Ἀπό τό ὄρος τῶν Μακαρισμῶν ἀκούεται σήμερα μέσα στούς ναούς μας ἡ
φωνή τοῦ Χριστοῦ· «τό λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τά μάτια· καί ἄν τά
μάτια μας εἶναι καθαρά καί εἰλικρινῆ καί ἄδολα, τότε καί ὁλόκληρο τό
σῶμα μας θά εἶναι γεμάτο φῶς καί θά ἐκπέμπει τό φῶς».
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ Χριστός ἀναφέρεται στήν ἀναγκαιότητα τοῦ φωτός καί στή σημασία τοῦ λύχνου, οὔτε εἶναι ἡ πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ὑπογραμμίζει τή σημασία τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας.
Φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, ὅπως τό διακήρυξε ἴδιος, ἐπιθυμεῖ καί οἱ μαθητές του καί ὅσοι θά πιστεύσουν σέ Αὐτόν στούς αἰῶνες νά εἶναι φῶς τοῦ κόσμου, νά εἶναι φῶς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, νά εἶναι σάν τή λυχνία πού φωτίζει τόν δρόμο καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί «λάμπει πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ».
Γι’ αὐτό καί σήμερα, συνεχίζοντας τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του ὁ Χριστός μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο καί τή μέθοδο μέ τήν ὁποία θά μπορέσουμε νά γίνουμε «φῶς τοῦ κόσμου».
Εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας ὅτι ὅ,τι φωτίζει δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἴδιο σκοτεινό,
ἀλλά πρέπει νά εἶναι γεμάτο φῶς. Ἄν, λοιπόν, θέλουμε νά φωτίζουμε τούς ἀνθρώπους καί τόν κόσμο, τότε θά πρέπει καί ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι νά εἴμαστε φωτεινοί. «Φωτισθῆναι», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «καί εἶτα φωτίσαι». Πρέπει νά φωτισθοῦμε πρῶτα ἐμεῖς, γιά νά μπορέσουμε νά φωτίσουμε καί τούς ἄλλους, καθώς ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι δέν εἴμαστε αὐτόφωτοι, ὅπως ὁ Θεός, ἀλλά ἀντανακλοῦμε τό δικό του φῶς, ἐφόσον τό ἔχουμε. Καί ὁ μόνος τρόπος γιά νά γίνουμε φωτεινοί, λέγει ὁ Χριστός, εἶναι νά διατηροῦμε τά μάτια μας φωτεινά καί καθαρά, γιατί αὐτά εἶναι πού φωτίζουν ὅλο τό σῶμα.
Ὁ Θεός, διδάσκουν οἱ Πατέρες, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο δύο θυρίδες ἀπό τίς ὁποῖες εἰσέρχεται ἡ γνώση, εἰσέρχεται ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου, εἰσέρχεται ἡ χαρά, εἰσέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ἡ χάρη του, εἰσέρχεται ὅμως καί ὁ πειρασμός, ἡ ἡδονή καί ἡ ἁμαρτία. Καί οἱ δύο αὐτές θυρίδες εἶναι τά μάτια μας. Ἀπό αὐτά περνοῦν ὅλες οἱ εἰκόνες τοῦ κόσμου, καλές καί κακές, ἀγαθές καί ἁμαρτωλές, καί αὐτές οἱ εἰκόνες δημιουργοῦν στή συνέχεια τίς σκέψεις καί τούς λογισμούς, τίς ἐπιθυμίες καί τίς πράξεις.
Ἄν οἱ εἰκόνες εἶναι ἀγαθές, εἶναι ἅγιες, εἶναι εὐάρεστες στόν Θεό, τότε οἱ σκέψεις πού δημιουργοῦνται μέσα μας ἀπό αὐτές εἶναι καί αὐτές ἀγαθές καί ἅγιες καί ὁδηγοῦν σέ πράξεις ἀρετῆς καί ἔργα ἀγάπης, μέσω τῶν ὁποίων φωτίζεται ὁ κόσμος καί δοξάζεται ὁ Θεός.
Ἄν ὅμως οἱ εἰκόνες πού φθάνουν στόν νοῦ καί τήν ψυχή μας περνῶντας μέσα ἀπό τά μάτια μας εἶναι σκοτεινές καί πονηρές καί ἁμαρτωλές, τότε, ἄν δέν προσέξουμε, ἄν δέν κλείσουμε τά μάτια μας καί δέν τίς ἀποφύγουμε, θά μετατραποῦν σέ πονηρούς καί ἐφάμαρτους λογισμούς πού θά ἐξελιχθοῦν σέ ἀνάλογες πράξεις, ρυπαίνοντας ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο καί σβύνοντας μέσα μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού καίει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μας.
Γι’ αὐτό θά πρέπει νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί πῶς χρησιμοποιοῦμε τά μάτια μας. Ὁ Θεός μᾶς τά ἔδωσε ὡς ἕνα μεγάλο καί πολύτιμο δῶρο, ὄχι μόνο γιά νά μᾶς ἐξυπηρετοῦν στίς ἀνάγκες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καί γιά νά ἀπολαμβάνουμε ὅσα «καλά λίαν» δημιούργησε Ἐκεῖνος γιά χάρη μας, ἀλλά καί γιά νά προσβλέπουμε πρός Αὐτόν καί νά προσλαμβάνουμε τήν εἰκόνα καί τή μορφή του διά τῶν ὀφθαλμῶν μας στήν ψυχή μας.
Ἄν θέλουμε, λοιπόν, νά εἶναι τά μάτια μας ἀνοικτά καί καθαρά γιά νά δέχονται τό φῶς καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δέν θά πρέπει νά τά στρέφουμε σέ θεάματα ἁμαρτωλά καί ἀκάθαρτα.
Γιατί, ὅπως δέν χρησιμοποιοῦμε ἕνα σκεῦος μέ τό ὁποῖο μεταφέρουμε ἕνα εὐῶδες καί ἀκριβό ἄρωμα γιά νά μεταφέρουμε ἕνα δηλητήριο, ἔτσι δέν εἶναι δυνατό νά χρησιμοποιοῦμε καί τά μάτια μας, ἀπό τά ὁποῖα δεχόμαστε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ στήν ψυχή μας, τά μάτια μας μέ τά ὁποῖα βλέπουμε τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, γιά νά μεταφέρουμε στήν ψυχή μας εἰκόνες ταπεινές καί γήινες καί ἁμαρτωλές, γιατί τότε τά μάτια μας χάνουν τή δυνατότητα νά βλέπουν τό ἀγαθό, χάνουν τή δυνατότητα νά βλέπουν τόν Θεό καί γίνονται σκοτεινά καί αὐτά καί ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας.
Γι᾽αὐτό ἄς φροντίσουμε νά τά διατηροῦμε καθαρά, ἔτσι ὥστε νά ἀξιωθοῦμε σέ αὐτή τή ζωή νά βλέπουμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ νά φωτίζει τήν ψυχή μας καί στήν ἄλλη ζωή νά καταυγασθοῦμε ἀπό τό φῶς τῆς Θεότητός του.
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ Χριστός ἀναφέρεται στήν ἀναγκαιότητα τοῦ φωτός καί στή σημασία τοῦ λύχνου, οὔτε εἶναι ἡ πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ὑπογραμμίζει τή σημασία τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας.
Φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, ὅπως τό διακήρυξε ἴδιος, ἐπιθυμεῖ καί οἱ μαθητές του καί ὅσοι θά πιστεύσουν σέ Αὐτόν στούς αἰῶνες νά εἶναι φῶς τοῦ κόσμου, νά εἶναι φῶς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, νά εἶναι σάν τή λυχνία πού φωτίζει τόν δρόμο καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί «λάμπει πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ».
Γι’ αὐτό καί σήμερα, συνεχίζοντας τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του ὁ Χριστός μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο καί τή μέθοδο μέ τήν ὁποία θά μπορέσουμε νά γίνουμε «φῶς τοῦ κόσμου».
Εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας ὅτι ὅ,τι φωτίζει δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἴδιο σκοτεινό,
ἀλλά πρέπει νά εἶναι γεμάτο φῶς. Ἄν, λοιπόν, θέλουμε νά φωτίζουμε τούς ἀνθρώπους καί τόν κόσμο, τότε θά πρέπει καί ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι νά εἴμαστε φωτεινοί. «Φωτισθῆναι», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «καί εἶτα φωτίσαι». Πρέπει νά φωτισθοῦμε πρῶτα ἐμεῖς, γιά νά μπορέσουμε νά φωτίσουμε καί τούς ἄλλους, καθώς ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι δέν εἴμαστε αὐτόφωτοι, ὅπως ὁ Θεός, ἀλλά ἀντανακλοῦμε τό δικό του φῶς, ἐφόσον τό ἔχουμε. Καί ὁ μόνος τρόπος γιά νά γίνουμε φωτεινοί, λέγει ὁ Χριστός, εἶναι νά διατηροῦμε τά μάτια μας φωτεινά καί καθαρά, γιατί αὐτά εἶναι πού φωτίζουν ὅλο τό σῶμα.
Ὁ Θεός, διδάσκουν οἱ Πατέρες, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο δύο θυρίδες ἀπό τίς ὁποῖες εἰσέρχεται ἡ γνώση, εἰσέρχεται ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου, εἰσέρχεται ἡ χαρά, εἰσέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ἡ χάρη του, εἰσέρχεται ὅμως καί ὁ πειρασμός, ἡ ἡδονή καί ἡ ἁμαρτία. Καί οἱ δύο αὐτές θυρίδες εἶναι τά μάτια μας. Ἀπό αὐτά περνοῦν ὅλες οἱ εἰκόνες τοῦ κόσμου, καλές καί κακές, ἀγαθές καί ἁμαρτωλές, καί αὐτές οἱ εἰκόνες δημιουργοῦν στή συνέχεια τίς σκέψεις καί τούς λογισμούς, τίς ἐπιθυμίες καί τίς πράξεις.
Ἄν οἱ εἰκόνες εἶναι ἀγαθές, εἶναι ἅγιες, εἶναι εὐάρεστες στόν Θεό, τότε οἱ σκέψεις πού δημιουργοῦνται μέσα μας ἀπό αὐτές εἶναι καί αὐτές ἀγαθές καί ἅγιες καί ὁδηγοῦν σέ πράξεις ἀρετῆς καί ἔργα ἀγάπης, μέσω τῶν ὁποίων φωτίζεται ὁ κόσμος καί δοξάζεται ὁ Θεός.
Ἄν ὅμως οἱ εἰκόνες πού φθάνουν στόν νοῦ καί τήν ψυχή μας περνῶντας μέσα ἀπό τά μάτια μας εἶναι σκοτεινές καί πονηρές καί ἁμαρτωλές, τότε, ἄν δέν προσέξουμε, ἄν δέν κλείσουμε τά μάτια μας καί δέν τίς ἀποφύγουμε, θά μετατραποῦν σέ πονηρούς καί ἐφάμαρτους λογισμούς πού θά ἐξελιχθοῦν σέ ἀνάλογες πράξεις, ρυπαίνοντας ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο καί σβύνοντας μέσα μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού καίει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μας.
Γι’ αὐτό θά πρέπει νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί πῶς χρησιμοποιοῦμε τά μάτια μας. Ὁ Θεός μᾶς τά ἔδωσε ὡς ἕνα μεγάλο καί πολύτιμο δῶρο, ὄχι μόνο γιά νά μᾶς ἐξυπηρετοῦν στίς ἀνάγκες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καί γιά νά ἀπολαμβάνουμε ὅσα «καλά λίαν» δημιούργησε Ἐκεῖνος γιά χάρη μας, ἀλλά καί γιά νά προσβλέπουμε πρός Αὐτόν καί νά προσλαμβάνουμε τήν εἰκόνα καί τή μορφή του διά τῶν ὀφθαλμῶν μας στήν ψυχή μας.
Ἄν θέλουμε, λοιπόν, νά εἶναι τά μάτια μας ἀνοικτά καί καθαρά γιά νά δέχονται τό φῶς καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δέν θά πρέπει νά τά στρέφουμε σέ θεάματα ἁμαρτωλά καί ἀκάθαρτα.
Γιατί, ὅπως δέν χρησιμοποιοῦμε ἕνα σκεῦος μέ τό ὁποῖο μεταφέρουμε ἕνα εὐῶδες καί ἀκριβό ἄρωμα γιά νά μεταφέρουμε ἕνα δηλητήριο, ἔτσι δέν εἶναι δυνατό νά χρησιμοποιοῦμε καί τά μάτια μας, ἀπό τά ὁποῖα δεχόμαστε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ στήν ψυχή μας, τά μάτια μας μέ τά ὁποῖα βλέπουμε τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, γιά νά μεταφέρουμε στήν ψυχή μας εἰκόνες ταπεινές καί γήινες καί ἁμαρτωλές, γιατί τότε τά μάτια μας χάνουν τή δυνατότητα νά βλέπουν τό ἀγαθό, χάνουν τή δυνατότητα νά βλέπουν τόν Θεό καί γίνονται σκοτεινά καί αὐτά καί ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας.
Γι᾽αὐτό ἄς φροντίσουμε νά τά διατηροῦμε καθαρά, ἔτσι ὥστε νά ἀξιωθοῦμε σέ αὐτή τή ζωή νά βλέπουμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ νά φωτίζει τήν ψυχή μας καί στήν ἄλλη ζωή νά καταυγασθοῦμε ἀπό τό φῶς τῆς Θεότητός του.
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων