσε ψωμί, που σημαίνει, φάγε, ήταν κοινή και στο Μοναστήρι και στον κόσμο. Ο Γέροντας, μόλις πήγαινες στο μοναστήρι, σου ‘λεγε: -Πήγαινε στην τράπεζα, να πιάσεις ψωμί. Η παρουσία στην τράπεζα όλων των μελών της οικογένειας ήταν υποχρεωτική. Η αδικαιολόγητη απουσία χαλούσε την ειρηνική ατμόσφαιρα της οικογένειας.
Η δουλειά στο χωράφι είχε το μεσημέρι μια μικρή ξεκούραση, και για τον άνθρωπο και για τα ζώα που τραβούσαν το αλέτρι.
Με το χτύπημα της καμπάνας του χωρίου, που σήμαινε κάθε μεσημέρι δώδεκα φορές, έλυνε τα βόδια από τον ζυγό και τους μοίραζε άχυρα, να πιαστούν κι αυτά λίγο. Και ο πατέρας στον απότοιχο, καθισμένος στο απάγκιο της ξερολιθιάς, έριχνε στους ώμους του τη λεγόμενη πατατούκα (χοντρό σακάκι) κι έπιανε ψωμί. Λίγες μπουκιές και αραιές. Το ψωμί ήταν συνήθως ξερό κι οι ελιές πικρές, για να υπάρχουν όλο τον χρόνο. Από το φλασκί έπινε και κάποιες ρουφηξιές κρασί. Όταν τέλειωνε το φτωχό προσφάι, έβγαζε από την τσέπη της πατατούκας την ιερή φυλλάδα με τον βίο του Αγίου της ημέρας. Διάβαζε σα να ήταν κήρυκας των περασμένων χρόνων. (Εγγύτερα βλέπεις τα νησιά στην Ανατολή, αγαπούσαν το πομπώδες ύφος). Καθισμένος στο τσουβάλι με τα άχυρα, ένιωθα σα μαθητής του Χριστού. Ξέχναγα το κρύο, την κούραση, τη δουλειά. Για ένα μόνο φρόντιζα, ν’ ακούω την ταπεινή εκείνη ανάγνωση. Ονειρευόμουνα έρημους και μαρτύρια σαν τις μεγαλύτερες και καλύτερες απολαύσεις στη ζωή του ανθρώπου. Δεν υπήρχε σπηλιά κι απόκρημνο μέρος, που να μην το λογάριαζα κατάλληλο τόπο άσκησης και προσευχής. Η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη και η Μ. Ασία είχανε γίνει τόποι πιο αγαπητοί κι από την ίδια την πατρίδα μου. Ο νους μου συνεχώς περιπόλευε σ’ εκείνα τ’ άγια μέρη. Όταν οι παππούδες πρόσφυγες από τη Μ. Ασία μας διηγούντο για το Λάτρος, και άλλοι για τα σπήλαια της Εφέσου και το Γαλήσιον Όρος, φτερούγιζε η ψυχή μου και νοσταλγούσε αυτούς τους τόπους.
Η γυναίκα ήταν οικοδέσποινα, που γύριζε πάντα στον χώρο της, στο σπίτι της, στη γειτονιά της. Αν ξεμάκραινε από τη γειτονιά της, αμέσως δημιουργούσε ερωτηματικά. Στην αγορά πήγαινε σε σπάνιες περιπτώσεις. Φύλαγε τον εαυτό της, να μη γίνεται προκλητική στους άλλους. Ήταν κι αυτό επίδραση από τα Μοναστήρια μας, που ούτε οι μοναχοί ούτε οι μοναχές -και μάλιστα αυτές- καθόλου δε φαίνονταν στην αγορά. Όλες οι γυναίκες ήταν με τα μαλλιά τους. Κουρεμένη εθεωρείτο η γυναίκα ελευθέρων ηθών. Και τα πολλά πλυσίματα στη γυναίκα είχαν κακό χαρακτηρισμό. Ήταν, βλέπεις, η γυναίκα ο θησαυρός της οικογένειας, που έπρεπε να φυλάγεται, για να υπάρχει ανέγγιχτος. Ιδιαίτερα μάλιστα πρόσεχε την ενδυμασία της, να είναι σεμνή. Στα υστερινά της έφερε ποδήρη χιτώνα κι είχε πάντοτε το κεφάλι σκεπασμένο. Στη χηρεία της ήταν ενδεδυμένη όπως η καλογριά. Ήτανε φίλεργες, ακούραστες και υπομονετικές. Από τις τρεις τη νύχτα δούλευε η σαΐτα στον αργαλειό, η βελόνα στο πλέξιμο, η σβία, το αντιβέρι και το αδράχτι για την κατεργασία του μαλλιού. Το ζύμωμα γινότανε τη νύχτα, δύο με τρεις. Το άρμεγμα των ζώων και η περιποίησή τους, όπως και το τυροκόμισμα του γάλακτος, ήταν πάντα στης γυναίκας τα χέρια και την απόλυτη φροντίδα. Ακόμα ξεψάριζε, έπλεκε και μπάλωνε τα δίχτυα. Και ο κόπος του πλυσίματος των ρούχων είναι αξιομνημόνευτος. Μπορώ ανεπιφύλακτα να ισχυριστώ πως η ζωή τους ήταν αληθινό μαρτύριο. Πάλευαν τη φτώχεια χωρίς να φαίνεται η ανέχεια τους και κάλυπταν τις στενοχώριες τους με τα εύθυμα αστεία τους. Και τον σκληρό κι αδέξιο άνδρα τους τον σκέπαζαν περισσότερο από τη μάνα που τον γέννησε. Καμιά οικογένεια δε φαινότανε φτωχιά, κι αυτό οφειλόταν στο ψυχικό μεγαλείο της μάνας.
Η μάνα ένιωθε μάνα για όλα τα παιδιά του κόσμου. Στην προσευχή της έλεγε: -Κύριε και Θεέ μου, έχε όλα τα παιδιά του κόσμου καλά κι ύστερα τα δικά μου. Αλλά και η ευχή: -Καλοφωτισμένα τα παιδιά σου, ήταν συνηθισμένη. Σαν ηγούμενος επισκεπτόμουνα τις μητέρες των μοναχών. Οι απλές μανάδες, που δεν τέλειωσαν σχολεία, με ρωτούσαν: -Ηγούμενε, έχεις ούλα τα παιδιά καλά; κι έπειτα ρωτούσαν για το δικό τους θρέμμα. Αύτη είναι η αληθινή κι ανεπιτήδευτη ελληνική αρχοντιά.
Η ευχή, ένα παιδί να δοθεί στην Εκκλησία, ήταν πάντα στο στόμα της μάνας. Τα τελευταία χρόνια μια καλή μάνα είπε στον γιο της: -Παιδί μου, οι μητέρες εύχονταν, μοναχός να γίνεις. Αλλά εσύ, έτσι που κατάντησες, τι να σου ευχηθώ;
Η μεγαλύτερη καταξίωση των γονιών ήτανε το δόσιμο των παιδιών στην Εκκλησία. Αυτοί οι γονείς ήταν καλότυχοι κι είχε μακαριά την κοιλία και τους μαστούς η μάνα που βάσταξε και θήλασε το παιδί.