«Λύτρον λύπης» το Πάσχα. Η λύπη έχει να κάνει με τη φθαρτότητα. Με το μίσος. Με την νοσταλγία ενός Παραδείσου, ο οποίος, στα κατάβαθα της ύπαρξής μας, είναι μία ανάμνηση που δεν χάνεται. Είναι ενσωματωμένη η μνήμη αυτή στο γονίδιο του Θεού, στο γονίδιο της αναζήτησης της όντως αλήθειας, σ’ αυτό που ονομάζουμε θρησκευτικότητα. Και ο Παράδεισος που νοσταλγούμε δεν κερδίζεται, αν δεν δοθεί ως λύτρο ο θάνατός μας. Διότι όσο υπάρχουμε το κακό θα παραμένει αθάνατο και επάνω μας και επάνω στον κόσμο. Όταν τελειωθούμε, διά της εξόδου μας από τη ζωή αυτή, τότε το κακό παύει να μας αγγίζει. Η λύπη κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι για τον θάνατο, αλλά για το κακό και την αμαρτία, για την αίσθηση ότι είμαστε θεοί που θα πρέπει να ζήσουμε για πάντα, γιατί ο Θεός μας το χρωστά, ενώ η ζωή μας λέει ότι το τέρμα μπορεί να γίνει πέρασμα, αρχή, Πάσχα αληθινό. Κι έπρεπε ο Χριστός να γίνει ο Ίδιος το λύτρο για τη λύπη, ώστε να ανατείλει η χαρά.
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να υμνούν τη ζωή, χωρίς όμως όλα να είναι ζωή. Οι άνθρωποι παλεύουμε για τα αγαθά μας, για τις απολαύσεις μας, για την μετοχή μας σε ό,τι αυτός ο πολιτισμός τάζει ότι είναι ευτυχία, χωρίς όμως να νιώθουμε ότι καραδοκεί η λύπη του θανάτου πίσω από κάθε τι, καθότι δεν μπορεί να κρατήσει. «Η στιγμή περνάει και χάνεται και η ζωή ποτέ δεν πιάνεται» (Σταμάτης Σπανουδάκης). Μόνο η σχέση με τον Χριστό, όταν γίνεται αγάπη, δίνει νόημα διάρκειας. Διότι η αγάπη κάνει τις στιγμές μας αληθινά όμορφες, που μπορούμε να τις συνεχίσουμε ή, ακόμη κι αν έχουν όριο, να μας κάνουν να νιώσουμε την πληρότητα της σχέσης με τον Θεό που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε ύπαρξη αθάνατη κατά χάριν, στην οδό του φωτός και της αληθινής ομορφιάς. Κι από κει ξεκινά η χαρά που δεν τελειώνει.
Χριστός Ανέστη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός