«Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων»(Ματθ. 25, 31-33)
«Ὅταν θά ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλη του τὴν δόξα καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ στὸν θρόνο τῆς δόξης του καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, καὶ θα τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του».
Ο καημός του ανθρώπου είναι η βεβαιότητα του θανάτου. Είναι η πληγή που μας συνοδεύει από την αρχή της ζωής μας, όταν βγαίνουμε από την μήτρα της μάνας μας και αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει μ’ αυτήν, διότι τότε είναι ο πρώτος θάνατος, καθώς χωρίζουμε από το έτοιμο της ζωής και καλούμαστε να το διεκδικήσουμε. Στην μήτρα της μάνας μας δεν είμαστε ανήμποροι, αλλά βασιλιάδες. Όλα μάς δίδονται. Γι’ αυτό και η έξοδός μας απ’ αυτήν συνοδεύεται από το πρώτο κλάμα, όχι μόνο για να ανοίξουν τα πνευμόνια μας, αλλά και γιατί δεν γνωρίζουμε τι μας περιμένει. Κάθε φορά που αλλάζουμε επίπεδο στη ζωή μας, ένας θάνατος έρχεται. Ο θάνατος του απογαλακτισμού. Ο θάνατος της παιδικότητας μέσα στην εφηβεία. Ο θάνατος του δεσμού με την οικογένεια, όταν φεύγουμε να σπουδάσουμε, όταν βρίσκουμε δικό μας σπίτι, όταν κάνουμε τη δική μας οικογένεια. Και με τη σειρά μας, θα ζήσουμε τον ίδιο κύκλο με τα παιδιά μας πρωταγωνιστές. Αυτοί οι θάνατοι βεβαίως κρατάνε μέσα τους ζωή. Διότι κι εμείς συνεχίζουμε να παλεύουμε, αλλά και οι άλλοι που φεύγουν από εμάς. Μπορεί να πονάμε για τον θάνατο ενός έρωτα. Όμως, ακόμη και τότε, υπάρχει ελπίδα, της καινούργιας αρχής.
Ο θάνατος όμως του ανθρώπου μοιάζει με ένα γεγονός οριστικό, τόσο γι’ αυτόν που τον ζει όσο και για εκείνους που μένουν πίσω. Η διακοπή της κίνησης της ύπαρξης, κατεξοχήν σημάδι του θανάτου, που συνεπάγεται την διακοπή της επικοινωνίας, της απάντησης στα ερεθίσματα του κόσμου και των ανθρώπων, είναι ένα γεγονός δραματικό, το οποίο συνοδεύεται από ένα αίσθημα ματαιότητας, λύπης, αγιάτρευτου πόνου. Και τώρα, τι; Υπάρχει κάτι; Υπάρχει Κάποιος; Τι μέλλει γενέσθαι; Γι’ αυτό και ακόμη και όποιος υποφέρει πολύ από κάποια ασθένεια του σώματος, εντούτοις δεν το βάζει κάτω. Το παλεύει μέχρι τέλους, εκτός αν η ιδεολογία του και η απελπισία του τον κάνουν να ζητά ευθανασία.
Η Εκκλησία έρχεται από την αρχή της ορατής παρουσίας της στον κόσμο αυτό, όπως φαίνεται από την Πεντηκοστή και πέρα, να δώσει την απάντηση της ανάστασης του Χριστού και την προσδοκία της δικής μας ανάστασης, όπως ο Χριστός ξεκάθαρα μάς υπέμνησε με τη διδασκαλία του στο Ευαγγέλιο. Μας λέει η Εκκλησία ότι ο θάνατος δεν είναι τέρμα, αλλά Πάσχα, πέρασμα. Μας καλεί, ακόμη και στους μικρούς ή μεγάλους θανάτους της ζωής να αντιτάξουμε την ελπίδα της κοινωνίας με τον Χριστό, αλλά και της προσδοκίας της ανάστασης των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Υιός του ανθρώπου θα είναι ο Χριστός πάντοτε. Δηλαδή η θεία φύση Του θα είναι ενωμένη με την ανθρώπινη. Θα είναι εν δόξη, αδιαμφισβήτητο το φως Του και ακατανίκητο. Θα είναι ο βασιλιάς, δηλαδή Εκείνος που θα έχει την εξουσία να κρίνει τον κόσμο, να ορίσει πώς θα προχωρήσει. Και θα μεταμορφώσει τον κόσμο από το πρόσκαιρο στο αιώνιο, καταργώντας τον έσχατο εχθρό μας που είναι ο θάνατος, μαζί με τη φθορά και το κακό. Θα μας δώσει πίσω τα σώματά μας, που θα είναι πνευματικά, στην ακμή του κάλλους και της ρώμης μας, είτε φτάσαμε είτε όχι, και θα μας καλέσει να ταξιδέψουμε στην αιωνιότητα, μαζί Του ή χώρια Του. Και το κριτήριο είναι ένα: η αγάπη.
Η Κυριακή των Απόκρεω είναι η υπενθύμιση από την πλευρά της Εκκλησίας ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ζωής μας. Δεν είναι το μεγάλο άγνωστο ή το μεγάλο τίποτα, όπως ο σύγχρονος κόσμος θέλει να πιστεύει. Είναι η συνάντηση με το πρόσωπο του Χριστού, με τα πρόσωπα των αγίων, με τα πρόσωπα των συνανθρώπων μας που θα αναγνωριστούμε μεταξύ μας, εφόσον διαλέξαμε σ’ αυτή τη ζωή την αγάπη ως τρόπο. Την αγάπη στο πιάτο της ελεημοσύνης. Την αγάπη στο ποτήρι με το νερό. Την αγάπη στο ρούχο που δώσαμε. Την αγάπη στον ξένο, τον άγνωστο, τον διαφορετικό που δεν αφήσαμε μόνο του. Την αγάπη στον ασθενή που επισκεφθήκαμε. Την αγάπη στον φυλακισμένο, στον περιθωριακό, στον απόβλητο. Η αγάπη ανοίγει την καρδιά. Ανοίγει τα μάτια του νου και της καρδιάς και κάνει την ύπαρξη φωτεινή, ζεστή, ελπιδοφόρα. Και μας κάνει να είμαστε έτοιμοι, λέγοντας το μεγάλο ΝΑΙ σ’ Εκείνον που είναι η Αγάπη να ζήσουμε την μέλλουσα κρίση ως χαρά. Αλλιώς, μας περιμένει το σκοτάδι και η μοναξιά, η φωτιά που θα κατακαίει τον διάβολο και όσους δεν αγάπησαν, διότι θα είναι το σημάδι της απελπισίας και της ερημιάς, των παθών που δεν θα μπορούν να εκπληρωθούν.
Στο κρεσέντο της κακίας, της απόρριψης, των παθών που βαφτίζονται δικαιώματα πρέπει να αντέξουμε στην αγάπη. Να μη νικηθούμε από τα δίκια μας, από την αίσθηση ότι εμείς και μόνο εμείς γνωρίζουμε. Να συγχωρέσουμε όσους μας πληγώνουν. Όσους μας κάνουν να νιώθουμε τους θανάτους, πέρα από τον κύκλο της ζωής. Και να ξεκινάμε από την αρχή ελπίζοντας για μας και για τους οικείους μας, όπως και για όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι μαζί μας και μέσα από την αγάπη Του θα νικήσουμε, προσδοκώντας την ανάσταση.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός