παπα Γιώργης Δορμπαράκης,
«Χαῖρε δι’ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν»
(Χαῖρε, Παναγία, διά τῆς ὁποίας ντυθήκαμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ).
Ἡ δεύτερη στάση τῶν Χαιρετισμῶν ἀναφέρεται, ὡς γνωστόν, στή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀρύεται κυρίως ὁ ποιητής τήν ἔμπνευσή του γιά νά φωτίσει κατά τρόπο δοξολογικό τό πάνσεμνο πρόσωπο τῆς Παναγίας καί δι’ αὐτῆς νά μᾶς καθοδηγήσει στήν ἐμβάθυνση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.
Ὁ ὑπόψιν χαιρετισμός προβάλλει μέ ἄμεσο τρόπο τό τί ἔφερε γιά τούς πιστούς ἀνθρώπους ὁ ἐρχομός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας: διά τῆς Παναγίας ντυθήκαμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
1. Ἡ Παναγία ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί μέ τή δική της ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου») σαρκώνει μέσα της καί γεννᾶ στή συνέχεια τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος ὡς ἄνθρωπο. Πρόκειται γιά τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας πού ἀποτελεῖ καί τό βάθρο στό ὁποῖο στηρίζεται πιά ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τό ἐξαγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Κι αὐτός ὁ ἐρχομός Του στόν κόσμο ἀποκαλύπτει μέ τόν πιό παράδοξο τρόπο τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης μᾶς τό λέει ὁ ἴδιος ἀπόστολος: «Ὁ Θεός… ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης Αὐτοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 6, 6) (Ὁ Θεός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα Του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) – κοιτᾶμε τόν Χριστό καί βλέπουμε δοξαστικά τόν Θεό Πατέρα, ὅπως καί γιά νά δοῦμε τόν Χριστό ὅπως πράγματι εἶναι: Θεός καί ἄνθρωπος, χρειάζεται νά μᾶς φωτίσει ὁ Πατέρας Θεός.
2. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί κατανοεῖται ὄχι μέ τόν τρόπο τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία ἀνθρώπου, δηλαδή μέ τόν ἠχηρό τρόπο πού συνήθως αὐτός κινεῖται: κενόδοξα καί ἀλαζονικά λόγω τῆς κενότητας καί τοῦ ἀνούσιου τῆς ζωῆς του, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού εἴδαμε νά ἔρχεται καί νά δρᾶ ὁ Χριστός: ἀπείρως ταπεινά καί σεμνά, καλύπτοντας καί τά πιό κραυγαλέα καί θαυμαστά σημεῖα Του μέ τόν μανδύα τῆς σιωπῆς καί τῆς διακριτικῆς φυγῆς Του.
Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανερώνεται ἀδιάκοπα μέσα στούς πολυποίκιλους πειρασμούς τῆς ἐπί γῆς πορείας τοῦ Χριστοῦ, προερχομένους εἴτε ἀπό τόν Πονηρό διάβολο εἴτε ἀπό τά πειθήνια ὄργανά του, μέ ἀποκορύφωση τή Σταυρική Του θυσία – στόν Σταυρό ἐπάνω ὁ Κύριος φτάνει στό ἀπώγειο πράγματι τῆς δόξας Του (ὡς Βασιλεύς τῆς δόξης): ἐκεῖ συντρίβει καί καταργεῖ τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, γιά νά ἔρθει ἔπειτα ἡ ὥρα τῆς Ἀνάστασης καί τῆς ἐν δόξῃ Ἀνάληψής Του.
Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέπονται ὅλα τά δεδομένα καί οἱ σταθερές τῆς πρό Χριστοῦ ἀνθρωπότητας: τό κοσμικό καί ἁμαρτωλό ὑπερήφανο φρόνημα μέ ὅλες τίς ἐμπαθεῖς συνέπειές του, καί κηρύσσεται ἡ ἀληθινή δόξα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ὡς γνωρίσματα τή θυσιαστική ἀγάπη καί τήν ὑπέρλογη ταπείνωση.
3. Ὅ,τι ὅμως ἔφερε ὁ Κύριος ὡς ζωή καί παρουσία Του αὐτό ἀναφέρεται καί ἀντανακλᾶ καί στούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων, τά μέλη τοῦ ἁγίου Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί; Διότι ἡ Παναγία μας γέννησε Αὐτόν πού μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του περιέκλεισε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός δέν εἶχε ξεχωριστή ἀνθρώπινη ὑπόσταση-προσωπικότητα· προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση (σῶμα καί ψυχή), τήν ὁποία ἕνωσε μέ τή θεϊκή Του φύση στή μία θεϊκή (ὑπόσταση)-προσωπικότητά Του («διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν»). Κι αυτό σημαίνει πώς κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται στόν κόσμο, δυνάμει ὅσο εἶναι ἀβάπτιστος, ἐνεργείᾳ ἄν πιστέψει καί βαπτιστεῖ, ντύνεται τόν Χριστό.
Ὁ Χριστός δηλαδή δέν ἀποτελεῖ γιά τόν πιστό Ἐκεῖνον πού ἁπλῶς βρίσκεται δίπλα του ἤ στό πλάϊ του καί κοντά του· βρίσκεται Ὅλος μέσα στήν ψυχοσωματική ὕπαρξή του, ὅπως κι ὁ πιστός βρίσκεται μέσα σ’ Ἐκεῖνον. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος, γιά νά μᾶς τονίσει ὅτι ὁ πιστός τελικῶς εἶναι ἕνας ἄλλος Χριστός μέσα στόν κόσμο, ἕνα «μίμημα Ἐκείνου», ὄχι ὅμως μέ κάποιο ἐξωτερικό τρόπο, ἀλλά μ’ ἕναν τρόπο πού φανερώνει τή μυστική δική Του παρουσία στόν ἄνθρωπο ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Ἡ ἀλήθεια αὐτή δέν συνιστᾶ καί τήν προϋπόθεση προκειμένου νά κοινωνεῖ ὁ πιστός ἐν Ἐκκλησίᾳ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ», ἀνανεώνοντας καί ἐπιτείνοντας κάθε φορά τή βαθειά καί σωτήρια αὐτή πραγματικότητα, ὥστε νά «μένῃ ἐν Αὐτῷ καί Αὐτός ἐν αὐτῷ»;
4. Δέν ἀρκεῖ ὅμως τό ἅγιο βάπτισμα καί ἡ θεία Κοινωνία γιά νά εἶναι ὁ χριστιανός πράγματι ἕνας ἄλλος Χριστός μέσα στόν κόσμο. Ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ τό ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς ὑπέρλογης καί μυστηριακῆς αὐτῆς πραγματικότητας εἶναι τό δυναμικό στοιχεῖο τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδή ὁ Χριστός ἦταν καί εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στόν βαθμό πού θυσιάστηκε ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν ἀπόλυτη ταπείνωση, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ χριστιανός: εἶναι χριστιανός καί φανερώνει τόν Χριστό, ὅταν εἶναι ντυμένος τή δόξα Ἐκείνου· ὅταν δηλαδή ζεῖ θυσιαστικά τή ζωή του κι ὅταν ἀγωνίζεται νά ζεῖ τήν ἁγία ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ.
Μέ ἄλλα λόγια, χριστιανός πού εἶναι μέν βαπτισμένος καί κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀλλά ἡ καθημερινότητά του δέν συνάδει μέ ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός: συνεπῶς ζεῖ ἐκκοσμικευμένα ὅπως ὁ πολύς κόσμος ὁ ζῶν ἐν ἀμετανοησίᾳ, αὐτός δέν εἶναι χριστιανός καί «δουλεύει» δυστυχῶς στόν ἀντίχριστο. Διότι «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ», λέει ὁ Κύριος, «κατ’ ἐμοῦ ἐστι». Ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει τή χριστιανικότητά μας καί ὄχι ὁ τύπος τῶν μυστηριακῶν τελετῶν (ἐντελῶς ἀπαραίτητος ἀσφαλῶς γιά νά λειτουργεῖ ἡ γνήσια χριστιανοσύνη μας).
Ὁ παραπάνω χαιρετισμός τῆς Β΄ στάσης τῶν Χαιρετισμῶν μᾶς ὑπενθυμίζει τή μέγιστη δωρεά πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία μας: ντυθήκαμε τόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ἐκεῖνος εἶναι πιά τό ἔνδυμά μας καί τό ἔνδυμά μας αὐτό τό κατάστικτο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσής Του χαρακτηρίζει καί ἐμᾶς.
Ὅσο ἀκολουθοῦμε καθημερινά καί ἀδιάκοπα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωσή Του βρισκόμαστε «ἐπί τά ἴχνη Του», μᾶλλον Τόν ἀφήνουμε νά δρᾶ μέσα ἀπό ἐμᾶς. Αὐτό συνιστᾶ καί τή δική μας δόξα στόν κόσμο τοῦτο, αὐτό θά μᾶς δοξάσει στό ἔπακρο ὅταν φύγουμε ἐν πίστει ἀπό τόν κόσμο τοῦτο. Μέ τό δεδομένο ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ὅλη πορεία μας γίνεται «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου». Διότι «δι’ αὐτῆς ἐνεδύθημεν» τή δόξα τοῦ Υἱοῦ της.