“Ὢ τῆς Ἡρῴδου πωρώσεως! ὁ ἀτιμάσας Θεόν, ταῖς τοῦ νόμου ἐκλύσεσι, τὴν τῶν ὅρκων τήρησιν, δολερῶς ὑποκρίνεται, καὶ τῇ μοιχείᾳ φόνον προστίθησιν, ὁ σκυθρωπάζειν σχηματιζόμενος, Ὢ τῆς ἀφάτου σου, συμπαθείας Δέσποτα! δι’ ἧς Χριστέ, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος” (Στιχηρό των Αίνων του Όρθρου της εορτής της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, 29 Αυγούστου)
“Πόση πώρωση στην καρδιά είχε ο Ηρώδης! Αυτός που προσέβαλε βαθιά τον Θεό με τις παραβιάσεις του θεϊκού νόμου, υποκρίνεται με δόλο ότι πρέπει να τηρήσει τους όρκους που έδωσε και προσέθεσε στην μοιχεία φόνο αυτός που σκυθρώπιασε στην όψη του για αυτά που δεν χρειαζόταν. Πόσο δύσκολα εκφράζεται με τα λόγια μας η συμπάθειά σου Δέσποτα Κύριε! Χάρις σ’ αυτήν σώσε τις ψυχές μας, Χριστέ, που είσαι ο μόνος εύσπλαχνος”
“‘Οὐκ ἔξεστὶ σοι ἔχειν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου’. Δεν σου επιτρέπεται από το νόμο του Θεού να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου, ο όποιος ζει ακόμα. Λόγια του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελούσαν μαχαιριές στις διεφθαρμένες συνειδήσεις του βασιλιά Ηρώδη Αντίπα και της παράνομης συζύγου του Ηρωδιάδος, που ήταν γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου. Ο Ηρώδης, μη ανεχόμενος τους ελέγχους του Προδρόμου, τον φυλάκισε. Σε κάποια γιορτή όμως των γενεθλίων του, ο Ηρώδης υποσχέθηκε με όρκο να δώσει στην κόρη της Ηρωδιάδος ό,τι ζητήσει, διότι του άρεσε πολύ ο χορός της. Τότε η αιμοβόρος Ηρωδιάς είπε στην κόρη της να ζητήσει στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη. Πράγμα που τελικά έγινε. Έτσι, ο ένδοξος Πρόδρομος του Σωτήρα θα παραμένει στους αιώνες υπόδειγμα σε όλους όσους θέλουν να υπηρετούν την αλήθεια και να αγωνίζονται κατά της διαφθοράς, ανεξάρτητα από κινδύνους και θυσίες. Η Εκκλησία μας θυμάται αυτό το γεγονός την 29η Αυγούστου κάθε χρόνο, στο κλείσιμο του εκκλησιαστικού έτους, και ορίζει νηστεία” (από το Διαδίκτυο)
Οι άνθρωποι επαναστατούμε εναντίον του κακού και της αδικίας στην ζωή μας. Αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να υπάρχει κόσμος ο οποίος να ευχαριστιέται με τον θάνατο, με το να υποφέρουν οι άλλοι, πώς μπορεί να υπάρχει τόση ανομία και διαφθορά και να κοιμούνται με ήσυχη συνείδηση οι παρανομούντες, αδιάφορο αν είναι ισχυροί ή καθημερινοί άνθρωποι; Κι όμως, βλέπουμε ότι δεν αλλάζει η οδός του κόσμου. Αναγκαζόμαστε να συμβιβαστούμε κυνικά, χωρίς να αισθανόμαστε ότι μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων. Φιλοσοφούμε την ζωή μας, σχολιάζουμε, αλλά παραμένουμε θεατές. Αφήνουμε στον Θεό την τιμωρία των παρανομούντων, αλλά βλέπουμε ότι η αλλαγή δεν έρχεται.
Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας διέπραξε ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης Αντίπας, η “αλώπηξ”, όπως τον χαρακτήρισε ο Χριστός. Άνθρωπος διεφθαρμένος, παρότι είχε την δυνατότητα να απολαμβάνει κάθε ηδονή, προτίμησε να αρπάξει την γυναίκα του αδερφού του, με την σύμφωνη γνώμη της, διότι αυτή είχε την φιλοδοξία να γίνει βασίλισσα, και να παραβιάσει την εντολή “ου μοιχεύσεις”, που ίσχυε από τον μωσαϊκό νόμο. Στην πολιτική διαφθορά, καθώς ο Ηρώδης διοικούσε υπό την ανοχή των Ρωμαίων, με κριτήριο τον δικό του πλουτισμό και του επιτελείου του, στην θρησκευτική διαφθορά καθώς στα χρόνια του το αξίωμα του αρχιερέα, που έπρεπε να αναλαμβάνει άλλος κάθε χρόνο, εξαγοραζόταν από τον Άννα και τον Καϊάφα, τους μετέπειτα σταυρωτές του Κυρίου, υπό τον όρο της ανοχής στην διαφθορά της πολιτική εξουσίας, προστέθηκε και η ηθική διαφθορά. Η μέθη της εξουσίας έφερε την περιφρόνηση του Θεού και ο πολιτικός ηγέτης, από παιδαγωγός του λαού και τηρητής των παραδόσεων, κατεστάθη καθοδηγητής στο κακό.
Γιατί αυτή η πώρωση της καρδιάς, που συνοδεύτηκε από την υποκρισία της ανάγκης τήρησης ενός όρκου που δόθηκε πάνω στην μέθη και ήταν αποτέλεσμα ασελγούς χορού στα γενέθλια του βασιλιά; Είναι ένα μάθημα για όλους μας. Η καρδιά που μεθά από εξουσία γίνεται επηρμένη. Ο άνθρωπος έχει λάβει από τον Θεό το δώρο της ελευθερίας. Η ελευθερία μπορεί να γίνει παράδεισος, εάν δένεται με την αγάπη, εάν μας κάνει να βγαίνουμε από την προτεραιότητα του εαυτού μας, εάν μας οδηγεί στην τήρηση των εντολών του Θεού, οι οποίες μας δείχνουν τα όρια και την αποστολή μας. Μπορεί να γίνει όμως και κόλαση, όταν λειτουργούμε στην οδό του “όλα επιτρέπονται”, όταν “ο νόμος είμαι εγώ”, όταν “η επιθυμία μου είναι νόμος”. Ο άνθρωπος τότε επιβάλλει το θέλημά του στους πάντες ή γκρινιάζει όταν δεν μπορεί να το πράξει, θεοποιεί τον εαυτό του για να αισθάνεται καλά και δεν σταματά, καθώς δεν υπάρχει γι’ αυτόν “πρέπει”, “όριο”, “ήθος”.
Το πρόβλημα όμως είναι όταν και η κοινωνία στην οποία αυτή η γραμμή ακολουθείται, δεν αντιδρά. Το βλέπουμε στις ημέρες μας, με την κακοποίηση των γυναικών, με τις παρενοχλήσεις, με την διαφθορά κάθε μορφής. Μία λεκτική αποδοκιμασία, η μετά κόπων και βασάνων τιμωρία από τους ανθρώπινους νόμους, καμία όμως αίσθηση ότι η κοινωνία χρειάζεται μετάνοια γενικότερα και σπουδή πάνω στην πώρωση της καρδιάς. Οι διεφθαρμένοι θεωρούνται εξαίρεση ή οι πολλοί νομίζουν πως επειδή η διαφθορά δεν τους αγγίζει, δεν χρειάζεται και να εξεγερθούν. Πώς, θα αναρωτηθούμε; Έχοντας επίγνωση ότι “έστι Θεός”. Έχοντας επίγνωση ότι ο θάνατος περιμένει τους πάντες και ότι δεν μπορεί ο καθένας να αμαρτάνει για πάντα. Έχοντας επίγνωση ότι η πώρωση της καρδιάς συνεπάγεται την άρνηση της αμαρτίας. Καλλιεργώντας το αίσθημα της “αιδούς”, της ντροπής από φιλοτιμία και ψυχικό πόνο και ζητώντας την ανάληψη της ευθύνης για ό,τι διαλύει την τάξη στην κοινωνία. Είναι άλλο η μετάνοια, η συγχώρηση και η αγάπη που γίνεται δεύτερη ευκαιρία, και άλλο το αίσθημα της διαγραφής, σαν να μην έγινε, της αμαρτίας ή της αδιαφορίας γι’ αυτήν.
Υπάρχει ένα αίσθημα ουδετερότητας στους καιρούς μας. Δεν με αφορά το κοινωνικό κακό. Δεν με αφορά η διαφθορά. Επομένως γιατί να αντιδράσω; Αν μάλιστα, ο διεφθαρμένος έχει δύναμη ή ικανότητα να περνά τα πάθη του ως φυσικές καταστάσεις ή ως δικαιώματα, τότε η ουδετερότητα θεωρείται δικαιολογημένη. Απέναντι σ’ αυτήν την ουδετερότητα ο Τίμιος Πρόδρομος κράτησε δύο στάσεις: η πρώτη ήταν η στηλίτευση, αυτό το δυνατά ακουσμένο “ουκ έξεστί σοι”. Η δεύτερη ήταν η σιωπή στην φυλακή και η προσευχή. Γνώριζε ότι η δική του αποστολή στο κοινωνικό επίπεδο είχε ολοκληρωθεί και παρέδιδε πλέον την σκυτάλη στον Χριστό. Μίλησε πρώτα, σιώπησε προσευχόμενος στην συνέχεια και υπέστη με την προσμονή της αιωνιότητας το μαρτύριο, για να βρίσκεται για πάντα δίπλα στον Χριστό. Η αλήθεια φέρνει θάνατο, φέρνει κι ανάσταση. Καθαρίζει όμως την συνείδησή μας και μας αφήνει να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Αυτός είναι και ο δρόμος μας. Όχι μιας φοβικής ή αδιάφορης ουδετερότητας, αλλά η ανάδειξη της πώρωσης στον εαυτό μας πρώτα, γιατί ίχνη διαφθοράς γεννιούνται από την αμαρτία και μέσα μας, όπως και στον κόσμο, και στην συνέχεια, η σιωπή του ταπεινού που γνωρίζει να περιμένει. Όχι την εκδίκηση του Θεού, αλλά την μετάνοια του κόσμου, καθώς τα λάθη και τα εγκλήματα γυρίζουν στον πωρωμένο. Αν υπακούμε στον Θεό δεν ζηλεύουμε την εξουσία του ισχυρού, δεν θεωρούμε επιλογή μας να εκμεταλλευόμαστε την διαφθορά προς όφελός μας ή για να δικαιολογήσουμε τα δικά μας. Ας κρατούμε το ήθος, τα όρια, την αιδώ, την πίστη. Και η μετάνοια που κηρύττει ο Πρόδρομος ας είναι ο δικός μας δρόμος. Και έχει ο Θεός.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός