“ Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;” (Ματθ. 9, 4)
“Γιατί εσείς κάνετε πονηρές σκέψεις στην καρδιά σας;”
Μία από τις προκλήσεις της ζωής μας είναι οι σκέψεις μας, οι λογισμοί μας. ΟΙ λογισμοί δεν είναι υπόθεση μόνο του νου. Είναι κυρίως υπόθεση της καρδιάς. Αν ήταν θέμα μόνο νου, θα ήταν αρκετή η αλλαγή νοοτροπίας ή μία λογική συζήτηση για το τι είναι καλό και τι κακό και τα πράγματα θα ήταν διαχειρίσιμα. Οι λογισμοί όμως πηγάζουν από την καρδιά μας και επιστρέφουν σ’ αυτήν, κατακτώντας την, με αποτέλεσμα να μας χαρακτηρίζουν συνολικά ως ανθρώπους, να γίνονται εμμονικοί, να γίνονται πάθη, να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτούς. Πέρα από την πατερική-ασκητική περιγραφή της λειτουργίας των λογισμών, οι οποίοι μας χτυπούν και εξωτερικά, από την επίδραση του διαβόλου και των δαιμόνων, όμως πάντοτε συναντούν ένα υπόστρωμα εσωτερικό, καρδιακό, που έχει να κάνει με την ελευθερία του ανθρώπου, με την επιθυμία του για δόξα, για ηδονή, για αγαθά, για αναγνώριση από τους άλλους, οι λογισμοί προϋποθέτουν τον διάλογο εντός μας μαζί τους, δηλαδή την σύμπραξη νου και καρδιάς, την συγκατάθεσή μας σ’ αυτούς, την υλοποίηση των σεναρίων που έχουμε πλάσει με βάση το τι μας υποδεικνύουν και την έμπρακτη εφαρμογή τους είτε με την στάση μας έναντι των άλλων ανθρώπων (μνησικακία, υποτίμηση, επιβολή) είτε με την χρήση των άλλων ως αντικειμένων για να υλοποιήσουμε την εξουσία που αισθανόμαστε ότι έχουμε ή δικαιούμαστε έναντι τους.
Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Συχνά οι λογισμοί μάς κάνουν να σχηματίζουμε ταμπέλες, να βάζουμε ετικέτες για τους άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να λειτουργούμε πάγια εις βάρος τους και όχι στην προοπτική της επανεξέτασης. Είναι το φαρμάκι της κατάκρισης που μας κάνει να απορρίπτουμε όχι πράξεις, αλλά ανθρώπους. Και το φαρμάκι αυτό πηγάζει από την καρδιά μας, διότι συνήθως θέλουμε να είναι οι άλλοι έτσι, όπως σκεφτόμαστε γι’ αυτούς, ώστε να δικαιώνουμε τους εαυτούς μας. Εμείς να φαινόμαστε ως οι καλοί. Αν η καρδιά μας είναι αγαθή, τότε η πρώτη μας σκέψη, ο πρώτος μας λογισμός για τους άλλους είναι καλός. Αν η καρδιά μας όμως είναι “γη άνυδρος”, τότε η σκέψη μας για τους άλλους είναι πονηρή. Νους πονηρός και καρδιά πονηρή γεννούν έναν πνευματικά θανάσιμο συνδυασμό, ο οποίος δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αγαπήσει, να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι έναντι του Θεού και του συνανθρώπου και να παλέψει για μετάνοια.
Το “γιατί;” του συνδυασμού αυτού το θέτει ο Χριστός στους γραμματείς της ιουδαϊκής θρησκευτικής παράδοσης, οι οποίοι, όταν είδαν ανθρώπους να φέρνουν μπροστά στον Κύριο έναν παραλυτικό για να τον γιατρέψει, και Εκείνος του συγχώρεσε τις αμαρτίες, αμέσως οι σκέψεις τους έγιναν πονηρές: με ποια εξουσία ο Χριστός συγχωρεί αμαρτίες, αφού δεν είναι ο Θεός. Ίδιον της πονηρής σκέψης η απιστία στον Θεό. Ίδιον της πονηρής σκέψης η ερμηνεία του Θεού κατά το δοκούν. Ίδιον της πονηρής σκέψης η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και μόνο σ’ αυτόν. Και ξεκάθαρο αποτέλεσμα της πονηρής σκέψης το να μην πιστεύουμε σ’ αυτά που βλέπουμε να γίνονται: στον Θεό και στα θαύματά Του, κάθε μορφής.
Ο Χριστός μάς διδάσκει ότι το κύριο σημείο-θαύμα που πραγματοποιεί ο Ίδιος είναι η άφεση των αμαρτιών μας, η συγχώρηση για το ότι κάναμε τον εαυτό μας θεό, για το ότι νους και καρδιά δεν αγαπούνε, εξερχόμενοι από την προτεραιότητα του εγώ, αλλά μάς καθιστούν έρμαια των παθών μας και, την ίδια στιγμή, κάνουν και τον άλλο δούλο τους και δούλο μας. Η άφεση των αμαρτιών γίνεται δωρεά υγείας και ζωής. Κι εδώ είναι η απάντηση της πίστης στο αδιέξοδο των πονηρών λογισμών, της πονηρής καρδιάς: το άνοιγμα στον Χριστό και η απόφασή μας να Του επιτρέψουμε να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας, αντί να είμαστε περήφανοι ή αδιάφοροι γι’ αυτές.
Ο Χριστός γιάτρεψε τον παραλυτικό. Ευλόγησε την πίστη, που κατέστησε την καρδιά τόσο εκείνου όσο και εκείνων που τον έφεραν μπροστά στον Κύριο γη αγαθή. Έδωσε ένα μήνυμα σε όσους επιμένουν να κρατούν την δική τους καρδιά “γη άνυδρο”. Και υπενθυμίζει σε όλους μας το θαύμα που ζει όποιος Τον πλησιάσει: την άφεση των αμαρτιών, που κάνει την αγαθή γη της καρδιάς έτοιμη να ξεριζώσει τα ζιζάνια των λογισμών. Προσευχή, μέτρο και άσκηση και πολλή αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας ανοίγουν τον δρόμο για να πλησιάσουμε τον Χριστό. Κυρίως, όμως, η αίσθηση ότι δεν είναι η σκέψη το κλειδί, αλλά η καρδιά. Ότι δεν επιτρέπονται όλα, αν αγαπάς, αλλά η αγάπη γίνεται αφετηρία υπέρβασης των λογισμών, ακριβώς διότι νικιέται η ρίζα τους: η υπερηφάνεια.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός