Είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ερωτήματα στις σχέσεις γονέων και παιδιών, κάποτε και στις σχέσεις του ζευγαριού: «Γιατί δεν μ’ ακούς;».
Το «ακούω» ερμηνεύεται ως «υπακούω», διότι αυτό είναι κυρίως το θέμα.
Όχι απλώς να ακούμε τι μας λέει ο άλλος, ο μεγαλύτερος ή αυτός που
γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας, αλλά και να υπακούσουμε σ’ αυτόν.
Αυτός που θέτει το ερώτημα, λειτουργεί ως αυθεντία. Ζητά υπακοή, διότι
νιώθει πως κατέχει το σωστό. Ότι η συμβουλή του, η προσταγή του, ο
δρόμος τον οποίο προτείνει στον άλλον, είναι ο σωστός. Επομένως, δεν
υπάρχει περιθώριο να μην εισακουστεί, ειδάλλως κρίση επέρχεται τόσο στις
σχέσεις, όσο και στην πορεία της ζωής αυτού που δεν ακούει.
Πόσο
απαλλαγμένοι από τον έναν εγωισμό διδαχής είμαστε, όταν θέτουμε αυτό το
ερώτημα στον άλλον; Πόσο λειτουργεί μία βεβαιότητα, η οποία δεν
λαμβάνει υπόψιν της το φρόνημα του άλλου, την ανάγκη για δική του
έκφραση, την διάθεση, τα
συναισθήματά του ή ένα αίτημα ελευθερίας που τον διακατέχει; Πόσο δεν
λαμβάνει υπόψιν τον δικό του εγωισμό, ο οποίος λειτουργεί ως στοιχείο
της ταυτότητάς του ή και ως σημείο ότι τα πάθη είναι ριζωμένα στην ψυχή
μας «εκ νεότητος» ημών; Είμαστε βέβαιοι ότι έχουμε δίκιο, σημαίνει ότι
είμαστε αποφασισμένοι να συγκρουστούμε για να το επιβάλουμε. Να
αξιοποιήσουμε κάθε τρόπο, είτε εκ της αυθεντίας μας (ρόλος, ηλικία,
δύναμη), είτε εκ του πείσματος (γκρίνια, θυμός, φωνές). Οι συγκρούσεις
των γονέων με τους εφήβους αυτό το χαρακτηριστικό έχουν. Μία εγωτική
ακαμψία, η οποία έρχεται και από τις δύο πλευρές. Γι’ αυτό και τα τραύματα είναι κάποτε έντονα.
Κι
αν όμως όντως έχουμε δίκιο; Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να απεμπολήσουμε
τον παιδαγωγικό μας ρόλο οι μεγαλύτεροι, αλλά και την επιθυμία να γίνει
αυτό που ζητούμε οι μικρότεροι; Στην πνευματική ζωή λειτουργεί ως
φάρμακο η ταπείνωση. Όποιος έχει ή προσπαθεί να έχει ταπεινό φρόνημα,
ακούει προσεκτικά. Όταν ο άλλος παραμένει άκαμπτος, δείχνει ευελιξία στα
όσα μπορούν να περιμένουν και στα όσα η εφαρμογή τους δεν είναι
καταστροφική. Διότι κάποτε πρέπει να πάθουμε, για να μάθουμε. Αυτός που
έχει ταπεινό φρόνημα ακολουθεί την οδό της προσευχής. Της εμπιστοσύνης
δηλαδή στον Θεό και την πρόνοιά Του για τον καθέναν άνθρωπο, διά της
οποίας φωτίζεται ο νους να διακρίνει την λανθασμένη πορεία, ακόμη και
πριν τον τοίχο. Η ταπείνωση είναι στηριγμένη στην πίστη και προσθέτει
πίστη σ’ αυτόν που την έχει. Και η πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων», δηλαδή κάνει πραγματικό αυτό που δεν φαίνεται εφικτό.
Όμως
υπάρχει και η επιλογή των ορίων, η οποία είναι απαραίτητη, διότι
είμαστε άνθρωποι που βλέπουμε και τα προφανή. Όριο βάζει όποιος αγαπά.
Όριο βάζει όποιος θέλει τον άλλον να φέρει ευθύνη για τις πράξεις και
την ζωή του. Το όριο πηγάζει από την εξουσία αυτού που την κατέχει, αλλά
χρειάζεται να τίθεται με αγάπη. Και βεβαίως αυτός που θέτει το όριο, να
το έχει τηρήσει ο ίδιος. Να πηγάζει από την δική του ζωή. Να αποτυπώνει
ήθος. Διότι το ήθος εμπνέει και διδάσκει αυθεντικά και όχι η προσταγή.
Το «γιατί δεν μ’ ακούς;»
δείχνει ότι οι σχέσεις θέλουν χρόνο, προσοχή και αυθεντική αγάπη που
συνυπολογίζει την ελευθερία του άλλου. Ας μην είμαστε λοιπόν απόλυτοι.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός