Το πρόσφατο τραγικό περιστατικό με τον νεαρό που αποπειράθηκε να
ληστέψει κοσμηματοπωλείο και βρήκε τον θάνατο στην προσπάθειά του να
ξεφύγει όταν ο καταστηματάρχης αντιστάθηκε, προκάλεσε αντιφατικές
αντιδράσεις. Από την μια όσοι θεωρούν ότι η ανθρώπινη ζωή έχει
μεγαλύτερη αξία από τα χρήματα και τα υλικά αντικείμενα και ότι ο νόμος
πρέπει να επιβάλλεται από τα κρατικά όργανα και από την άλλη όσοι
δικαιολογούν την αυτοδικία, ως καθαρά ανθρώπινη αντίδραση όταν
απειλείται η ζωή και η περιουσία κάποιου. Η υπόθεση περιεπλάκη όταν μία
περιθωριακή κοινωνική ομάδα, μέλος της οποίας ήταν ο νεκρός, τον
ηρωοποιεί καθημερινά και ζητά εκδίκηση, διαμαρτυρόμενη για την κοινωνική
προκατάληψη, για την άσκοπη χρήση βίας εις βάρος του και εις βάρος της,
για το ότι ο νεκρός ήταν άνθρωπος με ευαισθησίες και αγώνες για τα
δικαιώματα αυτής της ομάδας και ότι δεν του άξιζε τέτοιο τέλος. Μέσα σε
όλο το κλίμα τίθεται και το ερώτημα: «ποιανού το μέρος να πάρουμε, όταν
όλες οι πλευρές έχουν δικαιολογίες για την στάση τους;».
Αυτό το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί σε κάθε περίσταση της ζωής, όταν
υπάρχει σύγκρουση απόψεων. Στις σχέσεις του ζευγαριού, στις σχέσεις των
γονέων με τα παιδιά, σε κοινωνικά ζητήματα, σε πολιτικά, ακόμη και σε
εκκλησιαστικά. Το «ποιανού το μέρος να πάρω;» είναι ένας πειρασμός. Μας
κάνει κριτές και οπαδούς. Συχνά, χωρίς να ακούμε όλες τις πλευρές,
έχουμε αποφασίσει πού είναι η αλήθεια. Αισθανόμαστε εξουσιαστές.
Πιστεύουμε ότι η κρίση μας είναι σωστή, διότι δεν είμαστε μέρος του
προβλήματος, αλλά με το να ακολουθήσουμε την μία ή την άλλη πλευρά θα
βοηθήσουμε είτε στην επικράτηση του δίκαιου είτε στην απόκτηση ειδικού
βάρους που θα γείρει την πλάστιγγα ή θα μας βγάλει από την ανεύθυνη
στάση του Πόντιου Πιλάτου. Κάποτε, επειδή δεν θέλουμε να υπεισέλθουμε
στην ουσία της διαμάχης, επιλέγουμε στρατόπεδο, χωρίς να το ψάξουμε,
επηρεασμένοι από προσωπικές συμπάθειες ή ετικέτες. Όπως και να έχει όμως
γινόμαστε μέρος του προβλήματος, διότι η πλευρά που δεν θα
ακολουθήσουμε θα μας μισήσει ή θα πληγωθεί από την στάση μας, θα μας
υποτιμήσει ή θα αναζητήσει τις δικές μας αμαρτίες.
Θέλει λοιπόν υπευθυνότητα η οποιαδήποτε κρίση. Κυρίως όμως θέλει αγάπη.
Να κατανοήσουμε εντός μας τα αυθεντικά κίνητρα όλων όσων συμμετέχουν σε
μια διαμάχη και να προσπαθήσουμε να φύγουμε από την πλευρά της
εμπάθειας. Είναι άλλο να διαμορφώσουμε γνώμη, να την εκφράσουμε με
υπευθυνότητα και άλλο να στρατευθούμε φανατικά αρνούμενοι να δούμε πόσες
πληγές ή πόσους εγωισμούς κρύβουν κάποτε οι δίκαιες απόψεις.
Την αγάπη την προσφέρει η εκκλησιαστική ζωή. Κάποτε η αγάπη συστήνει
την φυγή από άσκοπες διαμάχες. «Μωράς ζητήσεις, γενεαλογίας, έρεις και
μάχας νομικάς περιΐστασο», μάς συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος. Αυτό το
«περιΐστασο» όμως χρειάζεται προσευχή, έγνοια γι’ αυτούς που παλεύουν,
γνώμη, αλλά όχι κατάκριση που απορρίπτει πρόσωπα. Η σύνεση αυτή μπορεί
άμεσα να μην ευχαριστεί. Αργότερα όμως δικαιώνεται.
Μία προσευχή χρειάζεται για την ψυχή του νεκρού νεαρού. Κατανόηση για
την αυθόρμητη ίσως αντίδραση του καταστηματάρχη. Ελπίδα ότι με την αγάπη
μπορούμε να ζήσουμε σε μία κοινωνία στην οποία χωρούν όλοι, αλλά με
σεβασμό μεταξύ μας. Διότι ήρωας τελικά είναι αυτός που μπορεί να
αγαπήσει και να συγχωρήσει, πέρα από εμπάθειες!