Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ´
Ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940, στὸ Ἐθνικὸ Μηναῖο, δὲν εἶναι μία ἁπλή, συνήθης
ἡμερομηνία. Εἶναι ἡμεροχρονολογία ὁρόσημο. Γιατὶ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἑνὸς
ἄνισου καὶ ἄδικου πολέμου κατὰ τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ Γολιὰθ παλεύει μὲ τὸν Δαβίδ. Ὁ Νέστωρ μὲ τὸν Λυαῖο. Ἀλλ᾿ ἡ μικρὴ Ἑλλάδα νικᾶ καὶ θριαμβεύει καὶ μεγαλουργεῖ.
Φθάνει ὥστε νὰ διακηρύξουν γι᾿ αὐτὴν ὅτι: «Ἕως τώρα ἐλέγαμε ὅτι οἱ
Ἕλληνες πολεμοῦν σὰν ἥρωες. Τώρα θὰ λέγομεν ὅτι οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν
Ἕλληνες».
Θαῦμα ἦταν ἡ ἐποποιΐα τοῦ ΄40. Θαῦμα μὲ τὴν βοήθεια τῆς προστάτιδος
τοῦ Ἔθνους, τῆς Παναγίας, τῆς «Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ», γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα
τὴν ἑορτάζουμε, τὴν εὐχαριστοῦμε καὶ τὴν εὐγνωμονοῦμε. Τὴν Ἁγία Σκέπη.
Ἀνοίγοντας τὸ Ἐθνικὸ αὐτὸ Μηναῖο θὰ σταθοῦμε στὸ κεφάλαιο: Ἡ προσφορὰ τῆς ἐκκλησίας στὸ ἔπος τοῦ ΄40.
Τυγχάνει ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἔδειξε
ἀκατάβλητο ἡρωϊσμό. Ἀλλὰ ἀπὸ ποία πηγὴ ἀντλοῦσε ἡρωϊσμὸ καὶ ἐπετέλεσε τὸ
θαῦμα αὐτὸ τοῦ 1940; Ἡ πηγὴ ἦταν ἡ πίστη στὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ δυνατὴ πίστη
ἔδωσε τὴν πνευματικὴ ἰσχὺ σ᾿ ὅλο τὸ μέτωπο.
Ἀκριβῶς ἐδῶ προβάλλει ἡ ἀνεκτίμητη προσφορὰ τῆς μάνας Ἐκκλησίας. Ἀπὸ
τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, τὴν μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ
φυσιογνωμία, μέχρι τὸν ἡρωϊκὸ ἱερέα πάνω στὰ βουνὰ στὴ δίνη τῶν
πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων.
Διεκήρυττε, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στὸ Διάγγελμά του πρὸς τὸν Ἑλληνικὸ λαό, στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940:
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
Ἡ Α. Μ. ὁ Βασιλεὺς καὶ ὁ πρόεδρος τῆς Ἐθνικῆς ἡμῶν Κυβερνήσεως,
καλοῦν ἡμᾶς πάντας ἵνα ἀποδυθῶμεν εἰς Ἅγιον ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος
ἀμυντικὸν ἀγῶνα.
Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ καὶ πέποιθεν ὅτι τὰ τέκνα τῆς
Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τὸ κάλεσμα Αὐτῆς καὶ τοῦ Θεοῦ θὰ σπεύσουν ἐν μίᾳ
ψυχῇ καὶ καρδίᾳ νὰ ἀγωνισθοῦν ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν καὶ τῆς Ἐλευθερίας
καὶ τιμῆς καὶ θὰ συνεχίσουν οὕτω τὴν ἀπ᾿ αἰώνων πολλῶν ἀδιάκοπτον σειρὰν
τῶν τιμίων καὶ ἐνδόξων ἀγώνων καὶ θὰ προτιμήσουν τὸν ὡραῖον θάνατον ἀπὸ
τὴν ἄσχημον ζωὴν τῆς δουλείας.
Καὶ μὴ φοβούμεθα ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ
δυναμένων ἀποκτεῖναι, ἂς φοβούμεθα δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ
σῶμα ἀπολέσαι. Ἐπιρρίψωμεν ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμναν ἡμῶν καὶ αὐτὸς θὰ
εἶναι βοηθὸς καὶ ἀντιλήπτωρ ἐν τῇ ἀμύνῃ κατὰ τὴς ἀδίκου ἐπιθέσεως τῶν
ἐχθρῶν.
Οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ
Θεοῦ καὶ ἐν τῆ γενναιότητι καὶ ἀνδρείᾳ μεγαλυνθησόμεθα. Ἡ Χάρις τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἐπὶ πάντων
ἡμῶν.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ
Προσέτι ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν ἐξαπέλυσε πρὸς τὸν Ἱερὸ Κλῆρο τὴν κάτωθι Ἐγκύκλιο:
«Ὡς γνωστὸν τὸ Ἔθνος ἐκηρύχθη ἐν ἐπιστρατεύσει... Εἰς τὴν πρόσκλησιν
ταύτην δὲν πρέπει νὰ ὑστερήσῃ ὁ Ἱερὸς Κλῆρος, ὁ ὁποῖος εἰς πᾶσαν ἐθνικὴν
περιπέτειαν πρωτηγωνίστησεν...
Ὅθεν... παρακαλοῦμεν πάντας ὑμᾶς, ὅπως μὴ ἀπομακρύνησθε τῶν ἐνοριῶν
καὶ τῶν Ἱερῶν Ναῶν ὑμῶν, παρέχοντες πάντοτε πρόθυμον τὴν ὑμετέραν
συνδρομὴν καὶ βοήθειαν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς ἡμῶν ἐνορίτας, ἐνθαρρύνοντες
καὶ παρηγοροῦντες αὐτοὺς καὶ προφρόνως συντρέχοντες εἰς τὰς ἀνάγκας
αὐτῶν, ὅπου ζητηθῇ ἡ ὑμετέρα ἀρωγὴ καὶ ἀντίληψις, προσκαρερῆτε δὲ τῇ
προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει, τακτικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἐν πάσῃ εὐλαβείᾳ καὶ ἐν
φόβῳ Θεοῦ ἐπιτελοῦντες καθ᾿ ἑκάστην πρωτίστως μὲν ἁπάσας τὰς
ἐνδιατάκτους Ἀκολουθίας Ἑσπερινοῦ, Ὄρθρου καὶ Λειτουργίας, ἰδίᾳ δὲ καὶ
καθ᾿ ἑκάστην ἑσπέραν τελῆτε τὴν Ἀκολουθίαν τῆς Παρακλήσεως «Ὑπὲρ εἰρήνης
καὶ καταστάσεως τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ
Ἐκκλησιῶν, Ὑπέρ... εὐοδώσεως καὶ ἐνισχύσεως τοῦ φιλοχρίστου κατὰ γῆν,
θάλασσαν καὶ ἀέρα Στρατοῦ ἡμῶν, διαφυλάξεως, σκέπης, βοηθείας καὶ
ἀντιλήψεως τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Ἔθνους...».
Εἰδικότερα, οἱ Ἀρχιερεῖς εἴτε μὲ τὸν θαρρετὸ λόγο τους, εἴτε μὲ τὶς
Ἐγκυκλίους τους πρωτίστως μὲ τὴν παρουσία τους ἐνεθάρρυναν τὸν Ἑλληνικὸ
στρατό, νὰ μὴν περιπέσει σὲ ἡττοπάθεια, συνέδραμον ποικιλοτρόπως σὲ
πολλὰ ἐπίπεδα ὥστε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἄδικον τοῦ πολέμου καὶ νὰ
προστατευθεῖ ἡ ἀκεραιότητα καὶ ἡ τιμὴ τῆς πατρίδος.
Ὁ εἰδικὸς Τόμος ὑπὸ τὸν τίτλον «Μνῆμες καὶ Μαρτυρίες ἀπὸ τὸ ΄40 καὶ
τὴν Κατοχή, ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας τὸ 1940-1944», ἔκδοση τοῦ Κλάδου
Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καὶ Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2000 ἀναγράφει πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ὅλη δράση τῶν
Ἑλλήνων Ἀρχιερέων, τὸν ἀγῶνα στὸ Μέτωπο καὶ τὶς θυσίες τους.
Ἐπίσης οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ μοναχοὶ ἦταν παντοῦ. Οἱ
στρατιωτικὲς μονάδες ξεκίνησαν γιὰ τὴν Πίνδο, τὸ Καλπάκι καὶ τὶς ἄλλες
βουνοκορφὲς μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς τους.
Οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ στρατιῶτες τοὺς ἔβλεπαν νύκτα καὶ μέρα ὡς
πνευματικοὺς πατέρες καὶ ἀρχηγούς τους. Ἀκόμη καὶ στὰ χαρακώματα
ἐπήγαιναν οἱ κληρικοί μας γιὰ νὰ τονώσουν πνευματικὰ τὸν Ἕλληνα
πολεμιστή.
Καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκεια ποὺ κράτησε ὁ ἀγώνας οἱ Ἕλληνες ἱερεῖς,
γενναῖοι καὶ ἀτρόμητοι, ὡπλισμένοι μὲ τὸν «θώρακα τῆς πίστεως» δὲν
ἐλογάριασαν στερήσεις, πεῖνα, κρύο, βροχές, χιόνια, κρυοπαγήματα,
βομβαρδισμοὺς καὶ πολυβολισμούς. Μὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἀκατάβλητη
δραστηριότητα γύριζαν τὶς μεγάλες καὶ τὶς μικρὲς μονάδες τοῦ στρατοῦ καὶ
ἐπιτελοῦσαν τὸ ὑπέροχον ἔργον τῆς ψυχικῆς τόνωσης. Ἦταν ἐκεῖ. Δίπλα
στὸν Ἕλληνα πολεμιστὴ στρατιώτη.
Χιλιάδες ἐθνικοθρησκευτικὰ κηρύγματα ἔγιναν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τὸ
ἑξάμηνον τοῦ ἀγῶνα. Ἕνα πλῆθος λειτουργίες ἐτελέσθησαν. Τόσοι καὶ τόσοι
πολεμιστὲς ἐξωμολογήθησαν καὶ κοινώνησαν. Ἀμέτρητα χριστιανικὰ ἔντυπα
καὶ βιβλία, ἀλλὰ καὶ εἰκόνες τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τῆς Παναγίας,
ἐμοιράσθησαν στοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ τοὺς στρατιώτας. Τραυματιζόντουσαν
οἱ στρατιῶτες· καὶ πάλιν ἐκεῖ παρὰ τὸ πλευρόν τους ὁ ἱερεύς. Ἐφονεύετο
ἄλλος· μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὁ ἱερεὺς ἔψαλλε
τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία· ἔλεγε τό: «Αἰωνία ἡ μνήμη».
Ἀλλὰ καὶ στὰ μετόπισθεν ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἐξόχως
εὐεργετική. Εὐεργετικὴ μὲ τὴν κάθε εἴδους προσφορὰ στὸ λαό, στοὺς
ἡλικιωμένους, στὶς γυναῖκες, στὰ παιδιά.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος διοργάνωσε ἀμέσως μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου
τὴν «Πρόνοια Στρατευομένων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν». Κινητοποίησε περὶ
τοὺς 2000 συνεργάτες-ἐθελοντές, οἱ ὁποῖοι πρόσφεραν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ
καθοδήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τὴν συνεργασία του ἀνεκτίμητες
ὑπηρεσίες στὶς οἰκογένειες τῶν στρατευθέντων καὶ στὴν ὅλη ἑλληνικὴ
κοινωνία, ἡ ὁποία ἤθελε στήριγμα καὶ ἐνίσχυση στὴν χρονικὴ αὐτὴ περίοδο.
Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἔργο εἶχε τρεῖς τομεῖς. α). Τὴν ἠθικὴ ἐνίσχυση τῶν
ἀξιωματικῶν καὶ στρατιωτῶν στὸ μέτωπο μὲ ἐπιστολές, βιβλία, φυλλάδια,
εἰκόνες, ἄλλα χρήσιμα προσωπικὰ ἀντικείμενα. β). Τὴν μέριμνα γιὰ τοὺς
τραυματίες καὶ γ). τὴν συμπαράσταση στὶς οἰκογένειες ποὺ ἔμεναν στὰ
μετόπισθεν, μὲ βοήθεια ἰατρική, νομική, οἰκονομικὴ καὶ ἀκόμη προστασία
τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν. Ποιὸς θὰ ἔδειχνε στοργὴ γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ
ξαφνικὰ ὀρφάνευαν;
Συγκεκριμένα, τριακόσιοι ἐθελοντὲς ἰατροὶ ἦσαν καθημερινῶς στὴ
διάθεση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου γιὰ τὴν ἰατρικὴ μέριμνα τῶν οἰκογενειῶν τῶν
στρατευσίμων. Πενήντα νομικοὶ μὲ ὑπεύθυνο τὸν καθηγητὴ τῆς Νομικῆς
Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γ. Ράμμο παρεῖχαν τὴν νομικὴ κάλυψη.
Καθημερινῶς ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐνημερωνόταν γιὰ τὴν ὅλη πορεία τῆς
δράσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν κεντρικὸ ὑπεύθυνο ἀρχιμ. Ἱερώνυμο Κοτσώνη
(μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο), ἐνῶ δὲν παρέλειπε τὶς ἐπισκέψεις του στὰ
στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα ποὺ ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ τραυματίες τοῦ πολέμου.
Ἀκόμα καὶ εἰδικὴ προσευχὴ συνέταξε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος
γιὰ νὰ τὴν λέγουν τὰ παιδιά, οἱ μαθητές, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου.
Ἀξίζει νὰ τὴν παραθέσουμε:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ ἀγαπᾶς τόσο πολὺ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου,
Σὲ παρακαλοῦμε ἄκουσε τὴν προσευχή μας: Δέξου τὶς εὐχαριστίες μας, γιατὶ
γεννηθήκαμε ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς καὶ εἴμαστε Ἕλληνες καὶ γιατὶ
ἔστειλες κοντά μας, ἐκτὸς ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς μας, ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν
καὶ μᾶς φροντίζουν.
Σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς ὀμορφιὲς ποὺ ἔχει ἡ φύση, τὸ λαμπρὸ ἥλιο, τὸν
καθαρὸ ἀέρα, τὰ ὡραῖα λουλούδια. Σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν τροφὴ ποὺ
τρῶμε, τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶμε, τὰ γράμματα ποὺ μαθαίνουμε. Σὲ εὐχαριστοῦμε
γιὰ τὴ δύναμη καὶ τὴ βοήθεια ποὺ δίνεις στὸ Στρατό μας καὶ Σὲ
παρακαλοῦμε νὰ εἶσαι πάντα μαζί του καὶ νὰ τὸν προστατεύεις.
Σὲ παρακαλοῦμε, συγχώρεσέ μας, ἂν Σὲ κάνουμε καμία φορὰ νὰ λυπᾶσαι
γιατὶ δὲν εἴμαστε τόσο καλοί, ὅσο Ἐσὺ θὰ ἐπιθυμοῦσες, καὶ βοήθησέ μας νὰ
κάνουμε μὲ χαρὰ τὸ θέλημα τὸ δικό Σου.
Σὲ παρακαλοῦμε, στὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ πολέμου, φύλαξε ἀπὸ κάθε κακὸ
τοὺς γονεῖς μας, τοὺς δασκάλους μας, τοὺς συμμαθητές μας, τὸ μέρος ποὺ
μένουμε καὶ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα μας. Βοήθησε, Κύριε, τὴν πατρίδα μας νὰ
τελειώσει τὸν ἀγῶνα μας μὲ ΝΙΚΗ, καὶ χάρισε σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο Σου
τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπη. ΑΜΗΝ».
Ἕνας ἄλλος τομέας, ἐξόχως σημαντικὸς γιὰ τὴν ἐποχὴ ἦταν τὸ θεῖον
κήρυγμα. Ἦταν σπουδαιότατο τὸ ἔργο αὐτὸ γιατὶ ὁ λαὸς ἤθελε ψυχικὴ
ἐνίσχυση, βάλσαμο παρηγορίας, πνευματικὴ καθοδήγηση. Ἔτσι ἀπὸ ἀξιολόγους
ἱεροκήρυκες τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ θεῖος λόγος ἀλλὰ συνάμα καὶ ὁ
πατριωτικὸς λόγος ἐνδυνάμωσε τὴν πίστη στὸ Θεό, τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν
πατρίδα καὶ τὸ ἰδανικὸ τῆς ἐλευθερίας προσφέροντας ὑπομονή, ἐλπίδα,
ὅραμα νίκης.
Σπουδαία ὑπῆρξε ἀκόμη καὶ ἡ προσφορὰ στὴν ἐποποιΐα τοῦ ΄40 ὅλων τῶν
Ἱερῶν Μονῶν τῆς πατρίδος μας καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἡ ἀδιάκοπη
προσευχή, οἱ καθημερινὲς Θεῖες Λειτουργίες, οἱ Παρακλήσεις πρὸς τὴν
Παναγία ἀλλὰ καὶ ὑλικὴ καὶ ποικίλη ἄλλη στήριξη ἦταν ὅλα αὐτὰ μαζί,
σπουδαιότατα εὐεργετήματα καὶ δωρήματα στὸν ἀγῶνα.
Κοντολογίς, θὰ λέγαμε:
Ἡ παρουσία τοῦ τιμημένου ράσου καὶ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας μὲ τὸ τρίχινο
σκοινὶ στάθηκαν ὁ ἠθικὸς ἐμψυχωτὴς γιὰ τὴν νίκη τῶν δικαίων τοῦ Ἔθνους.
Στὴ συνέχεια, παραθέτουμε μερικὰ μόνον χαρακτηριστικὰ ἱστορικὰ
στοιχεῖα καὶ περιστατικά, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὸν θεῖο παράγοντα τὴν
πίστη, ποὺ προσέφερε ἡ Ἐκκλησία, πέρα ἀπὸ κάθε ὀρθολογιστικὴ ἰδεολογία.
Ὁ στρατιώτης τότε Εὐστάθιος Χ. Μπάστας (θεολόγος-συγγραφέας) θυμᾶται
μὲ συγκίνηση μιὰ Θεία Λειτουργία πάνω σὲ ξέφωτο, στὴν Τρεμπεσίνα, σὲ
ὑψόμετρο κάπου χίλια ἑκατὸ μέτρα...
«Σὲ κάποια Κυριακὴ τοῦ Μαρτίου 1941, μὲ καθαρὸ οὐρανό, ἄρχισε
κατανυκτικώτατη ἡ Θεία Λειτουργία. Λειτουργὸς ὁ ἱερεὺς τοῦ 31ου
Συντάγματος τῆς Μεραρχίας, μετέπειτα ἀπὸ Κοζάνης Μητροπολίτης Πατρῶν
Κωνσταντῖνος (Πλατῆς)... Κατὰ τὴν φρικτὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων
δώρων, σὲ μικρὸ ὕψος ἀπὸ τὰ κεφάλια τοῦ ἐκκλησιάσματος, φάνηκαν ν᾿
ἀργοπετᾶνε πέντε βαρειὰ βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα τοῦ ἐχθροῦ. Μιὰ βόμβα
νἄριχναν, καθὼς ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ Ἕλληνες, θὰ γίνονταν ὅλοι τους
κομμάτια... Τὸ ἐκκλησίασμα ὅμως, ὅπως τὸ εἶχε συνηθίσει ὁ στρατιωτικὸς
ἱερέας του, ἐγονάτισε... Ἡ ἀπόφασις ἦταν, ἂν ἦταν θέλημά Του, νὰ
πετάξουν ἀπὸ τὸ ἐπίγειο
στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο. Ἡ ἱερουργία συνεχίσθηκε... τὰ ἀεροπλάνα συνέχισαν τὸν δρόμο τους... Μολονότι τὰ καταφύγια ἦταν κοντά... ἡ πίστη καὶ ἡ εὐλάβεια κράτησε γονατιστοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες στὴν ὥρα τοῦ μεγάλου κινδύνου» (Μνῆμες καὶ Μαρτυρίες... ὅπ. παρ. σελ. 157).
στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο. Ἡ ἱερουργία συνεχίσθηκε... τὰ ἀεροπλάνα συνέχισαν τὸν δρόμο τους... Μολονότι τὰ καταφύγια ἦταν κοντά... ἡ πίστη καὶ ἡ εὐλάβεια κράτησε γονατιστοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες στὴν ὥρα τοῦ μεγάλου κινδύνου» (Μνῆμες καὶ Μαρτυρίες... ὅπ. παρ. σελ. 157).
Ἕνα ἄλλο περιστατικό:
«...Παραμονὴ Θεοφανείων ἔλαβε διαταγὴ τὸ Σύνταγμά μας νὰ βαδίσει πρὸς τὴν πρώτη γραμμή. Κρίσιμες ὧρες γιὰ ὅλους.
Μόλις ἡ μέρα γλυκοχάραζε, δόθηκε τὸ σύνθημα τῆς ἐκκινήσεως. Ὁ ἱερεὺς
εἶχε φθάσει πρῶτος στὸν κεντρικὸ φαρδὺ δρόμο, ἀπ᾿ ὅπου θὰ περνοῦσε
ὁλόκληρο τὸ Σύνταγμα. Ἐκεῖ περίμενε μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὸν ἁγιασμό.
-Παππούλη, τὴν εὐχή σου, τοῦ ἔλεγαν κι ἀπομακρύνονταν.
Ὅλες οἱ γύρω πλαγιὲς ἀντιλαλοῦσαν ἀπὸ ἕνα μυριόστομο, «Σῶσον Κύριε
τὸν λαόν σου». Καὶ πολλοὶ τὸ ἄλλαζαν καὶ ἔλεγαν: «Σῶσον Κύριε τὸν
στρατόν σου!».
Ὁ Διοικητὴς παρεκάλεσε τὸν ἱερέα νὰ βρίσκεται πάντοτε ἀνάμεσα στοὺς
μαχομένους, γιατὶ καὶ μόνη ἡ παρουσία του ἐνέπνεε ἀνδρεία καὶ ἡρωϊσμὸ
στὸ στρατό... Προχωροῦσαν ἀνάμεσα στὶς ἐκρήξεις τῶν ὀβίδων...
...Ὁ ἱερεὺς ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις ἔφθασε στὸ Γκοσμάρι κι
ἀμέσως ἄρχισε τὸ μεγάλο του ἔργο. Ἡ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ στρατιῶτες
στὴν πρώτη γραμμὴ ἦταν συγκινητική. Ἀκόμα κι οἱ πιὸ ἀποθαρρυμένοι
μεταβάλλονταν σὲ ἥρωες ἔπειτα ἀπὸ τὰ λίγα λόγια ποὺ τοὺς ἔλεγε.
Τὸ ἀντίσκηνο τοῦ κάθε στρατιώτη εἶχε μεταβληθῆ σ᾿ ἕνα φτωχὸ κι
ἀπέριττο παρεκκλήσιο, μὲ τὶς εἰκόνες ποὺ εἶχε. Σὲ μερικά, ἕνα μικρὸ
καντῆλι, ἀπὸ κουτὶ κονσέρβας, ἔκαιγε μὲ τὸ λίγο λῖπος, μπροστὰ στὶς
εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας...». (Κων. Ρουμπέσης, Νοσηλευόμενος
τραυματίας (βλ. Ἡρώων γῆ, Ἀθῆναι 1950).
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης (Ὑπολοχαγὸς) Τιμόθεος Χαλόφτης (μετέπειτα Ἐπίσκοπος
Ροδοστόλου), Μεγαρεύς τῶ γένει, γράφει στὶς 2 Ἀπριλίου 1941, πρὸς τὸν
τραυματία ἀδελφό του Παναγιώτη.
«...Εἶμαι εὐτυχὴς διότι τώρα τὸν τελευταῖον καιρὸν μοῦ δίδεται ἡ
εὐκαιρία νὰ βλέπω ὅλους τοὺς στρατιώτας μου, τῶν λόχων τῆς πρώτης
γραμμῆς, καὶ νὰ δροσίζω τὸν πόνο τους καὶ νὰ σταλάζω στὶς ψυχές τους τὸ
βάλσαμο, ποὺ μόνον ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ χαρίζη. Στὴν Ἐθνική μας Ἑορτή,
εἶναι ἀδύνατον νὰ φαντασθῆς τί ἔγινε. Ὁ ἐνθουσιασμὸς ἦταν κάτι
ἀπερίγραπτο. Μόλις ἐτελείωσα τὴν Δοξολογία καὶ τοὺς ὁμίλησα, τέτοια ἦταν
ἡ χαρά τους ὥστε μὲ παρεκάλεσαν νὰ μείνω μαζί τους ὅλη τὴν νύχτα
ἐκείνη... Οἱ Ἰταλοὶ τἄκουγαν καὶ πῆγαν νὰ σκάσουν ἀπὸ τὸ κακό τους. Ὁ
Θεὸς ἂς μᾶς εὐλογῆ ἔτσι μέχρι τέλους» (Μνῆμες καὶ Μαρτυρίες... ὅπ. παρ.
σελ. 158).
Ὁ Ἀρχιμ. Τῖτος Ματθαιάκης (Ἔφεδρος Λοχαγὸς) μετέπειτα Μητροπολίτης
Παραμυθίας. Ὑπηρέτησε στὸ 2ο Στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν μὲ τὰ
παραρτήματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ Ἀρεταίειου, στὰ 1ο, 2ο, 4ο, 7ο, 8ο καὶ
9ο Στρατιωτικὰ Νοσοκομεῖα, στὸ Γενικὸ Ἔμπεδον Ἀθηνῶν, ὡς καὶ στὸ 5ο
Στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὴν ζώνη τῶν πρόσω
καὶ γι΄ αὐτὸν ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς ἀπὸ Ἀπόσπασμα Ἡμερησίας Διαταγῆς
Ἀξιωματικῶν τῆς 7ης Ἰανουαρίου 1941:
Α´ ΑΝΩΤΕΡΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ
2ον ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ.
..Ὡσαύτως ποιοῦμαι μνείαν τοῦ Ἐφέδρου Στρατιωτικοῦ Ἱερέως Λοχαγοῦ
Ματθαιάκη Τίτου τοῦ Νοσοκομείου, ὅστις μὴ φειδώμενος κόπων καὶ μόχθων,
ὡς πραγματικὸς πατὴρ περιέρχεται ἀπὸ κλίνης εἰς κλίνην τοὺς ἀσθενεῖς καὶ
τραυματίας παρηγορῶν καὶ ἐμψυχώνων αὐτοὺς νυκτός τε καὶ ἡμέρας καὶ
προσπαθῶν πάντοτε, ὅπως ἐνσταλλάξῃ εἰς τὴν ψυχὴν αὐτῶν τὸ θάρρος καὶ τὴν
καρτερίαν. Διὰ τὴν ἀκρίβειαν, ὁ Γραμματεύς, Βαλταδῶρος Φιλάρετος,
Ἀρχίατρος. (Μνῆμες καὶ Μαρτυρίες... ὅπ. παρ. σελ. 159).
Ἐν κατακλεῖδι, σημειώνουμε καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ καθηγητοῦ τῆς
Μεσαιωνικῆς καὶ Νεωτέρας Ἱστορίας, τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀειμνήστου
Ἀπ. Δασκαλάκη (Γυθειάτου), ὁ ὁποῖος γράφει τὰ κάτωθι:
«...Ὄνειρα, ὀπτασίαι, θαύματα, ἄξια νὰ συγκινήσουν καὶ τὴν πλέον
ψυχρὰν λογικοφάνεια, ἱκανὰ νὰ γοητεύσουν καὶ τὴν πλέον γόνιμον ποιητικὴν
φαντασίαν, κυκλοφοροῦν ἀπὸ στόματος εἰς στόμα, μεταδίδονται ἀστραπιαίως
ἀπὸ τῆς μιᾶς ἄκρας τοῦ μετώπου εἰς τὴν ἄλλην καὶ φθάνουν μὲ τὴν ἰδίαν
γοργότητα εἰς τὰ μετόπισθεν. Κάθε μάχη ἔχει καὶ τὰ ἰδικά της θεῖα
σημεῖα, κάθε κατάληψις ὑψώματος ὕστερον ἀπὸ φοβερὸν ἀγῶνα ἔχει καὶ τὰς
ἰδικάς της ὀπτασίας τῆς ἐξ οὐρανῶν βοηθείας, κάθε νίκη τὰ ἰδικά της
θαύματα. Ἕνας ἡρωϊκὸς ἀρχιμανδρίτης ἱεροκήρυξ μεγάλης στρατιωτικῆς
μονάδος, ὁ ὁποῖος -ἄξιος συνεχιστὴς τοῦ Παπαφλέσσα, τοῦ Γερμανοῦ καὶ τοῦ
Ρωγῶν Ἰωσὴφ- περιφέρεται εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν μὲ τὸν σταυρὸν καὶ τὴν
εἰκόνα τῆς Παναγίας εἰς τὰς χεῖρας, μοῦ ἐπεδείκνυε μίαν ἡμέρα ἕνα
σημειωματάριον εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει καταγράψει μὲ ἡμερομηνίας, καθορισμοὺς
ὑψωμάτων, ἀπαριθμήσεις μαχῶν καὶ μαρτυρίας στρατιωτικῶν, πλῆθος
παρομοίων σκηνῶν καὶ ἐπεισοδίων τῆς πίστεως τῶν μαχομένων, διὰ τὴν κατὰ
τὴν κρίσιμον στιγμὴν θαυματουργὸν ἐπέμβασιν τοῦ Θείου πρὸς τὴν ἐπιτυχίαν
τῆς νίκης. Ἂν μήτι ἄλλο, ἡ εὐσεβὴς αὐτὴ καταγραφὴ τοῦ
κληρικοῦ-πολεμιστοῦ θὰ χρησιμεύση εἰς τὸν ἱστορικὸν διὰ τὴν πληρεστέραν
κατανόησιν τοῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον διέπει τὸν ἑλληνικὸν ἀγῶνα, ὡς εἶδος
πανηγυρικῆς ἐπιβραβεύσεως τῶν ἱερωτέρων παραδόσεων, μὲ τὰς ὁποίας
ἔζησεν, ἐσώθη, ἐθριάμβευσε καὶ ἐδοξάσθη ἀνέκαθεν ὁ Ἑλληνισμός».
Εἶναι ἱστορικὴ ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε καὶ πάλιν εὐεργέτις τοῦ
Ἔθνους. Εἶναι ἡ μεγάλη μάνα τοῦ Γένους. Προστατεύει, μεριμνᾶ,
προσφέρει, πονᾶ, δακρύζει ἀλλὰ καὶ δίνει κουράγιο καὶ ἐλπίδα. Μὰ
προπαντὸς ξυπνᾶ νεκρωμένες συνειδήσεις. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὴν
ἀγνωμοσύνη, τὴν ἀπαξίωση, τὴν λήθη, τὴν διαστρέβλωση τῆς ἱστορίας, τὴν
ἀπόρριψη τῶν ὑψηλῶν ἠθικῶν ἰδανικῶν.
Τὸ μόνο ποὺ μᾶς ζητᾶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι: Γρηγοροῦσα συνείδηση.