Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

EIΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ:ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ

 

Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον, καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ, τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται, καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καὶ ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν, Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις.

…Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ποὺ ἦταν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθεῖ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία […]. Γιατὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιὰ νὰ καθαρίσει.

Καὶ δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τόσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴ νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνει σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα· τὸ νὰ φρίττει δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμει ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίσει τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχει παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιεῖ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώει καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της. […] Τόσο ἡ ἀρετή της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνει κρυμμένη. […]

Γι αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τὰ πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωσαν σὰν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατὶ θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατὶ ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον, πρᾶγμα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἔπρεπε ὁ οἶκος ἐκεῖνος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ. […]

Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἄβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τὸν χῶρο. […] Γιατὶ, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦταν ἄβατα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχή της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.

Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθεῖ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώσει αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνει ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τὸ μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καὶ γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μὲ φύλλα. Τέλος καὶ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπὸ ὅλες πλάκες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τὸ νόμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια.

Τί λοιπὸν πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τὸ χῶρο, ἂν ὄχι οἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ᾿ Ἐκείνη; Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι᾽ αὐτήν. Καὶ μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τὸ νόμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν ἑαυτό του μόνο γι’ αὐτήν, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηκε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.

Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τόσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νὰ σκεφθοῦμε γιὰ τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μέτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τὸ ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

Αγ. Νικολάου Καβάσιλα