Σπάνια ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει στερήσεις, θλίψεις και δυστυχίες στη ζωή του, μπορεί με φλογερή καρδιά να προσεύχεται στο Θεό.
Προσευχή η οποία έχει τη φλόγα της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης
προς το Θεό, βγαίνει από την ψυχή, η οποία έχει συνειδητοποιήσει την
ελεεινότητα και τη φτώχεια της, ότι δηλαδή χωρίς το Θεό είναι τυφλή και
γυμνή.
Και γι᾿ αυτό Τον παρακαλεί να αναπληρώσει τις ελλείψεις της. ῎Εχω ακούσει μερικούς ανόητους ανθρώπους να λένε·
«Για ποιο λόγο να προσευχόμαστε στο Θεό, αφού δε μας λείπει
τίποτε, αφού όλα τα έχουμε με αφθονία, και μαζί με όλα είμαστε υγιείς
και χαρούμενοι;».
Αυτή είναι η φωνή της σάρκας, η οποία πάντα περηφανεύεται και νομίζει
ότι όλα τα αγαθά που απολαμβάνει τα έχει αποκτήσει με την εξυπνάδα της
και τους κόπους της.
Γι᾿ αυτό το λόγο, για να αρχίσει ο άνθρωπος να προσεύχεται θερμά, με
δυνατή πίστη και ζωντανή ελπίδα στο Θεό, πρέπει να στερηθεί τα αγαθά που
αυτός νομίζει πως είναι δικά του και τον κάνουν να είναι περήφανος.
῎Ετσι θα μάθει τι σημαίνει ανάγκη, τι στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος,
πόσο ανίσχυρος είναι, πόσο ασήμαντος είναι χωρίς το Θεό, χωρίς τη
βοήθεια και την ευλογία Του.
Πρέπει να στερηθεί την περιουσία του ή την υγεία ή κάποιο μέλος του
σώματος, παραδείγματος χάρη το χέρι, πόδι ή μάτι, ή την ακοή ή την
ικανότητα να μιλάει· να συντριβεί η καρδιά του με φοβερά βάσανα που
προεικονίζουν τα πραγματικά βάσανα της κολάσεως.
Τότε θ᾿ αρχίσει να ικετεύει τον Δότη όλων των αγαθών, το Θεό, τότε θ᾿
αναγνωρίσει την εξουσία, τη βασιλεία, τη δύναμη και τη δόξα Του, τότε θα
καταλάβει τι είναι ο ποταμός των δακρύων.