tears
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Οι άνθρωποι στη ζωή μας συχνά πονάμε γι’ αυτά που έχουμε και χάνουμε ή γι’ αυτά που θα θέλαμε να έχουμε και δεν τα έχουμε. Τα δάκρυα είναι μία φυσική ένδειξη λύπης και πόνου, κάποτε και θυμού και οργής. Άλλοτε πάλι είναι ένδειξη ενός υπερευαίσθητου συναισθηματικού κόσμου, ο οποίος αντιδρά σε εξωτερικά ερεθίσματα ή στην ψυχολογική του κατάσταση ενεργοποιώντας τον μηχανισμό τους. Σπανιότερα τα δάκρυα είναι έκφραση μεγάλης χαράς για ό,τι μας δίδεται. Στην πνευματική ζωή τα δάκρυα είναι σημείο μετανοίας, επίγνωσης του θελήματος του Θεού και ευγνωμοσύνης γι’ Αυτόν και την παρουσία Του στη ζωή μας. Άλλοτε είναι σημείο της κοινωνίας μαζί Του που μας κάνει να αλλοιωνόμαστε εσωτερικά. Η πολλή και έντονη προσευχή, όπως και η χάρις Του αλλάζουν την όψη του ανθρώπου, καθώς τον καθιστούν ταπεινό και την ίδια στιγμή δεκτικό της κοινωνίας με έναν κόσμο ελπίδας και αιωνιότητας. Τα δάκρυα πάλι είναι σημάδι μεγάλης αγάπης για τους ανθρώπους, η οποία, κυρίως στις αγιασμένες ψυχές, εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο από ένταση και αγωνία για την πορεία τους, όχι στην καθημερινότητα, αλλά στη σχέση τους με τον Θεό.
Το να δακρύζουμε για την απουσία του Θεού από τη ζωή μας και από τη ζωή των άλλων είναι ένα γεγονός ασυνήθιστο. Υπερβαίνει τον τρόπο του εγωισμού μας, διότι συνήθως ενδιαφερόμαστε για το τι θα μας δώσει ο Θεός και όχι για το αν Τον αισθανόμαστε και Τον βιώνουμε ως παρόντα στη ζωή μας. Σκληραίνει η καρδιά μας εξαιτίας των βιοτικών μεριμνών, της παράδοσής της στα πάθη και τις ηδονές του κόσμου, στα προβλήματα της ζωής, στα πολλά στην οποία η εποχή και ο πολιτισμός μας την παραδίδουν, με αποτέλεσμα να μην απομένει ούτε χώρος ούτε διάθεση για δάκρυ. Άλλωστε τα δάκρυα για κάποιους θεωρούνται ένδειξη αδυναμίας και ηττοπάθειας. Η σκληρότητα της καρδιάς θεωρείται απόδειξη γενναιότητας. Τα δάκρυα θεωρούνται σημάδι φόβου και αγωνίας. Η σκληρότητα είναι η απόδειξη ότι μπορούμε να προχωρήσουμε. Ότι δε νικιόμαστε από τις περιστάσεις.
Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή διήγηση για τον Χριστό, ο Οποίος εισέρχεται σε μία μικρή πόλη, την Ναΐν. Εκεί θα αναστήσει τον μοναχογιό μιας χήρας γυναίκας, ο οποίος πέθανε πρόωρα αφήνοντας απίστευτη λύπη στην καρδιά της μητέρας του. Βλέπουμε ότι η πρώτη και μοναδική φράση την οποία λέει ο Χριστός στην πονεμένη μητέρα είναι το «μη κλαίε» (Λουκ. 7,13). «Μην κλαις». Παράδοξη προτροπή. Τα δάκρυα και το κλάμα της μητέρας αποτελούν την μοναδική αντίδραση που θα περίμενε ο καθένας. Η πλήρης απόγνωση, η μοναξιά, η στέρηση του αγαπημένου προσώπου, η οποία έρχεται σε συνέχεια της στέρησης του συζύγου, το ανεπιστρεπτί του θανάτου, το παράπονο εναντίον του Θεού και της ζωής, αλλά και τα όνειρα για νόημα ζωής μέσα από το παιδί έχουν συντριβεί. Δεν μπορεί η μητέρα να κάνει κάτι άλλο, παρά μόνο να θρηνήσει. Και αντί ο Χριστός να της δείξει ότι την συμπονά, ότι καταλαβαίνει τα δάκρυα και το κλάμα της, την προτρέπει να σταματήσει. Και βέβαια θα αναστήσει το νέο παιδί, για να δώσει πίσω στη μάνα ό,τι φάνηκε να στερείται.
Την ίδια φράση «μη κλαίε» απευθύνει και σε μας ο Χριστός. Μοναδική προϋπόθεση για να έχει νόημα αυτό είναι η συνάντησή μας μαζί Του. Να μην κλαίμε για τα πρόσωπα που φεύγουν από τη ζωή μας, είτε οριστικά είτε γιατί δεν μπορούμε να τα βρούμε μαζί τους. Η αγάπη δεν νεκρώνεται. Όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή μας, τότε συνειδητοποιούμε αν και πόσον τον αγαπούμε. Όμως το κλάμα εκεί δεν αλλάζει κάτι, αν στη σχέση μας δεν δείξαμε την αγάπη που μπορούσαμε να δείξουμε, υπερβαίνοντας τον εγωισμό μας. Να μην κλαίμε για την όποια μοναξιά νομίζουμε ότι βιώνουμε, γιατί συνήθως την μοναξιά την προκαλούμε μόνοι μας, με την κλειστή καρδιά και τον εγωκεντρισμό μας ή με την επίδειξη μιας αγάπης η οποία λειτουργεί στη λογική της ανταπόδοσης και όχι της μη αναμονής. Να μην κλαίμε όταν επενδύουμε όνειρα στους άλλους και δε βλέπουμε να εκπληρώνονται, γιατί ο καθένας από μας καλείται να χτίσει τη ζωή του με τα δικά του όνειρα. Οι άλλοι συμπληρώνουν. Έχουν την προσωπικότητα και τις επιλογές τους. Δεν μπορούμε να αγκιστρωνόμαστε εγωιστικά επάνω τους και να περιμένουμε από αυτούς να μας βοηθήσουν να ζήσουμε ό,τι δεν θέλουμε να εργαστούμε να ζήσουμε εμείς. Να μην κλαίμε ούτε για τα υλικά αγαθά, όταν αισθανόμαστε ότι δεν τα έχουμε στην αφθονία που θα θέλαμε ή που δικαιούμαστε να έχουμε. Δεν είναι το παν στη ζωή μας αυτά. Να μην κλαίμε για τις ήττες μας, όταν έχουμε παλέψει για να μην συμβούν. Ειδάλλως, όταν οι ήττες είναι αποτέλεσμα οκνηρίας, εσφαλμένης στοχοθεσίας, παραθεώρησης του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, τότε χρειάζεται να διορθώσουμε τα «καθ’ εαυτόν» μας και όχι να απελπιζόμαστε.
Αυτή τη θέαση μας τη δίνει η σχέση με τον Χριστό. Ακόμη κι αν έχουμε κάνει τα πάντα σωστά, ακόμη κι αν η απώλεια είναι αναπάντεχη και γεγονός ανεξάρτητο των προθέσεων και του αγώνα μας, όπως είναι ο θάνατος, η σχέση με τον Χριστό μας δίνει τη δυνατότητα να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας και πάλι. Εμπιστευόμαστε το θέλημα του Θεού. Γνωρίζουμε ότι τίποτε δεν είναι μάταιο. Βλέπουμε τον κόσμο στην προοπτική της ανάστασης και δεν απελπιζόμαστε. Διότι το τελικό νόημα του λόγου του Χριστού στην μητέρα δεν ήταν το να μην κλαίει γιατί θα έπρεπε να είναι άπονη και να μην τη στενοχωρεί ο θάνατος του παιδιού της, αλλά να μην απελπίζεται. Να μην αισθάνεται ότι η ζωή της έπαψε να έχει νόημα. Γιατί ο άνθρωπος δίνει νόημα όταν στη ζωή υπάρχει ο Χριστός. Όταν η πίστη μάς κάνει να γνωρίζουμε τα ουσιώδη και το πώς μπορούν να διαμορφωθούν οι σχέσεις μας με τους άλλους, ποιους στόχους να θέσουμε και πώς να εργαστούμε στη ζωή και στον εαυτό μας για να μην μας καταπιεί η λύπη.
Ακόμη και τις αμαρτίες μας συγχωρεί ο Χριστός. Επομένως η συνάντηση μαζί Του αποτελεί ευκαιρία θέασης της ζωής μας μέσα από την αγάπη προς Αυτόν, την ελπίδα και την προοπτική της ανάστασης. Η λύπη τότε δεν μας κατατρώγει, αλλά μπορεί να γίνει αφορμή επαναπροσδιορισμού της ζωής μας μέσα στην Εκκλησία. Γιατί εκεί το «μη κλαίε» έχει αληθινό νόημα. Στη συνάντηση με τον Θεό και τον πλησίον. Αυτό που αληθινά μας λείπει.