Καθ’ὅλη
τήν διάρκεια τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα δηλαδή μέχρι
καί σήμερα, στή θέση τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς θείας Λειτουργίας
διαβαζόταν ἕνα τμῆμα ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τό βιβλίο τῶν
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἡ δεύτερη κατά σειράν ἐπιστολιμαία ἀναφορά
τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ πρός κάποιον ἄρχοντα Θεόφιλο, (ἡ πρώτη εἶναι τό
Εὐαγγέλιό του). Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπως μαρτυρεῖ καί ἡ ὀνομασία
τοῦ Βιβλίου αὐτοῦ περιγράφονται διεξοδικῶς τά πρῶτα «βήματα» τῆς
Ἐκκλησίας μας, τήν Ὁποία ἀπέκτησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μέ τό
τίμιο αἷμα Του (βλ. Πράξ. κ΄ 28) καί Τήν θεμελίωσε στήν Ἀνάστασή Του
(βλ. Α΄Κορ. ιε΄ 13).
Σήμερα
λοιπόν ἀκούσαμε γιά τήν Πεντηκοστή, γιά τό τί συνέβη δηλαδή, πενήντα
ἡμέρες μετά ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί 10 μετά τήν Ἀνάληψή Του
στούς Οὐρανούς. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς 11 πρώτους στίχους τοῦ δευτέρου
κεφαλαίου, πού ἀκούσαμε σήμερα, οἱ 12 Μαθητές, ἔχοντας μαζί τους καί τόν
Ἀπόστολο Ματθία, πού ἀντικατέστησε τόν Ἰούδα (βλ. Πράξ. α΄ 15-26), ἦταν
συγκεντρωμένοι, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, στό ὑπερῶο ὅπου εἶχε
γίνει ὁ Μυστικός Δεῖπνος. «Ξαφνικά ἔγινε ἀπό τόν οὐρανό ἦχος, ὅπως
ἀκριβῶς φυσάει ὁ δυνατός ἄνεμος καί γέμισε ὅλο τόν χῶρο, ὅπου βρίσκονταν
οἱ Μαθητές. Καί φάνηκαν νά διαμερίζονται στούς Μαθητές γλῶσσες σάν
φωτιᾶς καί κάθισε καθεμιά πάνω σέ καθένα ξεχωριστά ἀπό αὐτούς.» (βλ.
Πραξ. β, 2-3).
Μέ τρόπο
λοιπόν ὀφθαλμοφανῆ, μέ τήν ἁπτή ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τῶν πυρίνων
γλωσσῶν καί τῆς χροιᾶς τοῦ δυνατοῦ ἀνέμου ἔγινε ἀπολύτως ἀντιληπτή ἡ
πνευματική ἀλλοίωση τῶν Μαθητῶν, τῶν Ὁποίων ἡ ὕπαρξη γέμισε ἀπό τήν χάρη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μεταβλήθηκαν πλέον ἀπό φοβισμένους μαθητές τοῦ
Χριστοῦ σέ διαπρύσιους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου Του. Καί ὅπως περιγράφει
ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή
ἄρχισε νά συγκροτεῖται τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλο καί περισσότεροι
ἄνθρωποι ἀκούγοντας τό κήρυγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πίστευαν ἀμέσως στόν
Χριστό καί διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος γίνονταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Καθημερινῶς δε, συγκεντρώνονταν μέ προσμονή γιά νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ καί νά μετάσχουν τῆς θείας μεταλήψεως τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος
τοῦ Χριστοῦ, στή θεία Λειτουργία, πού τότε ἐτελεῖτο πολύ ἁπλά, κατά τό
πρότυπο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Αὐτή ἡ καθημερινή συνάθροιση, ἡ σύναξη
γύρω ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας,
σημαίνεται μέ τόν ὅρο Ἐκκλησία.
Ἔτσι
λοιπόν ξεκίνησε ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στήν Ἰερουσαλήμ καί ἀπό
ἐκεῖ ἐπεκτάθηκε σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
μάλιστα, σέ μιά ὁμιλία του μέ τίτλο «Πρός τέ Ἰουδαίους καί Ἕλληνας
ἀπόδειξις ὁ ἐστίν Θεός ὁ Χριστός» θεωρεῖ, πώς ἡ θαυμαστή ἐξάπλωση τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πρώτη καί μεγάλη ἀπόδειξη πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ
ἀληθινός Θεός, καθώς μέ τήν ἀκαταμάχητη θεϊκή δύναμή Του κατέστησε
πραγματικό τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τόν ἐξήγγειλε λέγοντας στούς
Μαθητές: «Καί πῦλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄ 17).
Ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνας θεοσύστατος, θεοΐδρυτος ὀργανισμός. Δέν
εἶναι κάποιο ἀνθρώπινο δημιούργημα. Δέν εἶναι σύλλογος ἤ σωματεῖο. Δέν
εἶναι οὔτε μιά ἁπλή συγκέντρωση ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ Σύναξη, ὅσων
βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί πιστεύουν στόν Χριστό, ὡς
τόν μόνο ἀληθινό Θεό, Σωτῆρα καί Λυτρωτή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος
χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί τονίζει μέ ἔμφαση, ἡ
Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό Σῶμα του Χριστοῦ (βλ. Α΄Κορ. ιβ 27). Ἔχει κεφαλή
τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί μέλη ὅλους ἔμᾶς, πού βαπτισθήκαμε στό ὄνομα τῆς
Ἁγίας Τριάδος καί ἐνδυθήκαμε τόν Χριστό στήν ψυχή μας (βλ. Ρωμ. στ 3-4).
Θά τολμούσαμε μάλιστα νά ποῦμε, πώς, ὅπως Θεάνθρωπος Κύριός μας ἔχει
δύο φύσεις, τήν θεϊκή, πού εἶναι ἀόρατη καί τήν ἀνθρώπινη, πού εἶναι
ὁρατή, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία Του, διακρίνεται σέ δύο μέρη. Τό ἕνα,
ἀποτελούμενο ἀπό τούς ζῶντες Χριστιανούς, εἶναι τό ὁρατό πάνω στή γῆ, ὡς
ἡ ἐπί γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία, ὅπως ὀνομάζεται καί τό ἄλλο,
ἀποτελούμενο ἀπό τήν Παναγία μας καί τίς ψυχές τῶν Ἁγίων μας καί ὅλων
τῶν κεκοιμημένων εὐσεβῶς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὡς ἡ ἐν οὐρανοῖς
θριαμβεύσουσα Ἐκκλησία.
Ἀξίζει νά
σημειώσουμε, πώς ἡ Ἐκκλησία μας ἀπεικονίζεται συμβολικά με παρόμοια
διάταξη μέσα σέ κάθε θεία Λειτουργία. Κατά τήν ἱερά ἀκολουθία τῆς Ἁγίας
Προσκομιδῆς τῶν τιμίων Δώρων, ὁ ἱερουργός τοποθετεῖ στό κέντρο τοῦ ἁγίου
Δίσκου τόν Ἀμνό, δηλαδή τό κυβικό σχήμα τοῦ ἄρτου, πού φέρει τά
πρωτογράμματα ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ καί θά μεταβληθεῖ σέ σῶμα Χριστοῦ, στά δεξιά
Του τήν μερίδα τῆς Θεοτόκου, στά ἀριστερά τά τάγματα τῶν Ἁγίων, στό
κέντρο ἔμπροσθεν τοῦ Ἁμνοῦ τήν μερίδα τοῦ Ἐπισκόπου καί ἐν συνεχείᾳ ἀπό
τή μιά μεριά στά δεξιά τίς μερίδες τῶν ζώντων καί στά ἀριστερά τῶν
κεκοιμημένων.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Στό Σύμβολο τῆς πίστεως, ὁμολογοῦμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Εἶναι Μία γιατί Ἕνας εἶναι ὁ Χριστός.
Εἶναι
Ἁγία γιατί ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός εἶναι στήν ἀπόλυτη ἔννοια ΑΓΙΟΣ καί
γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔχει σκοπό νά μεταβάλει καί ὅλους ἐμᾶς σέ Ἁγίους.
Εἶναι Καθολική γιατί ἀπευθύνεται πρός ὅλους καί προσφέρει τή σωτηρία σέ ὅλους.
Καί τέλος
εἶναι Ἀποστολική, διότι στηρίζεται πάνω στούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς
ἀψευδεῖς καί αὐτόπτες μάρτυρες καί ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ Λόγου. Οἱ Ἅγιοι
Ἀπόστολοι συνέχισαν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀναπτύσσοντας τήν ἱεραποστολική
τους δραστηριότητα καί ἐν συνεχείᾳ οἱ συνεργάτες τους, ὡς οἱ ἄμεσοι
Διάδοχοί τους, Ἐπίσκοποι καί οἱ μετ΄αὐτούς Πρεσβύτεροι, διακονώντας τήν
σωτηρία τῶν ἀνθρώπων σέ μιά ἀδιάκοπη σειρά ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἕως
σήμερα καί «ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. κη΄ 20).