“Ἡ εὐκλεέστατος καὶ ἀξιέπαινος, Ἄννα ἡ ἔνθεος, καὶ πανσεβάσμιος, γῆθεν ἀρθεῖσα ἐκ ζωῆς, προσκαίρου διαιωνίζει, εἰς ζωὴν ἀθάνατον, μετ’ Ἀγγέλων χορεύουσα, σὺν τῇ θυγατρὶ αὐτῆς, καὶ ἀχράντῳ Μητρὶ τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύουσα ἀπαύστως σωθῆναι, τοὺς πίστει ταύτην μακαρίζοντας” (Κάθισμα του Όρθρου της εορτής της Κοιμήσεως της Αγίας Άννης)
“Η πλέον δοξασμένη και η άξια μεγίστου επαίνου, η Άννα που ήταν γεμάτη από Θεό, αυτή που αξίζει και τον σεβασμό από όλους, έφυγε από την επίγεια και πρόσκαιρη ζωή και πορεύεται προς την αιώνια και αθάνατη ζωή, χορεύοντας μαζί με τους Αγγέλους και με την κόρη της και άχραντη Μητέρα του Θεού, και πρεσβεύει αδιάκοπα να σωθούνε όσοι την μακαρίζουν με πίστη στον Θεό”.
“Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία. Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ. Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε σε μεγάλη ηλικία την Παρθένο Μαρία, την μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό στην εορτή των Εισοδίων, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας. Η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη της στις 9 Δεκεμβρίου και την Κοίμησή της στις 25 Ιουλίου κάθε χρόνο” (εκ του Διαδικτύου)
Η Εκκλησία μας, τιμώντας την προμήτορα Άννα, την μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, μας προτρέπει να δούμε τις οικογενειακές σχέσεις μέσα από μίαν άλλη προοπτική. Οι άνθρωποι τιμούμε την κατά σάρκα συγγένεια ως διαιώνιση της φύσης μας, αλλά και του προσώπου μας. Οι γονείς βλέπουμε στα παιδιά την συνέχεια της ύπαρξής μας. Γι’ αυτό και επενδύουμε σ’ αυτά. Θέλουμε να μεγαλώσουν με βάση τις δικές μας αξίες, να συμπεριφέρονται όπως θέλουμε εμείς, ο χαρακτήρας τους να είναι κατά πώς εμείς το επιθυμούμε. Άλλοτε, προβάλλουμε σ΄ εκείνα τα δικά μας απωθημένα, τις δικές μας ελλείψεις,. Άλλοτε τα αφήνουμε από ενοχές για τα δικά μας λάθη, για να μη ζήσουν ό,τι εμείς ζήσαμε, να πορευθούν όπως θέλουν, χωρίς μέτρα και όρια, αρκεί να είναι ευχαριστημένα. Η πραγματικότητα σπάνια συμφωνεί με τις προθέσεις μας, διότι τα παιδιά δίχως όρια δεν μπορούν να κρατήσουν την ευχαρίστησή τους, αλλά μένουν ανικανοποίητα. Όσο ταΐζεις το θέλημα, τόσο αυτό πεινά. Όσο του βάζεις όρια, σε λογικά πάντοτε πλαίσια, τόσο αυτό μαθαίνει να εκτιμά ό,τι του δίδεται, ό,τι έχει, ό,τι μπορεί να κατακτήσει, αναζητώντας το ουσιώδες.
Η ψυχολογία, βασισμένη σε παλαιά αρχέτυπα, περιγράφει την δυσκολία της σχέσης μάνας και κόρης. Η μάνα συνήθως ζητά από την κόρη να προσαρμοστεί στον κοινωνικό τρόπο, να μιμείται την ίδια, όπως και ο πατέρας ζητά από τον γιο. Κι ενώ τα φύλα δεν ταυτίζονται, καθώς τα ετερώνυμα έλκονται, μάνα και κόρη λειτουργούν στην λογική της συνέχειας, της μίμησης. Αυτό γεννά και έναν ανταγωνισμό, φανερό ή αφανή. Δεν είναι μόνο ο έρωτας του παιδιού προς τον γονιό του άλλου φύλου, που τον κάνει να θαυμάζει και, την ίδια στιγμή, ασυνείδητα να βλέπει ανταγωνιστικά τον γονιό του ίδιου φύλου. Είναι και ο κοινωνικός ρόλος, το τι πρέπει ο νεώτερος να κάνει για να βγάλει ασπροπρόσωπο τον μεγαλύτερη. Και αυτός ο ρόλος εγγράφεται στην ψυχή του νεώτερου, ώστε, ακόμη κι όταν απορρίπτει πτυχές του, να μην μπορεί κατά βάθος να απεξαρτηθεί. Συχνά οι νέες μητέρες συλλαμβάνουν τους εαυτούς τους να αντιγράφουν τις δικές τους, ακόμη κι αν δηλώνουν ότι δεν το θέλουν. Το αρχέτυπο εντυπώνεται και δύσκολα αλλάζει.
Ίσως θα έπρεπε να ξαναδούμε το ζήτημα της φυσικής συγγένειας στην προοπτική της πνευματικής. Ο πνευματικά συγγενής έχει επιλέξει την οδό της αγάπης, ακολουθώντας ένας άλλο πρότυπο:, αυτό του Χριστού. Για τον Χριστό “ουκ ένι άρσεν και θήλυ”, όχι με την έννοια της κατάργησης του βιολογικού φύλου, όπως οι μοντέρνες θεωρίες δείχνουν, αλλά με την έννοια του ότι είμαστε πρόσωπο, στα οποία το φύλο προφανώς και παίζει ρόλο, αλλά δεν είναι το κλειδί. Κλειδί είναι η αγάπη. Αυτή που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται στην αγιότητα. Κάνει να βλέπει τον άλλον, νεώτερο ή μεγαλύτερο, ως εικόνα Θεού και όχι ως αφορμή ανταγωνισμού για να δείξουμε ανωτερότητα, την διαφορετικότητά μας ως αυτοσκοπό, να στοχεύσουμε στο να φανεί το “ποιος έχει το πάνω χέρι”, και, ταυτόχρονα, να καθιστούμε τον άλλο ως αφορμή για να βγάλουμε παράπονα, ανικανοποίητο, μία δήθεν τελειότητα την οποία απαιτούμε από αυτόν, ακριβώς για να δικαιολογήσουμε την δική μας ατέλεια. Ο Χριστός μας υποδεικνύει ότι μετάνοια μας χρειάζεται. Συγχωρητικότητα. Αγάπη που γίνεται διακονία και θυσία, όσο αντέχουμε, όχι από την υποχρέωση της φυσικής συγγένειας, αλλά γιατί ο άλλος έτσι κι αλλιώς μας είναι οικείος. Ο κάθε άνθρωπος είναι εικόνα Θεού. Από αυτό ξεκινώντας, βλέπουμε και τον κατά σάρκα συγγενή μας, τον γονιό ή το παιδί μας, ως εικόνα Θεού που καλούμαστε να μοιραστούμε μαζί του την οδό της Εκκλησίας, της αγάπης, της πορείας προς την βασιλεία του Θεού, μαζί με τον Θεό.
Η Εκκλησία μας δείχνει ότι μητέρα και κόρη, προπάτωρ και Θεοτόκος, συγχορεύουν στην βασιλεία του Θεού, όχι μόνο για την κατά σάρκα συγγένεια, αλλά γιατί αξιώθηκαν να ζήσουν την χαρά της παρουσίας του Χριστού. Η Παναγία αυτοπροσώπως. Η Άννα με την ανάσταση των νεκρών, διά της οποίας πορεύθηκε και αυτή στην βασιλεία του Θεού, συναναστάσα. Και όταν η Θεοτόκος εκοιμήθη, τότε μάνα και κόρη συναντήθηκαν ξανά, υπάρχοντας σε κοινωνία με τον Χριστό. Αυτόν που δίνει άλλο νόημα στη σχέση κάθε μάνας και κάθε κόρης. Κάθε ανθρώπου με τον συνάνθρωπο, οικείο κατά σάρκα ή ξένο, αλλά, πάντως, αδελφό και συνοδοιπόρο στο καθ’ ομοίωσιν της αγάπης, της ανάστασης, της αγιότητας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός