Ζούμε
σε μία εποχή επιφανειακή. Οι άνθρωποι με δυσκολία προσπαθούμε να δούμε τι
κρύβεται πίσω από τα γεγονότα της ζωής μας. Αλλά και πίσω από τα γεγονότα που
μας παρουσιάζονται ως σημαντικά, δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε έναν αγώνα
ανάλυσης, επιχειρημάτων, να διαλεχθούμε, να ρωτήσουμε, να σχηματίσουμε σφαιρική
γνώμη. Μένουμε σ’ αυτήν την κατ’ όψιν κρίση. Παρατηρούμε και αυθόρμητα την
πρώτη σκέψη που μας έρχεται στον νου την υιοθετούμε. Διαπιστώνουμε τις
συνέπειες αυτής της θέασης τόσο στην κοινωνική και συλλογική ζωή μας, όσο και
στην προσωπική μας ζωή. Ιδίως στην τελευταία η κατ’ όψιν κρίση εύκολα γίνεται
κατάκριση, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μας να είναι επιφανειακές. Η
επιφανειακότητα μάλιστα συνδυάζεται με το εφήμερο. Το σήμερα. Το εδώ και τώρα.
Και δεν είναι απλώς η υιοθέτηση του λόγου του Χριστού να κοιτούμε μόνο την
σημερινή μέρα και να αφήνουμε το αύριο στον Θεό. Μας ενδιαφέρει αποκλειστικά το
τώρα με την χρησιμότητα και την ηδονοθηρία να μας οδηγούν στην σαγήνη του
εφήμερου.
Αυτή
η νοοτροπία συνεχίζει να υπάρχει και στον χώρο της πίστης. Παρότι πολλοί
άνθρωποι έχουν αναζητήσεις, δεν μένουν ευχαριστημένοι με την θρησκευτική
συνήθεια, θέλουν να μάθουν και να καλλιεργηθούν στην πιο ουσιαστική θεώρηση της
ζωής της Εκκλησίας, μελετούν το Ευαγγέλιο, σχηματίζουν άποψη με βάση και τον
διάλογο με την κοσμική πραγματικότητα, δεν αρκούνται σε μία ηθικιστική,
συμπεριφορική αλλαγή του νου, αλλά θέλουν με την καρδιά τους να ζήσουν τον Θεό,
κοινωνούν συχνότερα, εντούτοις η πλειοψηφία όσων θεωρούν τους εαυτούς τους
πιστούς μένουν στην επιφανειακότητα σε δύο επίπεδα: τόσο σ’ αυτό της γνώσης της
πίστης, όσο και σ’ αυτό της εμπειρίας. Η εμπειρία δεν έγκειται στην «κατανάλωση»
λατρευτικών ακολουθιών ή στην μετοχή σε συνάξεις εκκλησιαστικές. Έχει να κάνει
με την απόφαση να είναι η ζωή σύμφωνα με την πίστη. Να είναι η διαχείριση της
καθημερινότητας, των σχέσεων, της αντίληψης για το τι σημαίνει πολίτης, πιστός,
οικογενειάρχης, άνθρωπος κοινωνικός πορεία σύμφωνα με την αλήθεια του
Ευαγγελίου, όχι ιδεολογικά, αλλά κατά Χριστόν, διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια,
Πρόσωπο είναι η Αλήθεια.
Ο
απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους, αναφέρει ότι οι χριστιανοί έχουμε
την διαθήκη, την συμφωνία του Θεού με μας ότι και θα μας ευλογεί και θα
πληθύνει τους καρπούς της ζωής μας, κυρίως τους πνευματικούς, ως ασφαλή ελπίδα
και σίγουρη, «εισερχομένην εις το
εσώτερον του καταπετάσματος, όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, κατά την
τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα» (Εβρ. 6, 19-20). «Μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου
μπήκε πριν από μας και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα όπως ο
Μελχισεδέκ». Ο λόγος αυτός μας δείχνει ότι η πίστη στον Θεό είναι ελπίδα, η
οποία μας εισάγει στα Άγια των Αγίων, αφήνει πίσω την κουρτίνα, το καταπέτασμα
που χώριζε το θυσιαστήριο του ιουδαϊκού ναού από το ιερό και τον υπόλοιπο ναό,
και μας κάνει όλους μετόχους της αποκεκαλυμμένης αλήθειας που ο Ίδιος ο Χριστός
μας προσέφερε: μετόχους της θείας ευχαριστίας, της κοινωνίας μαζί Του, η οποία
δεν είναι διανοητική και ιδεολογική, αλλά μεταμορφωτική της υπάρξεώς μας, από
την στιγμή που Εκείνος προσλαμβάνεται από μας ως τροφή, φάρμακο και αφθαρσία.
Τροφή διότι το Σώμα Του και το Αίμα Του κοινωνούμε, όχι όμως ως
υλική πραγματικότητα, αλλά ως ενεργούσα το μυστήριο της κατά χάριν θεώσεως,
δηλαδή της κατοικίας του Θεού εντός μας, της καταστήσεώς μας παιδιών Του,
φίλων, αδελφών, οικείων, ένεκα της μετοχής μας στην τράπεζα που δίνει ζωή. Φάρμακο διότι ο Χριστός γιατρεύει την
αμαρτία της υπάρξεώς μας, την συνεχή δηλαδή επιλογή να αφήνουμε τον Θεό και να
θεοποιούμε τον εαυτό μας, να λύνουμε τις δοκιμασίες της ζωής και να
προσανατολίζουμε την πορεία μας κατά το θέλημά μας και όχι κατά το Ευαγγέλιο,
το να μην είναι ο νους και η καρδιά μας σε συντονισμό με τον Θεό, αλλά να είναι
Εκείνος ένας παρείσακτος κάποτε, συνήθως στις ανάγκες μας, της συνήθειας και
της παράδοσης, καθότι το πνευματικό βάρος που βιώνουμε δεν μας φαίνεται βαρύ. Και
αυτό μάς κάνει να αμαρτάνουμε και έμπρακτα, με λογισμούς, πράξεις, συμπεριφορές
εναντίον του πλησίον μας, αλλά και με ελαφρότητα έναντι των εντολών του Θεού,
κυρίως έναντι της αγάπης που ζητά να έχουμε προς πάντας, ακόμη και προς τους
εχθρούς μας. Αφθαρσία, διότι η
είσοδος στο εσώτερον του καταπετάσματος δεν μένει στο σήμερα, αλλά είναι
κατάσταση αγιότητας, δηλαδή κοινωνίας με τον Θεό για πάντα, όσες δυσκολίες κι
αν εμφανιστούν στην ζωή μας, ακόμη και μέσα από το πέρασμα του θανάτου.
Η είσοδος στο εσώτερον του
καταπετάσματος σημαίνει βίωση του νοήματος της ζωής όχι ως ιδέας, αλλά μέσα από
την κοινωνία με τον Χριστό. Αυτός είναι η Αλήθεια, Αυτός μας μεταμορφώνει,
Αυτόν σκεφτόμαστε, Αυτόν αναζητούμε, Αυτόν υπολογίζουμε, Αυτός λειτουργεί ως η
αφύπνισή μας για να μην μένουμε στο επιφανειακό. Όσοι προσπαθούμε να βιώσουμε
αυτήν την σχέση δεν μένουμε και στην κοσμική επιφανειακότητα και επιφάνεια,
αλλά εισερχόμεθα στην οδό και τον τρόπο της αγάπης. Δεν λησμονούμε την καλοσύνη
έναντι των συνανθρώπων μας, όπως επίσης και την αποφασιστικότητα έναντι του
όποιου κακού, όχι όμως με σκοπό να απορρίψουμε, αλλά να συνυπάρξουμε, να μοιραστούμε
την χαρά της εισόδου στο εσώτερον και την ίδια στιγμή να συμπαθήσουμε όσους δεν
θέλουν ή δεν μπορούν. Να μένουμε κομιστές
της ελπίδας και για μας και για όποιον θέλει να συνοδοιπορήσει. Και με
ταπείνωση να μετέχουμε στην Ευχαριστία της Εκκλησίας. Γιατί μόνο σ’ αυτήν
συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε αυτήν την μοναδική τιμή. Να βιώνουμε την διαθήκη
του Θεού ως δυνάμει θεοί κι εμείς κατά χάριν. Ακόλουθοι του Χριστού.
Προνομιούχοι αιωνιότητας.