Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Η ΗΣΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΟΥ ΔΙΨΑΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ(ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ)

 Αν θέλεις να φτιάξης την ψυχή σου κατοικητήριο του Θεού... | proseuxi.gr

Νομίζω πως το ιδιαίτερο μυστικό του Φώτη Κόντογλου, το μυστικό του πλούτου της ζωής του είναι η ησυχία. Η ησυχία με το νόημα που έδωσαν στην έννοια αυτή οι Πατέρες της Εκκλησίας. “Όποιος δε νιώθει τα μυστήρια που του ξεσκεπάζονται, έγραφε, σαν απομείνει μοναχός, δε θα νιώσει τίποτε, όπου κι αν πάγη, ας είναι και στον πιο εξωτικό και χιλιομακρυσμένον κόσμον”. (“Ευλογημένο καταφύγιο”, Εφημ. “Ελευθερία”, 26-6-1959).

Η ησυχία είναι ανάγκη της ψυχής που διψάει τον Θεό. Μόνο μακριά απ’ τους θορύβους και τους περισπασμούς μπορεί να βρεθή ο άνθρωπος κοντά στον Θεό. Η φυγή απ’ τις πόλεις και η καταφυγή στην έρημη φύση “δροσίζει την ψυχή μου σα να’ ναι γεμάτη από κρύα ποτάμια και από όμορφες βρύσες, γιατί εδώ βρίσκω την ειρήνη. Την πολυπόθητη ειρήνη!” (Εφημ. “Ελευθερία”, 18-9-1961).

Και αλλού: “Αληθινά δε ζεί κανείς, αν δεν έχη συντροφιά τον εαυτό του, τις σκέψεις του, το λιγοστό χώμα που’ ναι ανάμεσα στα βράχια. Πόσο θα τ’ αγαπώ όλα αυτά τα φτωχά πράγματα της ερημιάς, πιο πολύ και πιο αληθινά από όσο αγαπά ο κόσμος τα χρυσάφια και τα παλάτια του! Θα ζω ξαλαφρωμένος απ’ αυτά τα βαρειά χαρχάλια, θα νιώθω τον εαυτό μου σαν ρημοδέντρι, που κάθεται μέρα νύχτα στον καθαρό αγέρα. Τι χαρά μεγάλη, να’ μαι ένας ασκητής μαζί με κείνους τους λίγους ασκητάδες,τους φτωχούς! Να μη με λογαριάζη κανείς για ζωντανόν, παρά να με κοιτά μονάχα το μάτι του Θεού!” (Εφημ. “Ελευθερία”, 28-6-1959).

“Μια φορά είχα ένα μικρό σπιτάκι σε μια ερημική μεριά κοντά στη θάλασσα. Βουναλάκια μικρά το τριγυρίζανε, βουναλάκια ήμερα και χαρούμενα, στολισμένα με λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, που μοσχοβολούσανε. Κατά τον βορηά ήτανε μια ρεματιά με λίγα πλατάνια και με λυγαριές, και στο βάθος της καταστάλιζε το καλοκαίρι λιγοστό καθαρό αεράκι. Την άνοιξη το χώμα στολιζότανε με αγριολούλουδα χρωματιστά, που με κάνανε να χαίρουμαι και να δοξάζω τον Θεό. Τι αγνότητα που είχε η ψυχή μου!
Είχα διαλέξει αυτό το μέρος να μην έχη κανέναν δρόμο, για να μην έρχεται άνθρωπος κατά κεί. Ήμουνα καταμόναχος, ήσυχος, ξεκουρασμένος. Αποτραβιόμουνα εκεί πέρα κ’ έβγαζα από πάνω μου τις έγνοιες και τις σκοτούρες, σαν το φίδι που βγάζει το πετσί του. Ξανάβρισκα τη λευτεριά μου.

Πολλές φορές έκανα μήνες να κατεβώ στην πολιτεία. Τον μοναχό άνθρωπο που έβλεπα, ήτανε ένας τσομπάνης, ένας μισοκαλόγερος, που, όποτε πήγαινε στο χωριό, μούφερνε ο,τι είχα ανάγκη. Στην όψη ήτανε ίδιος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, πετσί και κόκκαλο, με άγρια μαλλιά και γένεια κατάμαυρα, θεοφοβούμενος. Τον λέγανε Χρήστο, κ’ ήτανε Σαρακατσαναίος.

Εκεί κοντά βρισκότανε ένα ρημοκκλήσι πολύ μικρό, ολότελα ξεχασμένο, κι ο Χρήστος πήγαινε ταχτικά κι άναβε τα καντήλια….Το μέρος ήτανε δασωμένο, τα δέντρα κατεβαίνανε λίγο παραμέσα από τη θάλασσα. Από το παραθύρι μου άκουγα μέρα-νύχτα το βουητό που κάνανε τα κύματα, την ανάσα της θάλασσας, που τη συνήθισα σα νανούρισμα, από τα μικρά χρόνια μου. Μαζί με το ρουχάλισμα του πελάγου ανακατευότανε και το βούισμα οπού κάνανε τα δέντρα γύρω στο σπιτάκι μου, που φαινότανε μοναχά από τη θάλασσα.
…Γύριζα στο σπίτι μου συγκρυασμένος. Ο βόγγος της θάλασσας ερχότανε στ’ αυτιά μου από μακρυά. Έβγαζα από την τσέπη μου ο,τι είχα μαζεμένα, χαλίκια, σανιδάκια, κοχύλια, και τα αράδιαζα απάνω στο τραπέζι μου, κοντά στα λιγοστά βιβλία μου. Γύριζα κ’ έβλεπα μια εικόνα που ζωγράφιζα, τον άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο, που τον αγαπώ πολύ, κ’ έκανα τον σταυρό μου. Ηλιοψημένος, σκελετωμένος, φτερωτός σαν αγριοπούλι, αναμαλλιασμένος, κύτταζε τον Χριστό που έσκυβε από τον ουρανό και του μιλούσε. Το πνεύμα μου ήτανε ήσυχο. Η ειρήνη του Θεού παρακαλούσα ν’ αποσκεπάζη τον κόσμο.

Σε λίγο, άρχιζε να κατεβαίνη σιγά-σιγά από τον ουρανό το σκοτάδι της νύχτας. Ως να κάνω την προσευχή μου, ο ουρανός γινότανε κατάμαυρος. Από το παραθύρι μου έβλεπα τα άστρα να κρέμουνται σαν καντήλια απάνω από το πέλαγο που βογγούσε μέσα στο σκοτάδι.
Ξαπλωνόμουνα στο στρωσίδι μου κι αφουγκραζόμουνα το βόγγο της θάλασσας και των δέντρων. Συμμαζευόμουνα για να ζεσταθώ από την ψύχρα της νύχτας κ’ έλεγα μέσα μου “Δόξα σοι ο Θεός, που δεν με ξέρει κανένας!”