Ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν
ἀρνεῖται τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν αὐτοὶ ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ σὲ αὐτόν,
ἀλλὰ τοὺς δέχεται μὲ μεγάλη χαρά. Τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἴδια χαρὰ ποὺ
δείχνει καὶ γιὰ ὅσους ἀγωνίστηκαν καὶ πέτυχαν τὴν ἀρετή. Δὲν ἐπιθυμεῖ ὁ
Θεὸς τὴν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ ζωὴ ποὺ εἶχαν πρὸ τῆς ἐπιστροφῆς τους
ἦταν ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Μιὰ τέτοια ζωὴ δὲν εἶναι παρὰ
πικρὴ παίδευση καὶ ἄρα ἀρκετὴ τιμωρία γιὰ αὐτούς. Τοῦτο ἐπισημαίνει ὁ
προφήτης Ἱερεμίας: «παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου
ἐλέγξει σε˙ καὶ γνῶθι καὶ ἰδέ, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ,
λέγει Κύριος ὁ Θεός σου».
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ
ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία συναντᾶ τὶς ἀνοικτὲς ἀγκάλες τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸν
δικάζει, δὲν τοῦ κάνει ἀκριβόλογες ἀνακρίσεις καὶ δὲν τοῦ κρατᾶ κακία. Ὁ
Θεὸς εἶναι Πατέρας, πλήρης ἀγάπης καὶ συγχωρητικότητας, ὄχι ἄτεγκτος
δικαστής. Προσφέρει ἀφειδῶς στὸν ἐπιστρέφοντα ἁμαρτωλὸ μονάχα ἀγάπη,
ἀποδοχὴ καὶ συγχώρεση.
Οὐδεὶς σοβαρὸς ἰατρὸς δὲν ἀφήνει στὴν
ἄκρη τὴ φροντίδα πρὸς τὸν ἀσθενῆ ποὺ πονᾶ καὶ ὑποφέρει γιὰ νὰ ζητήσει
ἐξηγήσεις, νὰ καταλογίσει εὐθύνες καὶ νὰ τιμωρήσει τὴν ἀταξία ποὺ τὸν
ὁδήγησε στὸν πόνο. Καὶ ἐὰν καθ᾽ ὑπόθεση ἔπρεπε ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ τιμωρηθεῖ
ὁπωσδήποτε, ἡ βιωτὴ μακριὰ τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀρκετὴ τιμωρία. Ἐνόσῳ ζεῖ ὁ
ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ξέχωρα τῆς Χάριτός του, εἶναι δυστυχὴς καὶ
ἀπελπισμένος καὶ ἄδειος. Τὴν κατάσταση αὐτὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
ὀνομάζουν πνευματικὸ θάνατο. Ἀντιθέτως, ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν
Θεὸ εἶναι ἀναγέννηση καὶ ἀνάσταση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ σπλαχνικὸς πατέρας τῆς
παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, δεχόμενος μὲ χαρὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ υἱοῦ του, καὶ
χωρὶς νὰ πολυπραγμονεῖ γιὰ τὴ συμπεριφορὰ ποὺ ἐπέδειξε στὴ χώρα, ὅπου
εἶχε μεταβεῖ, εἶπε πώς «οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὸς ἦν καὶ
εὑρέθη».
Ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μακριὰ τοῦ
Θεοῦ ἦταν καὶ ἀρκετοὶ ἅγιοι. Μία ἐξ αὐτῶν ἦταν καὶ ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία,
τὴ μνήμη τῆς ὁποίας τιμοῦμε σήμερα. Αὐτὴ ζοῦσε ζωὴ ἔκλυτη καὶ ἀνήθικη.
Κάποια στιγμή, ὅμως, «εἰς ἑαυτὸν ἐλθοῦσα», μετανόησε, ἄφησε πίσω τὸ
ἁμαρτωλό της παρελθόν, ἀγωνίστηκε, προσέγγισε τὸν ἀγαθὸ Θεό, ἔλαβε τὴν
παρηγοριά του καὶ μὲ θάρρος προχώρησε στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς
ἁγιότητας. Ὁ βίος της γιὰ χάρη μας γράφτηκε. Ἄνθρωπος ὁμοιοπαθὴς μὲ ἐμᾶς
ἦταν λοιπὸν ἡ Μαρία. Δὲν ἦταν κάτι τὸ διαφορετικό˙ τὶς ἴδιες ἀδυναμίες
εἶχε καὶ στὰ ἴδια πάθη μὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς ἦταν ὑποδουλωμένη. Γι᾽ αὐτὸ
καὶ ἡ μετάνοια ποὺ ἐπέδειξε δὲν ἦταν κάποια ἀλλαγὴ ποὺ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι
δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν. Ἀντιθέτως, ἡ μετάνοιά της εἶναι τὸ ἄριστο
παράδειγμα τοῦ πόσο ψηλὰ μπορεῖ νὰ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο φιλάνθρωπα
τὸν ἀποδέχεται ὁ ἀνεξίκακος Κύριος.
Γνωρίζοντας λοιπὸν πὼς καὶ οἱ ἅγιοι
ὀλίσθησαν στὴν ἁμαρτία καὶ ἐν συνεχείᾳ σηκώθηκαν, ἀφοῦ προσέπεσαν στὸν
Θεὸ ποὺ συγχωρεῖ κάθε σφάλμα, μικρὸ ἢ μεγάλο, δὲν θὰ πρέπει νὰ
καταντήσουμε στὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία γιὰ τὶς πτώσεις μας. Ἂς
θυμόμαστε ὅτι ἡ ἀπελπισία εἶναι πρᾶγμα ἐπικίνδυνο. Ἂν καταντήσουμε σὲ
αὐτὴ θὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ σηκωθοῦμε καὶ νὰ προσβλέψουμε στὸν
Θεό. Ὁ Ἰούδας ἔγινε αὐτόχειρας, διότι κατελήφθη ἀπὸ ἀπελπισία. Δὲν
προσῆλθε ἐν μετανοίᾳ στὸν ἀνεξίκακο Θεό, δὲν ἔκλαυσε γιὰ τὴν πράξη του,
δὲν ζήτησε τὴν ἄφεση τοῦ σφάλματός του. Θέλησε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν
προδοσία μόνος του καὶ ἐγωϊστικά, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ νοῦς του σκοτίστηκε μὲ
κατάληξη τὴν ἀγχόνη.
Συνεπῶς, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε σὲ
ἐνδεχόμενες πτώσεις μας. Ἂς ἐκζητήσουμε ἐν μετανοίᾳ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
καὶ ἂς εἴμαστε σίγουροι ὅτι θὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ ὡς φιλάνθρωπος Πατέρας.