Όχι ότι δεν μπορούσε, αφού ήταν πραγματικός επιστήμων της Νοεράς προσευχής, διάδοχος και συνεχιστής της Νηπτικής παραδόσεως, αλλά επειδή ήταν επιφυλακτικός, για να μην φουσκώση τα μυαλά μας με φαντασίες καταστάσεων που δεν είχαμε φθάσει.
Ολιγόλογες λακωνικές συμβουλές μας έδινε, κατά την διάρκεια των νυκτερινών μας εξαγορεύσεων, υπό την μορφή υποδείξεων περισσσότερον, μα ήσαν πάντα μεστές ωφελείας.
Η στάσις του ήταν «προχώρα και εγώ σε παρακολουθώ». Και ο λόγος εγίνετο πράξις. Με την ευχή του Γέροντα κοπιάζαμε στην προσευχή. Και ερχόταν φορές να κάνουμε τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες νοερά προσευχή, με σκυμμένο το κεφάλι και τον νού κολλημένο μέσα στο βάθος της πνευματικής καρδιάς.
Καμιά φορά σήκωνα το κεφάλι να πάρω αέρα αλλά η γλυκύτητα με τραβούσε πάλι μέσα στην καρδιά! Η ψυχή είχε γευθή και έλεγε:
«Μη ζητάς τίποτε άλλο, αυτό είναι. Αυτός είναι ο πολύτιμος ουράνιος θησαυρός. Απόλαυσέ τον!»
Αλήθεια! Πολλές φορές οι προσευχές του Γέροντός μου με βοήθησαν να αποκτήσω πνευματική αίσθησι της θείας Παρουσίας. Αλλά εμείς οι νεώτεροι ήταν αδύνατον να φθάσουμε τις πνευματικές πτήσεις του υψιπέτου Γέροντος Ιωσήφ.
Το πρώτο που ζητούσε ο Γέροντας, μόλις κάποιος αδελφός προσετίθετο στη συνοδεία μας, σαν πρώτη νουθεσία, σαν πρώτη βία, ήταν: η σιωπή και η ευχή.
Παιδί μου, την ευχή. Θέλω να σ’ ακούω να λες την ευχή και όχι να αργολογής.
Ήξερε αυτός ο εμπειρότατος καθηγητής της Νοεράς προσευχής, ότι, εάν ο αρχάριος σιωπήση και αδουλεσχήση στην ευχή, θα βάλη καλή αρχή και θα έχη πλούσιες τις δωρεές του Θεού στο μέλλον, διότι, τόνιζε:
«Οφείλει ο μοναχός, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε διακονεί είτε περπατεί είτε κάνει ο,τιδήποτε, να φωνάζη αδιαλείπτως το ‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’. Έτσι, το όνομα του Κυρίου Ιησού κατερχόμενο στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώση τον δράκοντα, θα σώση και θα ζωοποιήση την ψυχή. Να επιμένης, λοιπόν, αδιάλειπτα στην επίκλησι του ονόματος του Κυρίου Ιησού, για να καταπιή η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δυό ένα».
Και ο Γέροντας συνεχώς μας παρακολουθούσε στο να βιώνουμε την σιωπή με την προσευχή. Και γι’ αυτό μας έλεγε:
«Από εσάς δεν θέλω τίποτε. Εγώ θα μαγειρεύω, εγώ θα σας διακονώ. Από σας θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, ευχή, μετάνοια και κυρίως δάκρυα. Τίποτε άλλο δεν θέλω, μόνο βία στην προσευχή και δάκρυα μέρα-νύχτα. Διότι, όταν ερχώμεθα από τον κόσμο, ο νούς μας είναι πολύ φορτωμένος από πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές και τόνους εγωισμού και κενοδοξίας.
Όλος αυτός ο κόσμος των παθών έχει και τους ανάλογους λογισμούς και φαντασίες. Εάν προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τον νού αποσπασμένο και τραβηγμένο απ’ όλα αυτά, για να προσευχηθούμε, δεν μπορούμε να το κατορθώσουμε. Γιατί; Διότι είμαστε ψυχικά αδύναμοι και ο μετεωρισμός πολύ εύκολος.
Και εφ’ όσον δεν μπορούμε νοερά να κρατήσουμε την προσευχή, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, κατά την παράδοσι των Γερόντων μας και για λόγους υπακοής, προσπαθούμε να λέμε την ευχή προφορικά, για να μπορέσουμε έτσι με την φωνή της προσευχής να αποσπάσουμε τον νού από τον μετεωρισμό, ώστε σιγά-σιγά η ευχή να γλυκάνη τον νού και να τον αποσπάση από την κοσμική τροφή, κι έτσι σιγά-σιγά να τον κλείση μέσα στην καρδιά, επικαλούμενος αδιαλείπτως το όνομα του Ιησού. Σ’ αυτό θα βοηθήση πολύ το σταμάτημα της αργολογίας, για να καλύπτεται όλος ο χρόνος με προσευχή».
Επίσης μας έλεγε:
«Μόλις ανοίξετε τα μάτια, αμέσως την ευχή. Μην αφήσετε το μυαλό σας να πετάη εδώ και κεί και χάνετε την ώρα σας, που είναι πολύτιμη για την ευχή. Όταν έτσι βιάσετε τον εαυτό σας, θα σας βοηθήση κι ο Θεός να γίνη μία άγια συνήθεια με το άνοιγμα των ματιών, η προσευχή να παίρνη την πρώτη θέσι για όλη την ημέρα.
Στην συνέχεια, θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή. Ευλογείται η εργασία, αγιάζεται το στόμα, η γλώσσα, η καρδιά, ο χώρος, ο χρόνος και όλος ο άνθρωπος, που προφέρει το όνομα του Χριστού. Ο μοναχός που λέει αδιαλείπτως την ευχούλα, οπλίζεται με τέτοια θεική δύναμι, που καθίσταται απρόσβλητος από τους δαίμονες, αφού αυτή τους καίει και τους μαστιγώνει».
Λέγοντας την ευχή όλη την ημέρα με το στόμα είχε τόση χαρά η ψυχή μας, τόση κατάνυξι και τόσα δάκρυα, που δεν περιγράφονται. Πολλές φορές δε ερχόνταν τόση Χάρις από την προφορική ευχή, που ένοιωθε μέσα του ο ευχόμενος τόση θεία αγάπη, που ακόμα και ο νούς του μπορούσε να αρπαγή σε θεωρία. Κι αυτό επιβεβαιωνόταν και στο διακόνημα ακόμη, που, κατά ανερμήνευτον τρόπο, ο νούς δεν ήταν απλώς στην προσευχή αλλά στην θεωρία του Θεού, στην θεωρία -εν αισθήσει- του άλλου κόσμου.
Αρπαζόταν ο νούς ακόμα και όταν βοηθούσα τον Γέροντα, για να πάμε στην εκκλησία την νύχτα. Με το σώμα βοηθούσα τον Γέροντα, αλλά με τον νού μου δεν ήμουν κοντά του. Ο νούς μου ήταν αλλού. Περιπολούσε στα ουράνια. Και πάλι συνερχόμουν και ένοιωθα, ότι βρισκόμουν κοντά στον Γέροντα και τον παππού Αρσένιο.
Και στην συνέχεια ξανά έφευγα και νοερώς θαυμάζοντας έλεγα:
«Τι είναι η πνευματική ζωή!
Τι μεγαλείο είναι ο Μοναχισμός!
Πως μεταμορφώνει τον άνθρωπο;
Πως τον μεταποιεί;
Πως τον αλλάζει;
Πως καθιστά τον νού του τόσο ελαφρύ πνευματικά, ώστε να ξεπερνά όλες τις δυσκολίες και να φθάνη μέχρις εκεί, που δεν μπορεί να εκφράση με λόγια»!