Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ:ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΑΚΕΛΑΡΙΤΙΣΣΑ

 

Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου Αμπελακίου-Μακελαρίτισσσας

Κάπου μισή ώρα μετά τη Μεγαλόπολη είναι το Λεοντάρι· ακολουθώντας το δρομολόγιο Λεοντάρι – Φαλαισία – Πετρίνα – Σπανέικα και πεζοπορώντας, περί το μισάωρο, φθάνουμε στο Μοναστήρι, το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε, ερχόμενοι από Σπάρτη… μισή ώρα μετά το χωριό Λογκανίκο…

Η Μονή Αμπελακίου βρίσκεται σε μια χαράδρα νοτιοανατολικά του Ταΰγετου…

Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο μοναστήρι, που, αν και η τοποθεσία δεν ευνοεί -φωλιάζει ανάμεσα σε απόκρημνα βράχια- οι Μοναχές κατάφεραν να το μεταβάλουν σε έναν «επίγειο παράδεισο».

Στο μέσο της χαράδρας είναι σπηλιά. Στα δεξιά και στα αριστερά της, τρυπούν τον ουρανό οι κορυφές ενός βράχου· στη μία υψώνεται ένας Σταυρός και στην άλλη, ο Ιερός Ναός της Αναλήψεως.

Στο εσωτερικό της Σπηλιάς, βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, που ονομάζεται «Παναγία η Μακελαρίτισσα» και θεωρείται μία από τις εβδομήντα Εικόνες του απόστολου και ευαγγελιστή Λουκά!

Εικάζεται, ότι, ένας Μοναχός -πιθανόν αγιορείτης- μετά την καταστροφή της Μονής του από τους Τούρκους, πήρε τη συγκεκριμένη εικόνα και, καταδιωκόμενος, βρήκε καταφύγιο στη Σπηλιά.

Αργότερα, βρέθηκαν εκεί τα οστά του Ασκητή και, σήμερα, φυλάσσονται πίσω από την Αγία Τράπεζα του Ναού της Αναλήψεως. Γύρω από τη σπηλιά, απλώνεται ένα μικρό αμπέλι εξ’ ου και, οι περίοικοι, γνωρίζουν την περιοχή με το όνομα «Αμπελάκι»· έτσι πήρε και το όνομα της η Μονή.

Το Μοναστήρι γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου και κάθε χρόνο πλήθος πιστών καταφθάνει για να προσκυνήσει την εικόνα της «Παναγίας της Μακελαρίτισσας» που θεωρείται θαυματουργή!

Η θεραπεία παραλυσίας, εγκεφαλικών πόνων, επιληψίας, στειρότητας και πολλά άλλα συγκαταλέγονται στα θαύματα της…

———————————————————————————–

Πώς ανακαλύφθηκε η εικόνα

.Με τον ακόλουθο τρόπο, φρόντισε ή Κυρία Θεοτόκος και φανέρωσε την αγία Εικόνα Της στη Παρασκευή θυγατέρα του κ. Χρήστου Τσούκα από το χωριό Τζίβα της Μαντινείας, πού απέχει μια ώρα έξω από την Τρίπολι.

Εκεί κατoικούσε ή Παρασκευή, ή οποία παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Ναίσόπουλο. Το ζευγάρι αυτό δεν έκανε παιδιά δικά του και υιοθέτησε ένα βρέφος σαράντα ήμερων από το χωριό Μπόσονα. Το παιδάκι αυτό, όταν μεγάλωσε και ήλθε σε ηλικία γάμου, το νύμφευσαν με μια ορφανή κόρη από το χωριό τους.

Ή Παρασκευή είχε μεγάλη στενοχώρια για τον άντρα της, ό οποίος, για συνοριακές διαφορές, σκότωσε τον αδερφό της και βρισκότανε τότε στη φυλακή τρία χρόνια, γιατί είχε δικαστεί για το φόνο του γυναικάδελφου του δέκα οκτώ (18) ολόκληρα χρόνια.

Ή Παρασκευή νύχτα μέρα πήγαινε στον τάφο του αδελφού της όπου έκλαιγε απαρηγόρητα για τον άδικο φόνο και χαμό του. Έκλαιγε επίσης κι από την άλλη μεριά για την καταδίκη του άντρα της.

Εξ αφορμής όμως αυτών των πραγμάτων δεν μπορούσε να ζήσει πλέον στο χωριό εκείνο και με δάκρυα παρακαλούσε την Παναγία να την οδηγήσει σε μακρινό τόπο, για να μπορέσει να βρει ηρεμία και ψυχική γαλήνη.

Έτσι το 1882 έτος, την Κυριακή ακριβώς της Τυρινής το βράδυ, το θετό παιδί πού είχε με τον άντρα της υιοθετήσει με τη γυναικά του. απεφάσισαν να πάνε στο σπίτι του θείου του για να κάνουνε άποτύρισι (απόκριες).

Ή Παρασκευή αρνήθηκε να πάει μαζί τους στο σπίτι του θείου των παιδιών και τους είπε:

«Πηγαίνετε εσείς παιδιά μου, κι εγώ θα μείνω με τα παιδιά σας, αυτά που είχε αποχτήσει το ζευγάρι αυτό — το θετό παιδί της με τη γυναίκα του — και πρόσθεσε: «Εγώ δεν μπορώ παιδιά να ακούω χαρές, τραγούδια και τέτοια πράγματα.

Τότε αυτοί έφυγαν και ή Παρασκευή έμεινε με τα εγγονάκια στο σπίτι της. Πριν από λίγες μέρες ή Παρασκευή είχε αγοράσει μια λαμπάδα κερί, ίσια με το μπόι της.

Την λαμπάδα αύτη κάθε βράδυ την άναβε και με λιβάνι θύμιαζε, το δωμάτιο της, και μπροστά στο εικόνισμα της. προσευχόταν με πίστη θερμή και με δάκρυα παρακαλούσε το Θεό και την Παναγία Παρθένα, να τη φωτίσουν τί να κάνει για να βγει από τη στενοχώρια και θλίψι πού την κατείχε.

Εκείνη τη βραδιά, δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα και έμεινε τελείως νηστική, όπως έκανε σχεδόν πάντοτε. Άρχισε τότε με θερμά δάκρυα να προσεύχεται, για τον αδερφό και για τον άντρα της. Πόσες ώρες έμεινε προσευχόμενη ούτε ή ίδια δεν κατάλαβε, γιατί έτσι την πήρε ό ύπνος.

Έτσι καθώς κοιμόταν, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά, της, μια γυναίκα, πού φαινόταν σαν να πετούσε. Ή γυναίκα αυτή, στην Παρασκευή είπε:

«Παρασκευή μην κλαις πλέον, διότι, ή προσευχή και η δέησης σου έφτασε στο Θεό, και εκείνο πού επιθυμείς θα γίνει. Μόνο πρέπει να σηκωθείς και να πάς στην έρημο του Ταϋγέτου. ‘Εκεί θα βρεις μια Σπηλιά στο μέρος που λέγεσαι «Αμπελάκι».

Μέσα στη Σπηλιά εκείνη θα βρεις την Εικόνα μου, είναι χωμένη μέσα στα φουσκιά των ζώων. Να πάς το γρηγορότερο εκεί, να βγάλεις την Εικόνα μου και να χτίσης εκεί εκκλησία, γιατί πολύ σύντομα, ή Σπηλιά αύτη, θα γίνει στο όνομα μου μεγάλο γυναικείο Μοναστήρι».

Ύστερα απ’ αυτό το όραμα, ή Παρασκευή ξύπνησε κατατρομαγμένη, κι άρχισε με πολλά δάκρυα να προσεύχεται και με λυγμούς στην Παναγία να λέει:

«Παναγία μου Δέσποινα και βασίλισσα του ουρανού και της γης, των Αγγέλων και των Αγίων, εγώ δεν ξέρω το μέρος αυτό πού μου είπες, που βρίσκεται για να πάω; Γι’ αυτό θερμά σε παρακαλώ, δείξε μου άνθρωπο, πού να μπορεί να με οδηγήσει έως εκεί».

Και ενώ έλεγε αυτά στην προσευχή της, την πήρε πάλι ό ύπνος, και βλέπει τότε πώς βρέθηκε, μαζί με την Παναγία στη Σπηλιά και της είπε:

«Παρασκευή αύτη είναι ή Σπηλιά πού σε στέλνω να πάς. Έδώ στο μέρος αυτό, είναι χωμένη ή Εικόνα μου, και της έδειξε ακριβώς τον τόπο. Άκουσε όμως πρώτα τί θα κάμεις: «Θα νηστέψεις τρεις μέρες, θα ζυμώσεις πρόσφορο και θα πάρεις ότι χρειάζεται για να γίνει μια θεία Λειτουργία.

Επίσης θα πάρεις ένα σεντόνι καθαρό και αμεταχείριστο. Θα πάρεις το παιδί σου και θα πάτε με τα ζώα στη Μαρμαριά. ‘Εκεί θα ζητήστε τον Παύλο Μπερούκα και θα του πείτε όλα αυτά πού σας είπα. Θα τον πάρετε δε μαζί σας, διότι αυτός γνωρίζει ακριβώς, που είναι αύτη ή Σπηλιά.

«Απ’ εκεί μαζί με τον Μπουρέκα, θα πάτε στο χωριό Σκοτεινού. εκεί θα βρείτε το σπίτι του παππά Δημήτρη Τσινοη, και θα του πείτε να πάρει τα απαραίτητα ιερά Σκεύη της εκκλησίας, το Αντιμήνσιο και τα ιερά άμφια του και μετά να έρθετε έδώ πού τώρα σου δείχνω, θα βγάλετε την Εικόνα μου, την οποία αφού καθαρίσετε, θα την βάλετε στη θέση της, εκεί προσωρινά (και της έδειξε το μέρος), μέχρι πού να γίνει ή εκκλησία.

Θα κρεμάστε το καντήλι, και με πέτρες θα φτιαχτεί σαν τραπέζι, επάνω στο οποίο θα βάλετε την πλάκα, την οποία θα σκεπάσετε με το καθαρό σεντόνι, κι επάνω εκεί θα γίνει ή θεία Λειτουργία».

«Στη θεία Λειτουργία, όταν ό Παππάς θα ειπεί το «Πάντων ημών και πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, μνησθείη Κύριος ό Θεός εν τη βασιλεία Αυτού…»’ τότε στο μέρος αυτό, πού σου δείχνω τώρα, θα βγει νερό άγιασμα. (Το μέρος εκείνο πού έδειξε ή Παναγία στη Παρασκευή είναι ακριβώς επάνω απ’ εκεί πού είναι σήμερα ή αγία Τράπεζα).

«Το άγιασμα αυτό θα τρέχει πάντοτε κατά τις θείες Λειτουργίες πού θα πρέπει τακτικά να γίνονται και εκείνοι πού με πίστη θα το πίνουν και θα επικαλούνται του Θεού τη βοήθεια και το όνομα μου, θα θεραπεύονται και θα γίνονται, τελείως καλά από οτιδήποτε αρρώστια και πάθος κι αν υποφέρουν θα απαλλάσσονται. για να δοξάζεται το Πανάγιο όνομα του Θεού. Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου».

«Από το άγιασμα αυτό, πού για πρώτη φορά θα βγει όταν θα κάνετε τη θεία Λειτουργία, θα πιεις εσύ και τα παιδιά σου, θα νιφτείτε όλοι, και θα πάρεις λίγο να πάς στον άντρα σου στη φυλακή, να του δώσεις να πιει και να νιφτεί, και μετά απ’ αυτό να του ειπείς ότι από τη ποινή πού έχει καταδικασθεί, θα του χαρίσουν πέντε (5) χρόνια, και από το Ναύπλιο θα τον μεταφέρουν στις φυλακές της Τριπόλεως.

Τότε αυτός θα σε πιστέψει και θα σου δώσει το διαζύγιο. Άμα θα πάρεις το διαζύγιο και θα είσαι πλέον ελεύθερη απ’ αυτόν, τότε θαρθης εσύ έδώ και θα φτιάξης το Μοναστήρι, και εκείνος όταν θα τελείωση την φυλακή του θα πάει στα παιδιά του που θα τον γηροκομήσουν.»

Ή Παναγία αποκαλύπτει το όνομα της Εικόνας της.

Αφού στον ύπνο της Παρασκευής είπε όλα τα ανωτέρω ή Παναγία, τότε πρόσθεσε και είπε και πάλι στην Παρασκευή:

«Εγώ είμαι ή Παναγία πού με λένε “Μακελλαρίτισσα” και θα με εορτάζετε στις 8 Σεπτεμβρίου πού είναι τα “Γενέθλια μου”».

Και συνέχεια της είπε: «Θα πάς στο χωριό Θάνα, απ’ εκεί θα πάρεις τούς τρεις κτίστες: Τον Σκαμπούλακα και τους δύο άλλους μαστόρους, με τούς οποίους θα κτίσης έδώ (και της έδειξε το μέρος) μια μικρή εκκλησία και εκεί (της έδειξε άλλο μέρος) θα χτίσης το κελί σου για να μένεις και θα είσαι εφτά (7) χρόνια μόνη σου, οπόταν θα δοκιμάσεις πολλούς πειρασμούς, αλλά μη φοβηθείς εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου».

Αυτά είπε ή Παναγία στην Παρασκευή και έξηφανίσθη.

Ή Παρασκευή όταν ξύπνησε, προσευχήθηκε πάλι, δόξασε και ευχαρίστησε το Θεό και την Κυρία. Θεοτόκο, που της αποκάλυψε αυτά τα τόσα ωραία και χαρμόσυνα για αυτή πράγματα, και αμέσως άρχισε να βάνει σε έργο όλα εκείνα πού της φανέρωσε και είπε στο θείο αυτό όραμα ή Παναγία ή Μακελλαρίτισσα.

Τώρα πού γνώριζε το όνομα και το θέλημα της Παναγίας γέμισε χαρά και αγαλλίαση ή ψυχή της ευλογημένης αυτής γυναίκας, κι αμέσως έτρεξε και τα είπε όλα στο παιδί της, και κείνος με τη σειρά του είπε:

-«Μητέρα αν ολ’ αυτά πού μου είπες ότι είδες στον ύπνο σου πώς σου τα είπε ή Παναγία, βγουν αληθινά, τότε κι εγώ μ’ όλη μου τη δύναμη θα σε βοηθήσω να τελειώσουμε μαζί το θείο αυτό έργο».

Πράγματι ή Παρασκευή, άρχισε τις προετοιμασίες, σύμφωνα με τις εντολές και την επιθυμία της Παναγίας, και επειδή δεν είχε χρήματα πούλησε αμέσως ένα χωράφι της.

Όταν ετοίμασε τα καθέκαστα, ξεκίνησε με το παιδί της και πήγε στη Μαρμαρια απ’ εκεί πήρε τον Παύλο Μπερούκα και πήγαν μαζί στο χωριό Σκορτσινού, στο σπίτι του Παππά – Δημήτρη Τσινώνη, ό οποίος από φώτιση θεϊκή, με χαρά τούς δέχθηκε και κείνη την ήμερα τούς φιλοξένησε.

Ή Παρασκευή στον Παππά – Δημήτρη είπε αυτά πού ή Παναγία της φανέρωσε και την άλλη μέρα πρωί – πρωί, ό Παππάς πήρε τα άγια Σκεύη, άμφια και ότι άλλο χρειαζόταν για τη θεία Λειτουργία,, ξεκίνησαν και πήγαν στο Αμπελάκι.

Άμα έφτασαν, εδώ, ή Παρασκευή, ανεγνώρισε το μέρος πού της έδειξε ή Παναγία και τη Σπηλιά ακριβώς πως την οραματίστηκε. Ήταν μήνας Νοέμβριος και βρήκανε ‘κει τούς βοσκούς, τα δύο αδέρφια από τα Σπανέϊκα, τον Ιωάννη και το Γεώργιο Κόκκοτα, οι όποιοι παραχείμαζαν στη Σπηλιά τα αιγοπρόβατα τους.

Ή Παρασκευή πήγε κατ’ ευθείαν στο μέρος ακριβώς πού της είχε δείξει ή Παναγία και άρχισε πρώτη να σκάβει, οπόταν ύστερα’ από λίγο βρέθηκε ή άγια Εικόνα και οι παρευρισκόμενοι αφού σταυροκοπήθηκαν με χαρά και γεμάτοι αγαλλίαση υμνούσαν και δόξαζαν το Θεό και την Αυτού Παναγία Μητέρα.

Στη συνέχεια ετοίμασαν την Τράπεζα, έβαλαν επάνω το αμεταχείριστο καινούργιο σεντόνι και μετά το αγιασμένο Αντιμήνσιο, επί του οποίου ό Παπά – Δημήτρης έκαμε την πρώτη θεία Λειτουργία.

Ή Παναγία δώρισε και τό Ιαματικό Αγίασμα.

Όταν ό Παππά – Δημήτρης έκανε την μεγάλη είσοδο με τα Τίμια Δώρα, από το βράχο άρχισε να ρέει λίγο νεράκι διαυγέστατο και πολύ γευστικό, ήτανε το «ΑΓΙΑΣΜΑ» πού είπε ή Παναγία στη Παρασκευή ότι θα θεραπεύει κάθε νόσο και αθεράπευτη ασθένεια.

Το σημείο πού πρωτοβγήκε το Άγιασμα αυτό ήταν ακριβώς εκεί πού αποκάτω βρίσκεται, σήμερα ή αγία Τράπεζα. Τότε πήραν όλοι από το άγιασμα και με πολλή ευλάβεια και σεβασμό ήπιαν και νίφτηκαν στο πρόσωπο τους και αισθάνθηκαν πολλή χαρά και αγαλλίαση.

Τακτοποίησαν τότε και καθάρισαν όλες τις ακαθαρσίες πού βρίσκονταν μέσα στη Σπηλιά, έβαλαν την αγία Εικόνα εκεί πού είχε ειπεί ή Κυρία Θεοτόκος στην Παρασκευή, στο σημείο πού πριν την είχε τοποθετήσει ό Μοναχός εκείνος πού την είχε φέρει.

Κρέμασαν προσωρινά και την κανδήλα στο υποδειχθέν μέρος, κι αμέσως γύρω από τη Σπηλιά χτίσανε πρόχειρη ξερομάντρα με ένα πρόχειρο επίσης περίφραγμα του Ιερού εκείνου χώρου πού έγινε ή θεία Λειτουργία, για να μη πλησιάζουν εκεί τα ζώα.

Τοποθέτησαν δε και ένα δοχείο, για να δέχεται μέσα το άγιασμα πού λίγο – λίγο έτρεχε ακατάπαυστα.

Πώς έφυγαν από την σπηλιά τα ζώα.

Μετά την πρόχειρη αύτη τακτοποίηση του Σπηλαίου, ή Παρασκευή είπε στους αιγοβοσκούς αδελφούς Κόκκοτα, ότι είναι θέλημα της Παναγίας να πάρουν τα ζώα τους και να φύγουν το συντομότερο από τη Σπηλιά, γιατί ό τόπος αυτός, με τη βοήθεια του Θεού θα γίνει εκκλησία και Μοναστήρι, κι αν θέλετε να έχετε του Θεού την ευλογία και της Παναγίας τη βοήθεια, θα πρέπει αμέσως να αδειάσετε τη Σπηλιά και να φύγετε.

Ό ένας από τα αδέρφια, ό Ιωάννης, αμέσως άμα άκουσε το θέλημα της Παναγίας πίστεψε και πήρε τα ζώα του και τα απομάκρυνε τελείως από τα μέρη της Σπηλιάς.

Ό άλλος όμως αδερφός, ό Γεώργιος, αρνήθηκε να φύγει και προφασιζόμενος στην Παρασκευή είπε:

«Εγώ δεν έχω άλλου πιο κατάλληλο μέρος, για να ξεχειμάσω τα γίδια μου, και έτσι θα μείνω έδώ τούτο το χειμώνα και για τον άλλο βλέπουμε, ή μπορεί να φύγω την άνοιξη».

Την απιστία του αυτή και απείθεια προς την εντολή και επιθυμία της Κυρίας Θεοτόκου την πλήρωσε πολύ ακριβά, με μεγάλη τιμωρία και ζημία στα ζωντανά του, γιατί την ίδια νύχτα δεκαπέντε από τις γίδες του απέβαλαν τα κατσίκια τους νεκρά μέσα στο Σπήλαιο πού διανυκτέρευαν.

Και ό ίδιος ό βοσκός άκουσε φωνή πού τούλεγε:

«Να πάρεις αμέσως τα γίδια σου και να φύγεις γιατί θα καταστραφούν όλα τα ζώα σου».

Σαν ξημέρωσε ό Θεός την άλλη μέρα και είδε ό Γεώργιος — βοσκός — την ζημιά πού πάθανε τα γίδια του, κατατρομαγμένος και από τη φωνή πού άκουσε στον ύπνο του, πήρε όλα τα ζωντανά του και έφυγε αμέσως από τη Σπηλιά.

Ή Παρασκευή πήρε από τον άντρα της το διαζύγιο.

Την άλλη μέρα ή Παρασκευή, αφού πήρε από το Άγιασμα, πού εξακολουθούσε να βγαίνει από το βράχο της Σπηλιάς, πήρε το γιό της και πήγαν μαζί στο Ναύπλιο, εκεί πού ήταν φυλακισμένος ό άντρας της, για να εκτέλεση την εντολή, πού γι’ αυτόν της έδωκε ή Παναγία.

Όταν έφτασαν εκεί, ό άντρας της Παρασκευής στην αρχή δεν ήθελε να πιει από το Άγιασμα, φοβούμενος τη γυναίκα του, να μην τον δηλητηριάσει, επειδή αυτός όπως είπαμε είχε σκοτιστεί τον αδελφό της.

Τότε ή Παρασκευή ες αναγκάστηκε να πιει πρώτη αυτή, κι έτσι πείστηκε και ήπιε κι αυτός και νίφτηκε στο πρόσωπο.

Αμέσως με την επέμβαση της Κυρίας Θεοτόκου το θαύμα έγινε και οι αρμόδιοι του είπαν εκείνη την ημέρα, πώς από την ποινή του Χαρίστηκαν (5) χρόνια και θα μετεφέρθη αμέσως στις φυλακές της Τριπόλεως.

Τρίπολι πού τον είχαν μεταφέρει και τον επισκέφθηκε, και τότε όπως της είχε προείπε ή Παναγία μαλάκωσε ή καρδιά του και της έδωσε το διαζύγιο ό άντρας της.

Άμα γύρισε ή Παρασκευή από την Τρίπολι, ελεύθερη πια, πέρασε από το χωριό Θάνα και πήρε απ’ εκεί κτίστες, τον Σκαλούμπακα με δύο άλλους βοηθούς του και τους έφερε στη Σπηλιά.

Η Εικόνα και το Αγίασμα θαυματουργούν.

Με τούς μαστόρους, αυτούς, έχτισε μικρή εκκλησία και ένα Κελί όπου παρέμενε ή ιδία. ‘Εκεί, με αυστηρή ασκητική ζωή. έμεινε μόνη της επί εφτά ολόκληρα χρόνια.

Μετά το κτίσιμο της μικρής αυτής εκκλησίας, με νεύση της Παναγίας Θεοτόκου, άρχισαν από τα γύρω χωριά να έρχονται για να προσκυνήσουν την αγία Εικόνα, οπόταν σ’ αυτούς πού με πίστη και ευλάβεια προσκυνούσαν. άρχισαν να γίνονται και τα πρώτα θαύματα.

Το ένα κατόπιν του άλλου, με την φήμη και διάδοση των θαυμάτων αυτών άρχισαν να φέρνουν από διάφορα μέρη ασθενείς, δαιμονισμένους, παράλυτους, τυφλούς και με πολλές άλλες αθεράπευτες αρρώστιες.

Όσοι απ’ αυτούς, με ευλάβεια, πίστη και κατάνυξη προσεύχονταν και προσκυνούσαν την αγία Εικόνα της Θεομήτορος και πίνανε από το άγιασμα, λάβαιναν αμέσως τη θεραπεία από τις ασθένειες πού επί πολλά χρόνια υπέφεραν και αναχωρούσαν υγιείς χαίρον τες και άγαλλάμενοι, καθώς με λεπτομέρεια θα καταγράψουμε στη συνέχεια. Δοκιμασία της Παρασκευής από τούς δαίμονες.

Ή Παρασκευή, κατά το διάστημα των εφτά πρώτων εκείνων χρόνων, υπέφερε πολλά δεινά και μύριες όσες δοκιμασίες και ενοχλήσεις από τούς δαίμονες, οι όποιοι μη υποφέροντες να εμπαίζονται από μια αδύναμη γυναίκα, ή οποία και στη κοσμική ζωή της ήταν πολύ βασανισμένη και σκληρά δοκιμασμένη.

Δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίστη, την αφοσίωση και την αγάπη, της Παρασκευής, προς το Θεό και τη Θεοτόκο Μαρία, γι’ αυτό προσπαθούσαν πολλές φορές να τη διώξουν απ’ εκεί.

Όταν ή Παρασκευή, ύστερα από κουραστική εργασία και αδιάκοπη προσευχή, έπεφτε λίγο να κοιμηθεί οι δαίμονες της τραβούσαν τα σκεπάσματα, καιρώ χειμώνος, για να παγώσει.

Άλλοτε παρουσιάζονταν, οι δαίμονες, σαν μεγάλοι σκορπιοί και πήγαιναν μπροστά στην αγία Εικόνα και ή Παρασκευή τούς έπιανε και τούς σκότωνε και έτσι εξαφανιζόντουσαν…

Άλλη φορά ‘κει πού βρισκότανε λίγο μακριά από την Εικόνα, πήγαιναν και της ρίχνανε βροχή τις πέτρες κατ’ επάνω της, αλλά καμιά δεν τη χτύπαγε.

Μια μέρα πάλι, οι δαίμονες, ρίξανε πάνω της χώματα στα μάτια και την τύφλωσαν, αλλά με την προσευχή και την επίκληση του ονόματος της Κυρίας Θεοτόκου και νίψιμο με το άγιασμα Της γινόταν τελείως καλά.

Άλλοτε πάλι, ό δαίμονας, φάνηκε στον ύπνο της σαν αλλόκοτος και πολύ μεγαλόσωμος άνθρωπος, πού την απειλούσε πώς θα την σκοτώσει, αν δεν φύγει από το μέρος εκείνο, στο όποιο πρώτα ήταν κατοικία δική τους — των δαιμόνων —.

Ή Παρασκευή όμως, σ’ αυτά τα πειράγματα και τις απειλές των δαιμόνων, επειδή ή Παναγία την είχε προειδοποιήσει πώς θα είναι μαζί της, δε φοβότανε, αλλά με προσευχή και πίστη στο Θεό και στα λόγια της Θεοτόκου, με δάκρυα στα μάτια κατ’ έφευγε πάντα μπροστά στην άγια Εικόνα Της, και την παρακαλούσε να τη βοηθήσει και επικαλούμενη πάντοτε το γλυκύτατο όνομα, το υπέρ πάν όνομα, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ‘Ιησού Χρίστου, απαντούσε και έλεγε στους δαίμονες:

«Εσείς πανούργοι, και κακοί δαίμονες να φύγετε από έδώ, γιατί ό τόπος είναι ιερός και αφιερωμένος στο Θεό και τη μητέρα Αυτού Παναγία, με το θέλημα της οποίας θα χτισθεί Μοναστήρι, και δεν είναι δικό σας τόπος, γι’ αυτό να ξεκουμπιστείτε και να φύγετε ‘από τον αγιασμένο αυτόν χώρο. στον όποιον θα δοξάζεται και θα υμνολογείται ακατάπαυστα ό Ένας Τριαδικός Θεός, ό Πατήρ, ό Υιός και το Αγιον Πνεύμα.

Ή Παρασκευή με τή προσευχή γκρεμίζει τούς δαίμονες στα βράχια.

Επειδή όμως άρνείτο, ό δαίμονας, στον ύπνο της να φύγει, από τον τόπο αυτόν, τότε βρέθηκε στα χέρια της Παρασκευής δίστομη ρομφαία, με την οποία τύφλωσε το δαίμονα και σπρώχνοντας αυτόν, τον έβγαλε έξω ‘από την περιοχή της Σπηλιάς και τον κατακρήμνισε στο κάτω βάραθρο της χαράδρας.

Άλλη φορά μαζεύτηκαν πολλοί δαίμονες, όχι όμως αύτη τη φορά στον ύπνο της, αλλά την ώρα πού έκανε την προσευχή της. την τραβούσαν από τα ρούχα και προσπαθούσαν να την γκρεμίσουν κάτω από τη Σπηλιά, όπως τον άγιο Αντώνιο, και αφού τη φτάσανε στην άκρη ήσαν έτοιμοι να την γκρεμίσουν, οπόταν εκείνη θυμήθηκε ότι είχε στην τσέπη της ένα μπουκαλάκι με άγιασμα, αμέσως το έβγαλε και τούς ράντισε με το άγιασμα και τότε έγιναν άφαντοι.

Ή Παρασκευή, ύστερα απ’ αυτούς τούς πειρασμούς και τούς εφιάλτες, πού κάθε βράδυ την τυραννούσαν, κάλεσε Ιερέα, από τα γειτονικά χωριά, ό οποίος διάβασε τούς εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, έκανε αγιασμούς και ευχέλαια και εξομολογείτο όλ’ αυτά πού συνέχεια δοκίμαζε από τούς δαίμονες.

Επειδή σαν άνθρωπος είχε αποκάμει και λίγο σαν να ολιγώρησε από τις δοκιμασίες αυτές, προσευχήθηκε θερμά και παρεκάλεσε την Παναγία να την συμβουλεύσει τί πρέπει να κάμει, για να αποφύγει τούς πολλούς πειρασμούς;

Και ή Παναγία, στον ύπνο της, της είπε: «”Όταν παρουσιάζεται ότι δήποτε πειρασμικό και φανερά στους δαίμονες να λέγεις, σε εξορκίζω ακάθαρτο πνεύμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος, να εξαφανισθείς από τον ιερό αυτόν τόπο».

Πράγματι από τότε πού ή Παναγία είπε αυτά στην Παρασκευή, όταν ό πειρασμός την ενοχλούσε, αμέσως εκείνη με τα λόγια αυτά, τον εξόρκιζε και γίνονταν άφαντες όλες οι φαντασίες των δαιμόνων.

Τούτο ή Παρασκευή συνιστούσε και συμβούλευε όλους εκείνους πού ενοχλούνταν από δαιμονικές ενέργειες και έτσι με τη δύναμη του Θεού και τη βοήθεια της θαυματουργού Εικόνος της Θεομήτορος και το άγιασμα της Σπηλιάς, γλύτωναν κι αυτοί από τούς πειρασμούς, από τις στενοχώριες και τα προβλήματα πού τούς απασχολούσαν.