«Μή φοβοῦ μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Δύο θαύματα περιγράφει ἡ σημερινή εὐαγγελική
περικοπή, ἀδελφοί μου, δύο θαύματα πού ἔχουν διαφορετική ἀφετηρία, ἔχουν
ὅμως τήν ἴδια εὐτυχῆ κατάληξη. Δύο θαύματα πού ἔχουν μία κοινή συνισταμένη,
τήν πίστη, καί ἕνα κοινό ἀποτέλεσμα, τήν ἴαση. Στό ἕνα ὁ πατέρας, ὁ ἄρχων τῆς
συναγωγῆς Ἰάειρος, ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τή θυγατέρα του. Στό
δεύτερο ἡ αἱμορροῦσα γυναίκα πλησιάζει τόν Χριστό καί ἀγγίζει τό κράσπεδο τοῦ
ἱματίου του, χωρίς νά ζητήσει τίποτε, χωρίς νά πεῖ τίποτε, χωρίς κἄν νά γίνει
ἀντιληπτή, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ πού βρισκόταν δίπλα του.
Καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί
τῶν δύο. Ἀνταποκρίνεται στή συστολή καί τή διακριτικότητα τῆς γυναίκας, πού
δέν τολμᾶ νά τοῦ ζητήσει τή χάρη, πού δέν τολμᾶ νά τόν παρακαλέσει γιά τή θεραπεία
της. Ἀνταποκρίνεται ὅμως καί στό αἴτημα τοῦ πατέρα, τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού
τολμᾶ νά προστρέξει σ’ αὐτόν, ἀδιαφορώντας γιά τό ἀξίωμα καί τήν ὑψηλή κοινωνική
του θέση, ἀδιαφορώντας γιά τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος.
Ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί τῶν δύο
ἀνθρώπων πού τόν πλησιάζουν, γιατί ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει πώς καί τό
σιωπηλό αἴτημα τῆς αἱμορροούσης καί τόν ἔνηχο αἴτημα τοῦ Ἰαείρου εἶναι
αἰτήματα πίστεως. Καί αὐτή τήν πίστη θέλει νά ἀναδείξει ὁ Ἰησοῦς, αὐτή τήν πίστη
θέλει νά διδάξει στούς ἀνθρώπους πού τόν περιστοιχίζουν, γιατί αὐτή ἡ πίστη
εἶναι τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας.
Γι’ αὐτό καί ἐπαινεῖ δημόσια τήν πίστη τῆς
γυναίκας, ὄχι γιατί θέλει νά τήν ἐκθέσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιατί
θέλει νά τήν προβάλλει ὡς παράδειγμα ὑπερόχου πίστεως πού εἶναι εὐάρεστη στόν
Θεό.
Γι’ αὐτό καί ἐπιτρέπει νά πεθάνει ἡ θυγατέρα
τοῦ Ἰαείρου, ὥστε νά δοκιμασθεῖ τό μέγεθος τῆς πίστεώς του καί νά λάμψει σέ
ὅλο της τό μεγαλεῖο.
Στήν πρώτη περίπτωση, στήν περίπτωση τῆς
αἱμορρούσης γυναίκας, ἡ πίστη προϋπάρχει καί ὁ ἔπαινος τῆς πίστεως ἕπεται ὡς
ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπάρξεώς της. Στή δεύτερη, στήν περίπτωση τοῦ Ἰαείρου,
ὑπάρχει ἀλλά ἐνισχύεται σέ μία κρίσιμη στιγμή ἀπό τήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ «μή
φοβοῦ, μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Πίστη καί σωτηρία εἶναι τό δίπολο πού
προβάλλει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τό ἕνα σκέλος αὐτοῦ τοῦ
διπόλου, ἡ σωτηρία, εἶναι κάτι πού ἀναζητοῦμε καί ἐπιδιώκουμε ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι, εἴτε πρόκειται γιά τή σωτηρία μας καί τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό ἀσθένειες
καί δυσάρεστα γεγονότα, ὅπως συνέβη μέ τά πρόσωπα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ
ἀναγνώσματος, εἴτε πρόκειται γιά τή μελλοντική καί αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς
μας.
Τό ἄλλο σκέλος, ἡ πίστη, εἶναι αὐτό πού εἶναι
ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία μας καί τήν πρόσκαιρη καί τήν αἰώνια,
καί εἶναι αὐτό πού πρέπει, ἀδελφοί μου, νά ἀποκτήσουμε μέ κάθε τρόπο καί κάθε
θυσία, ἄν θέλουμε νά κερδίσουμε καί τή σωτηρία μας.
Καί ἡ πίστη αὐτή πού μᾶς χρειάζεται δέν εἶναι
μία πίστη ἀκαδημαϊκή, μία πίστη θεωρητική, μία πίστη πού διδάσκεται στά
σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια τοῦ κόσμου, μία πίστη πού περιγράφεται στά
βιβλία καί πού μαθαίνεται, ὅταν τά διαβάσουμε. Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική,
μία πίστη πού στηρίζεται στό βίωμα, μία πίστη πού μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός μέσα
ἀπό τά περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας, μέσα ἀπό τίς δυσκολίες καί τά
προβλήματα πού συναντοῦμε, μέσα ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς δοκιμασίες πού ὑπομένουμε.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική πού στηρίζεται στήν προσωπική μας γνωριμία μέ τόν
Χριστό, μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί τά μυστήριά της, μέσα ἀπό τήν ἐπαφή μέ
τούς ἁγίους, μέσα ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός καί στόν σύγχρονο κόσμο.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική τῆς ὁποίας γινόμαστε καί ἐμεῖς μέτοχοι, ὅταν σάν τόν
Ἰάειρο προστρέχουμε καί ἐμεῖς στόν Χριστό καί μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη τοῦ
ἀναθέτουμε τά προβλήματα καί τίς ἀγωνίες τῆς ζωῆς μας καί τῆς οἰκογενείας
μας. Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική πού τήν μαθαίνουμε, ἀδελφοί μου, ὅταν
στριμωχνόμαστε καί ἐμεῖς δίπλα στόν Ἰησοῦ, ὅπως τό ἔκανε ἡ γυναίκα τῆς
σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὅταν προσπαθοῦμε νά ἀγγίξουμε τό κράσπεδο
τοῦ ἱματίου του ἔχοντας ἀποβάλει τήν ἀλαζονεία μας καί ἐλπίζοντας ὅτι καί
μόνο ἡ ἐπαφή μας μαζί του μπορεῖ νά θεραπεύσει τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας, τά
τραύματα τῶν ἁμαρτιῶν μας καί νά μᾶς χαρίσει τήν ἴαση καί τή θεραπεία.
Ἀδελφοί μου, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε καί
ἐμεῖς τή θεραπεία καί τή σωτηρία μας, ἄς πλησιάσουμε τόν Χριστό φέρνοντας μαζί
μας ὅλα τά προβλήματά μας, ὅλες τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, καί
ὅποιον δρόμο κι ἄν διαλέξουμε, εἴτε τόν δρόμο τῆς σιωπηλῆς ἐκζητήσεως τῆς
βοηθείας του, αὐτόν πού ἀκολούθησε ἡ γυναίκα, εἴτε τόν δρόμο τῆς θαρραλέας
ὁμολογίας τοῦ Ἰαείρου, νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἄν διαθέτουμε τήν πίστη πού
χρειάζεται, θά ἀκούσουμε καί ἐμεῖς ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ τό «ἡ πίστις σου
σέσωκέν σε».
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων