Οἱ ἅγιες εἰκόνες χρησιμοποιοῦνται στοὺς ναοὺς καὶ στὰ σπίτια τῶν
Χριστιανῶν, ἐπειδή, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶναι καὶ αὐτὲς λόγος Θεοῦ, ἄλλου
εἴδους βέβαια. Διδάσκουν καὶ αὐτές, εὐλογοῦν, ἁγιάζουν καὶ ὁδηγοῦν τοὺς
ἀνθρώπους στὴ θεογνωσία. Ὁ Θεὸς μιλάει στοὺς ἀνθρώπους ὄχι μόνο μὲ τὸν
φυσικὸ λόγο (προφορικὸ καὶ γραπτό), ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς
δημιουργίας του.
«Οἱ
οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ
στερέωμα». Ἰδιαιτέρως δέ, μᾶς μιλάει μέσῳ τῶν ἁγίων εἰκόνων, γι’ αὐτὸ
καὶ ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε, ἀγωνίστηκε, διατήρησε καὶ μᾶς παραδίδει τὴν
τιμὴ καὶ προσκύνησή τους (Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας).
Καὶ δὲν εἶναι μόνο βιβλία τῶν ἀγραμμάτων οἱ εἰκόνες, ἀλλὰ ὅλων μας. Μᾶς κηρύττουν πάνω ἀπὸ ὅλα «τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίαν». Ὁμολογοῦμε τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν λόγο, τὴ γραφὴ (τὰ βιβλία), τὸ στόμα, τὴν καρδιά, τὸν νοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς εἰκόνες. Καὶ εἶναι ἀπολύτως νόμιμο αὐτό. Καὶ αὐτονόητο. Διότι, «οὐ τὴν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰκονίζω Θεοῦ τὴν ὁραθεῖσαν σάρκα» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Τί σημαίνει αὐτό;
Οἱ προφῆτες δὲν εἶδαν ποτὲ τὸ πρόσωπο ἢ κάποιο ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωυσῆς ὑπενθυμίζει στοὺς Ἰσραηλίτες, ὅτι στὸ ὄρος Σινᾶ, μέσα ἀπὸ θύελλα καὶ φωτιά, μίλησε ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε κανένα ὁμοίωμά του, καμμιά του εἰκόνα. Μόνο τὴ φωνή του ἄκουσαν. Καὶ ἔγινε αὐτό, ἐπειδὴ οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν ἄκρως εὐόλισθοι στὴν εἰδωλολατρία ποὺ κατέκλυζε τὰ πάντα γύρω τους (τὸ ἀπέδειξαν ἄλλωστε ἀμέσως μὲ τὴν κατασκευὴ καὶ προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου).
Δὲν εἶδαν κανένα ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἀλλ’ ἀντιθέτως τοὺς δόθηκε ρητὴ ἐντολὴ νὰ μὴν φτιάξουν κανένα γλυπτὸ ὁμοίωμα ποὺ θὰ τὸ προσκυνοῦσαν γιὰ Θεό. Οὔτε ἀπὸ τὰ ζῶα, οὔτε ἀπὸ τὰ πτηνά, οὔτε ἀπὸ τὰ ἑρπετά, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἰχθύες, οὔτε ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὸν ἥλιο ἢ τὴ σελήνη. Οὔτε «ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ» (Δευτ. 4, 12-19).
Τὰ πράγματα ὅμως ἄλλαξαν.
Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Μποροῦμε πλέον νὰ τὸν ζωγραφήσουμε. (Ἂν ὑπῆρχαν φωτογραφικὰ μέσα στὴν ἐποχή του, θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε ἀκόμα καὶ φωτογραφία του. Ὁ ἴδιος μᾶς χάρισε τὸ ἅγιο Μανδήλιο μὲ τὴν ἀχειροποίητη μορφή του)! Δὲν ἀπεικονίζουμε τὴν ἀόρατη καὶ ἀπερίγραπτη θεϊκὴ φύση του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη, τὴν ὁρατή, ποὺ τὴν εἴδαμε, τὴν ψηλαφήσαμε, τὴν ἀκούσαμε. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, γαλουχήθηκε, μεγάλωσε ὅπως ἐμεῖς. Κοπίασε, πείνασε, δίδαξε, θαυματούργησε, ἔκλαψε ὅπως ἐμεῖς. Πόνεσε ψυχικὰ καὶ σωματικὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς. Σταυρώθηκε, πέθανε, θάφτηκε, ἀλλὰ καὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. Τὸν εἴδαμε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς φάσεις τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀποτυπώνουμε στὶς ἱερές του εἰκόνες.
Φυσικὰ καὶ μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους.
Ἔχουμε λοιπὸν κάθε δικαίωμα νὰ εἰκονίζουμε τὸν Κύριο, ποὺ ὄντας Θεός, ἀόρατος καὶ ἀπερίγραπτος, ἔγινε καὶ ἄνθρωπος ὁρατός. «Ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 14).
Καὶ δὲν εἶναι μόνο βιβλία τῶν ἀγραμμάτων οἱ εἰκόνες, ἀλλὰ ὅλων μας. Μᾶς κηρύττουν πάνω ἀπὸ ὅλα «τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίαν». Ὁμολογοῦμε τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν λόγο, τὴ γραφὴ (τὰ βιβλία), τὸ στόμα, τὴν καρδιά, τὸν νοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς εἰκόνες. Καὶ εἶναι ἀπολύτως νόμιμο αὐτό. Καὶ αὐτονόητο. Διότι, «οὐ τὴν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰκονίζω Θεοῦ τὴν ὁραθεῖσαν σάρκα» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Τί σημαίνει αὐτό;
Οἱ προφῆτες δὲν εἶδαν ποτὲ τὸ πρόσωπο ἢ κάποιο ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωυσῆς ὑπενθυμίζει στοὺς Ἰσραηλίτες, ὅτι στὸ ὄρος Σινᾶ, μέσα ἀπὸ θύελλα καὶ φωτιά, μίλησε ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε κανένα ὁμοίωμά του, καμμιά του εἰκόνα. Μόνο τὴ φωνή του ἄκουσαν. Καὶ ἔγινε αὐτό, ἐπειδὴ οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν ἄκρως εὐόλισθοι στὴν εἰδωλολατρία ποὺ κατέκλυζε τὰ πάντα γύρω τους (τὸ ἀπέδειξαν ἄλλωστε ἀμέσως μὲ τὴν κατασκευὴ καὶ προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου).
Δὲν εἶδαν κανένα ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἀλλ’ ἀντιθέτως τοὺς δόθηκε ρητὴ ἐντολὴ νὰ μὴν φτιάξουν κανένα γλυπτὸ ὁμοίωμα ποὺ θὰ τὸ προσκυνοῦσαν γιὰ Θεό. Οὔτε ἀπὸ τὰ ζῶα, οὔτε ἀπὸ τὰ πτηνά, οὔτε ἀπὸ τὰ ἑρπετά, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἰχθύες, οὔτε ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὸν ἥλιο ἢ τὴ σελήνη. Οὔτε «ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ» (Δευτ. 4, 12-19).
Τὰ πράγματα ὅμως ἄλλαξαν.
Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Μποροῦμε πλέον νὰ τὸν ζωγραφήσουμε. (Ἂν ὑπῆρχαν φωτογραφικὰ μέσα στὴν ἐποχή του, θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε ἀκόμα καὶ φωτογραφία του. Ὁ ἴδιος μᾶς χάρισε τὸ ἅγιο Μανδήλιο μὲ τὴν ἀχειροποίητη μορφή του)! Δὲν ἀπεικονίζουμε τὴν ἀόρατη καὶ ἀπερίγραπτη θεϊκὴ φύση του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη, τὴν ὁρατή, ποὺ τὴν εἴδαμε, τὴν ψηλαφήσαμε, τὴν ἀκούσαμε. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, γαλουχήθηκε, μεγάλωσε ὅπως ἐμεῖς. Κοπίασε, πείνασε, δίδαξε, θαυματούργησε, ἔκλαψε ὅπως ἐμεῖς. Πόνεσε ψυχικὰ καὶ σωματικὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς. Σταυρώθηκε, πέθανε, θάφτηκε, ἀλλὰ καὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. Τὸν εἴδαμε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς φάσεις τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀποτυπώνουμε στὶς ἱερές του εἰκόνες.
Φυσικὰ καὶ μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους.
Ἔχουμε λοιπὸν κάθε δικαίωμα νὰ εἰκονίζουμε τὸν Κύριο, ποὺ ὄντας Θεός, ἀόρατος καὶ ἀπερίγραπτος, ἔγινε καὶ ἄνθρωπος ὁρατός. «Ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 14).
π. Δημητρίου Μπόκου