Μετά τήν Θεία Κοινωνία τό πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Δέν ἔφαγε πλέον πάλι
τίποτε, ἀλλά ζητοῦσε μόνο κρῦο νερό γιά νά δροσίζεται, ἐπειδή καιγόταν
στόν πυρεττό. Κατόπιν εἶχε μεγάλη εὐθυμία, τήν ὁποία οὐδέποτε εἶχε
δείξει καί ἄρχισε νά ψάλλη ἀπό τά τροπάρια πού εἶχε μάθει στήν ἐκκλησία:
«Χριστός ἀνέστη...», «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...», «Ἡ Γέννησίς σου
Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...», τό τροπάριο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλα. Ἀκόμη
προσευχόταν ἀκατάπαυστα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τήν ἁμαρτωλή.
Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή». «Κύριε μή τῷ θυμῷ σου
ἐλέγξης με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», τόν 50ον Ψαλμό καί
ἐπανελάμβανε πάντοτε: «Δέξου Κύριε αὐτούς πού ἔρχονται σέ Σένα καί μετά
δέξου καί μένα...».