Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το 284
στην Θεσσαλονίκη. Έζησε στα χρόνια όπου βασιλείς ήταν ο
Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός Ερκουλίου, οι οποίοι όρισαν
Καίσαρα Αχαΐας και Μακεδονίας τον Μαξιμιανό Γαλέριο. Ο
τελευταίος ήταν μέλος της γνωστής “Τετραρχίας” και
παρακίνησε τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Διοκλητιανό να κάνει έναν
φρικτό πόλεμο εναντίον των χριστιανών, όπως μέχρι τότε δεν
είχε συμβεί ξανά. Η εποχή εκείνη ήταν πραγματικά φρικιαστική
και ισχύει μέχρι σήμερα ως η κατεξοχήν “εποχή των μαρτύρων”
του χριστιανισμού.
Ο Άγιος Δημήτριος κατάγονταν από ευσεβείς γονείς, από
τους επισήμους “άρχοντας των Μακεδόνων”. Καταγινόταν δε
κυρίως εις το να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται εις την
πολεμικήν τέχνη, διότι αυτό συνδυάζει άριστα τη φρόνηση και
την ανδρεία με τη στρατηγική πείρα (1). Φαίνεται ότι γενικά
έκανε μεγάλη εντύπωση ο Άγιος και δεν είναι παράξενο ότι η
φήμη του έφτασε στα αυτιά του Αυτοκράτορα Γαλερίου. Τον
κάλεσε κοντά του και τον προσέλαβε ως μέλος της συγκλήτου
της πόλεως. Λίγο αργότερα του έδωσε δε το αξίωμα του Δούκου
κάνοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας. Εκτός των
σωματικών και στρατιωτικών του χαρισμάτων, ήταν προικισμένος
και με πνευματικά χαρίσματα. Ο Άγιος Δημήτριος ήταν
εκλεκτό μέλος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και ευλαβής
Χριστιανός.
“Γένους σεμνότητος, ουσίας αφθόνου, ισχύος σώματος, κάλλους
ισότης, ηθών ευγένεια και η δια πάντων τούτων αρμονία και
σύμβασις”. Εις τα χαρίσματα αυτά προσετέθη η μόρφωσις και η
παιδεία, “η των λόγων άσκησις εγγύς συνέφυ”. Με την
πνευματικήν του υπεροχήν την ωραία εμφάνιση, την ευσέβεια
και την ηθικήν του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ
γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, “αντί ψυχής τη πόλει
καθίσταται” και προεβλήθη ως ιδεώδες τελείου ανθρώπου. (2)
Είναι ολοφάνερο ότι ο Άγιος Δημήτριος δεν ζούσε σε εύκολες
εποχές. Είχε όμως ανδρεία μέσα του και δεν έκρυβε τον ζήλο
της πίστεώς του, αλλά ούτε περιορίστηκε και μόνο στο να
λατρεύει στα κρυφά τον αληθινό Κύριο. Ήταν φλογερός
κήρυκας του λόγου του Κυρίου και δίδασκε δίχως φόβο
κατηχώντας τους Θεσσαλονικείς στην ορθή Πίστη,
σπέρνοντας τα λόγια του Ευαγγελίου στις καρδιές των. Έτσι ο
Άγιος Μεγαλομάρτυρας έλαβε το πνευματικό αξίωμα του
διδασκάλου αλλά και του Αποστόλου.
Ήταν μορφωμένος και είχε άριστη παιδεία, αλλά χάρη του Αγίου
Πνεύματος έγινε “όπλον και αμυντήριον ενυπόστατον” και
“ουδείς είχεν αντιστήναι τη του Δημητρίου σοφία και τω
Πνεύματι ο ελάλει”. Δεν περιορίστηκε μόνο στην Θεσσαλονίκη,
αλλά κήρυξε και στην Αττική και την Αχαΐα, ώστε να λέμε για
αυτόν ότι κατέστη “θαύμα εν λόγοις θείοις Δημήτριος και
ευωδία Χριστού”.
Ο κατεξοχήν χώρος διδασκαλίας του Αγίου ήταν η
“χαλκευτική στοά” που βρισκόταν σε έναν υπόγειο Ναό της
Αειπαρθένου Θεομήτορος και βρισκόταν κοντά στο δημόσιο
λουρό.
Ήδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός Ερκούλιος ευρισκόμενος στη
Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των
Ισαύρων, εκτιμώντας το λαμπρόν, περίδοξον και περίβλεπτον
γένος του Δημητρίου, ως επίσης και τις αρετές που
συνεκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατον και αυθέντην
όλης της Ελλάδος δίδοντάς του την ανάλογη στρατιωτική στολή,
το δακτύλιο και τον υπατικό ωρατίωνα, τα οποία έφερε ως
διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και ως
μυστικά σύμβολα της διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που
μυστικά του εχάρισε ο αληθινός και Ουράνιος Βασιλεύς του, ο
Χριστός. (3)
Η ανθρώπινη κακία όμως, η αλαζονεία και η ζήλια του
Ιούδα, δεν άργησαν να εκδηλώνονται. Όταν ο Μαξιμιανός
επέστρεφε νικητής στην Θεσσαλονίκη, τον έπιασαν μερικοί
ειδωλολάτρες και του είπαν:
“Μεγαλειώτατε, σε παρακαλούμεν να μας ακούσεις, διότι
επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν,
πως ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη με τον βαθμό του ηγεμόνος
της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και
πιστεύει εις τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι
Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν ως Θεόν
αληθινόν. Και καθημερινώς ακούνε τους πλανεμένους λόγους του
οι άνθρωποι, αφήνουν την θρησκεία τους και γίνονται
Χριστιανοί”.
Όταν τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε να φέρουν τον
Δημήτριο μπροστά του για να μιλήσει ο ίδιος μαζί του. Απ'
ότι μας λέει ο βίος του, ξέρουμε ότι ο βασιλιάς λυπήθηκε
μάλιστα ότι θα έχανε έναν τέτοιον αξιόλογο άνθρωπο.
Όταν τον βρήκαν στην “χαλκευτική στοά” να κηρύττει τον λόγο
του Θεού, ο Άγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου. Κι όμως! Τον
άρπαξαν βίαια και τον έσυραν στον βασιλιά.
Βλέποντάς τον ο βασιλιάς του είπε:
“Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Έτσι ήλπιζα να με τιμάς
και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα
της Θεσσαλονίκης και συ ούτε ένα μίλι δεν εξήλθες της πόλεως
δια να με προϋπαντήσεις;”
Ο Άγιος του αποκρίθηκε:
“Βασιλιά μου, εγώ τιμώ την βασιλεία σου, τιμώ όμως
περισσότερο από εσένα τον Θεό του ουρανού και της γης, ο
οποίος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου”.
Τι τόλμη! Τι ανδρεία! Τι πίστη! Για να διαπιστώσει ο
βασιλιάς για ποιον μιλάει ο Άγιος, τον ρωτάει:
“Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;”.
Ο Άγιος θα μπορούσε να σώσει την ζωή του πολύ εύκολα. Θα
μπορούσε να πει οτιδήποτε για να κερδίσει και πάλι όλες τις
τιμές, όλα τα αξιώματα, όλα τα πλούτη και όλο τον σεβασμό
του βασιλέα. Όμως προτίμησε άλλες τιμές, άλλα αξιώματα, άλλα
πλούτη, άλλον σεβασμό. Του απαντάει:
“Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός
και Βασιλεύς Παντοκράτωρ”.
Αγαπητοί αναγνώστες, αυτή είναι ομολογία, αυτή είναι ανδρεία, αυτή είναι Πίστις. Δεν ήταν κάποιος άσχετος ο Άγιος Δημήτριος, δεν ήταν κάποιος κατά κόσμον φτωχός ο οποίος ούτως ή άλλως δεν είχε να χάσει κάτι. Και όμως απέδειξε μεγαλοψυχία, απέδειξε αρετή Χριστού, διότι δεν επεδίωκε αξιώματα ανθρώπων, δεν επεδίωκε τιμές, πλούτη και σεβασμό ανθρώπων, αλλά επεδίωκε στεφάνι από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Ο βασιλιάς εξοργίστηκε. Άφρισε από τον θυμό του. Και του
λέει:
“Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και δια τούτο δεν καταδέχεσαι
εμάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλό είδες από τον Χριστό σου
και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Ζεύς, ο
Απόλλων και οι λοιποί, αλλά ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ
και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε
εμάς, αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι προς τους μεγάλους
θεούς και εμάς; Εγώ λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά την
μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με
πολλά βάσανα για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι
εσύ, και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα”.
Φρίκη! Ας φανταστούμε λίγο, πώς θα νιώθαμε αν ακούγαμε αυτά τα λόγια από έναν βασιλιά. Δεν ήταν χρόνια δημοκρατίας, δεν μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί το νόμο, δεν υπήρχαν ανθρώπινα δικαιώματα. Ο βασιλιάς ήταν η μέγιστη εξουσία. Ο λόγος του ήταν νόμος. Ο λόγος του ήταν ζωή. Ο λόγος του ήταν και θάνατος. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αν βρισκόταν στην θέση του Αγίου, δεν θα ένιωθε αυτή την στιγμή τεράστιο φόβο, όχι φόβο, τεράστιο τρόμο μάλλον, όταν θα άκουγε αυτά τα λόγια ενός βασιλιά; Ποιος δεν θα προσπαθούσε κάπως να σωθεί; Σκεφτείτε το για λίγο. Προσπαθήστε να μπείτε για λίγο στην θέση του Αγίου. Προσπαθήστε να νιώσετε αυτά τα λόγια, να νιώσετε τις επιπτώσεις τους, προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα έτρεμε όλο το κορμί σας. Τι συναισθήματα, τι φόβος θα μας κυριαρχούσε!
Ο Άγιος όμως, δεν ένιωσε τρόμο. Δεν ένιωσε φόβο, ούτε φρίκη.
Δεν δείλιασε ούτε μια στιγμή. Σίγουρα είχε στο νου του τα
λόγια του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος είπε:
«Ἐμοὶ
γὰρ
τὸ
ζῆν
Χριστὸς
καὶ
τὸ
ἀποθανεῖν
κέρδος.
(Διότι
δι’
ἐμὲ
ζωὴ
σημαίνει
Χριστὸς
καὶ
θάνατος
σημαίνει
κέρδος.)»
(Φιλ. 1, 21) Έτσι ένιωθε και ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος!
Ας ακούσουμε λοιπόν τι είπε στον βασιλιά, μετά από αυτές τις
θανατηφόρες απειλές:
“Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα οποία με
απειλείς, εγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση, διότι αυτά θα
μου χαρίσουν την βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή”.
Τι τόλμη! Τι γνήσια πίστη και εμπιστοσύνη Θεού! Αυτό, αδελφοί μου, σημαίνει ομολογία! Αυτό σημαίνει δύναμη! Αυτό σημαίνει αγάπη στον Χριστό και αυταπάρνηση!
Για να τον κάνει να λυγίσει, ο βασιλιάς πρόσταξε να φυλακιστεί ο Άγιος σε ένα παλιό υπόγειο λουτρό όπου χύνονταν τα απόνερα της πόλεως. Ενώ τον οδηγούσαν οι στρατιώτες σε εκείνο τον τόπο, εμφανίσθηκε ένας μεγάλος σκορπιός και προσπαθούσε να κεντρίσει τον Άγιο Δημήτριο. Ο Άγιος θυμήθηκε τα λόγια του Κυρίου μας, έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: “Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού”, πάτησε τον σκορπιό και τον συνέτριψε. Απευθείας εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου και είπε στον Άγιο:
“Χαίρε Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού
και νίκα τους εχθρούς σου”.
Ο Άγγελος κρατούσε δε ένα χρυσό στεφάνι και το έβαλε στο
κεφάλι του Δημητρίου.
Έτσι τιμούνται οι Άγιοι! Δεν αναζητούν δόξες και στεφάνια από τους ανθρώπους αλλά την αναγνώριση του Θεού. Λαμβάνοντας αυτό το στεφάνι, ο Άγιος Δημήτριος ήδη γνώριζε ότι η ζωή του εδώ στην γη τελείωνε. Δεν ταράχτηκε όμως, γιατί ήξερε τι τον περίμενε στην αιώνια ζωή, στην βασιλεία των ουρανών.
Παραμένοντας ο Άγιος σε εκείνον τον βρωμερό τόπο, στερήθηκε
την ανθρώπινη παρηγοριά. Όποιος στερείται όμως ανθρωπίνης
παρηγοριάς, λαμβάνει θεϊκή παρηγοριά και είναι αυτή μια
παρηγοριά που δεν συγκρίνεται με την παρηγοριά ανθρώπων.
Έχουμε πολλές μαρτυρίες ως προς αυτό από πολλούς Πατέρες και
Μοναχούς ανά τους αιώνες. Όλοι τους προτίμησαν την θεία
παρηγοριά την οποία και έλαβαν πλουσιοπάροχα από τον Κύριό
μας.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής γράφει:
«Εντολή Χριστού που εκτελείται συνειδητά, ανάλογα με τις
λύπες της καρδιάς, χαρίζει παρηγοριά. Αλλά κάθε τι από αυτά
έρχεται στον καιρό του. Η χάρη όταν πέσει στη ψυχή,
σ’ εκείνον που πεινά για τον Χριστό, γίνεται τροφή· στον
διψασμένο, γλυκύτατο νερό· σ’ εκείνον που κρυώνει, ένδυμα·
και στον κοπιάζοντα ανάπαυση· σ’ εκείνον που προσεύχεται
γίνεται πληροφορία· και σ’ εκείνον που πενθεί γίνεται
παρηγοριά.»
Γνωρίζουμε δε για Αγίους, που εγκαταλελειμμένοι από
την ανθρώπινη παρηγοριά, υπηρετούνταν από αγγέλους. Έτσι και
ο Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος έλαβε το στεφάνι τις αθανασίας
από τον Άγγελο, το οποίο ήταν συνάμα και θεία παρηγοριά αλλά
και μεγαλύτερο βραβείο απ' ότι θα μπορούσε να του έδινε
οποιοσδήποτε γήινος Άρχοντας και Αυτοκράτορας.
Είχε έρθει η εποχή του «πεντάθλου» και ο αιμοβόρος βασιλιάς
έκατσε σε τόπο ψηλό για να δει τους αγώνες της πάλης. Υπήρχε
ένας παλαιστής που ήταν άνθρωπος του βασιλιά. Από όψη
τρομακτικός, ένας Γολιάθ της εποχής εκείνης. Το όνομά του
ήταν Λυαίος και με κάθε του νίκη, προξενούσε τιμή και έπαινο
στον βασιλιά και λάμβανε από τον βασιλιά πλούσια δώρα.
Ένας γνωστός του Αγίου Δημητρίου ήταν ο Άγιος Νέστορας.
Ήταν κρυφός Χριστιανός και νέος σε ηλικία, περίπου είκοσι
ετών. Βλέποντας λοιπόν τον Λυαίο να σκοτώνει τόσους
ανθρώπους και συνάμα τον βασιλιά να ευχαριστείται με τις
νίκες του και με το αίμα που έβλεπε να ρέει, ο Άγιος
Νέστορας πήγε στον χώρο όπου ήταν φυλακισμένος ο
Μεγαλομάρτυρας και του είπε:
“Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυθέντα
μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η
ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του, μόνον ευλόγησόν με
και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω”.
Ο Άγιος Δημήτριος, εφόσον έκανε το σημείο του σταυρού στο
μέτωπο του νέου, του είπε τα εξής προφητικά λόγια:
“Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα
μαρτυρήσεις”.
Με την ευλογία του Μεγαλομάρτυρος λοιπόν, ξεκίνησε ο Άγιος
Νέστορας για το δικό του μαρτύριο. Έφτασε στο πεδίο της
πάλης και φώναζε στον Λυαίο να έρθει και να παλέψει μαζί
του. Βλέποντας ο βασιλιάς αυτή την σκηνή και την μικρή
ηλικία του Νέστορα, του είπε:
“Νεανία, δεν λυπήθηκες τη ζωή σου, αλλά ήλθες να παλαίψεις
με τον Λυαίο; δεν βλέπεις πόσους νίκησε; δεν βλέπεις πόσα
αίματα έχυσε; δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νειάτα σου;
Μήπως αναγκάζεσαι από τη πτωχεία να επιθυμείς τον θάνατό
σου; δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο για να μη
θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να
μην απολέσεις τη ζωή σου”.
Ενώ ο Άγιος Νέστορας θα μπορούσε να λάβει πλούτη από τον
βασιλιά δεν θέλησε. Ο σκοπός του Αγίου δεν ήταν τα πλούτη,
ούτε η ανθρώπινη δόξα, αλλά να στεφανωθεί από τον Κύριο
Ιησού Χριστό. Κατέβηκε λοιπόν στην αρένα, στάθηκε μπροστά
στον Λυαίο και φώναξε με δυνατή φωνή:
“Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι”.
Χτύπησε τον Λυαίο με το σπαθί του στην καρδιά και αυτός
έπεσε αμέσως νεκρός. Θέλοντας να μάθει ο βασιλιάς με ποιες
μαγείες σκότωσε ο Νέστορας τον Λυαίο, ο Άγιος του απάντησε:
“Εγώ βασιλιά μου δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με
την δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού”.
Ενώ είχε εκπληρωθεί η μισή προφητεία του Μεγαλομάρτυρα
Δημητρίου, έφτασε η ώρα να εκπληρωθεί και το δεύτερο μέρος
της. Ο Άγιος Νέστορας, ομολογώντας θαρραλέα την πίστη του
στον βασιλιά, έλαβε μαρτυρικό θάνατο μετά από διαταγή του
βασιλέα να τον βγάλουν έξω από την Χρυσή Πύλη και να τον
αποκεφαλίσουν.
Ο βασιλιάς έμαθε ότι ο Άγιος Νέστορας επισκέφτηκε τον Άγιο
Δημήτριο και ότι νίκησε τον Λυαίο με τις δικές του οδηγίες.
Έτσι λοιπόν έδωσε εντολή να θανατωθεί ο Άγιος του Θεού
Δημήτριος.
Όταν ο Άγιος είδε να μπαίνουν οι στρατιώτες με τις λόγχες
τους, σήκωσε το δεξί του χέρι για να τον λογχεύσουν. Και
όντως, η πρώτη λόγχη τον τρύπησε σε εκείνο το σημείο, στο
πλευρό κάτω από το δεξί του χέρι. Έτσι πέθανε ο Άγιος
Δημήτριος και ανεχώρησε για την πραγματική ζωή το έτος 305
μ.Χ. και ενταφιάστηκε από ευλαβείς χριστιανούς στο σημείο
του μαρτυρίου του.
Ο Άγιος Λούπος, που ήταν φίλος του Μεγαλομάρτυρα
Δημητρίου, έβγαλε το δακτυλίδι του Αγίου, πήρε και το
μανδήλιον και το επανωφόρι του, το έβαψε στο αίμα του Αγίου
Δημητρίου και με αυτά έκανε πολλά θαύματα. Γιάτρευε
αρρώστους και θεράπευε δαιμονισμένους. Ο λυσσασμένος
βασιλιάς, μόλις έμαθε για τον Άγιο Λούπο, διέταξε να
θανατωθεί, όπως έγινε. Ο τόπος όπου αποκεφαλίστηκε ο Άγιος
Λούπος ονομάζεται Τριβουνάλιο.
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος ο Μυροβλύτης, είναι ο Πολιούχος και προστάτης της Θεσσαλονίκης. Μετά το θάνατό του, έκανε άπειρα θαύματα και συνεχίζει και κάνει μέχρι σήμερα. Έχει σώσει την πόλη πολλές φορές από σίγουρη καταστροφή, αλλά βοηθάει και τους ανθρώπους που τον επικαλούνται.
Υπήρξε «ηγαπημένος του Χριστού μαθητής η παις η φίλος άκρος
και οικειότατος» και υπέστη το μαρτύριό του, όπως μας λέει ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «κατά χάριν του Δεσπότου
μίμησιν». Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας έγραψε για τον
Άγιο Δημήτριο:
«Εμαρτύρησεν εκείνος επί Ποντίου Πιλάτου την καλήν
ομολογίαν, εμαρτύρησας και αυτός την καλήν ομολογίαν εκείνω.
Δεδεμένον έμαθες εδέθης αυτός. Εδέξατο τη πλευρά την πληγήν
ο Δεσπότης και συ τούτω τω μέρει τα πληγάς εκείνας εδέξω.
Υπέρ ανθρώπων εκείνος είλετο την τελευτήν υπέρ αυτού και των
ανθρώπων ετελεύτησας αυτός. Ω Χριστού μεν εταίρε, Χριστού δε
μιμητά”. “Πάσα δε η πόλις παρρησιαζόμεθα την ευσέβειαν, επί
τω μαρτυρίω του Μεγάλου Δημητρίου καυχώμενοι».
Τι μαθαίνουμε εμείς από τον βίο του Αγίου Δημητρίου;
Διδασκόμαστε την πραγματική πίστη και την αυτοθυσία στο
όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βλέπουμε, ότι ένας
άνθρωπος προτίμησε το στεφάνι από τον Κύριό μας, παρά τις
δόξες και τα πλούτη των ανθρώπων. Μας κάνει να αναρωτηθούμε,
σε ποια θέση βάζουμε εμείς σήμερα τον Χριστό και τι
επιδιώκουμε στην ζωή μας. Μας κάνει να σκεφτούμε τι θεωρούμε
σημαντικό, την γήινη ευημερία μας ή το αιώνιο μέλλον μας.
Ας βάλουμε καλά στο μυαλό μας τα λόγια του Αποστόλου
Παύλου που αναφέραμε πιο πάνω:
«Ἐμοὶ
γὰρ
τὸ
ζῆν
Χριστὸς
καὶ
τὸ
ἀποθανεῖν
κέρδος»,
διότι μονάχα αυτό έχει σημασία. Ας καθαρίζουμε λοιπόν
καθημερινώς τις καρδιές μας, ανοίγοντας χώρο στον Κύριό μας
να κατοικήσει μέσα μας και τότε θα νιώσουμε την πραγματική
θεία παρηγοριά την οποία είθε να την αποκτήσουμε όλοι μας με
την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού,
στον οποίο ανήκει δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον
άναρχο Αυτού Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγαν εύρατο, εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον, η οικουμένη,
Αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον. Ως συν Λυαίου καθείλες την
έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, ούτως Άγιε
Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι
ημιν το μέγα έλεος.