
Δυο χαρές υπάρχουν στον άνθρωπο. Μία χαρά, όταν παίρνη, και μία χαρά, όταν δίνη. Δεν συγκρίνεται η χαρά που νιώθει κανείς, όταν δίνη, με την χαρά που νιώθει, όταν παίρνη.
Ο άνθρωπος, για να καταλάβη αν προχωράη σωστά πνευματικά, πρέπει να εξετάση κατ’ αρχάς αν χαίρεται, όταν δίνη και όχι όταν παίρνη• αν νιώθη στενοχώρια, όταν του δίνουν, και χαρά, όταν δίνη. Ύστερα, αν εργάζεται σωστά πνευματικά, όταν κάνη κανένα καλό, δεν το θυμάται ποτέ, αλλά δεν ξεχνάει ποτέ και το παραμικρό καλό που του κάνουν. Δεν μπορεί να κλείση μάτι από την παραμικρή ευεργεσία των άλλων. Μπορεί αυτός να έχη δώσει ένα αμπέλι στον άλλον και να το έχη ξεχάσει. Αν όμως ο άλλος του δώση ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι που εκείνος του χάρισε, δεν μπορεί να το ξεχάση ποτέ. Ή μπορεί να έχη δώσει σε κάποιον πολλές ξυλόγλυπτες εικόνες και να μην το θυμάται. Αν εκείνος του δώση μια εικονίτσα πλαστικοποιημένη, αυτός συγκινείται από την εικονίτσα αυτή, παρόλο που είναι μικρής αξίας, και από ευγνωμοσύνη σκέφτεται πώς να το ανταποδώση.
Ακόμη και ολόκληρη Εκκλησία μπορεί να δώση, και το οικόπεδο, και να το ξεχάση. Δηλαδή η σωστή πνευματική πορεία είναι να ξεχνάη κανείς τα καλά που κάνει και να θυμάται τα καλά που του κάνουν οι άλλοι. Όταν φθάση σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος, τότε είναι άνθρωπος• άνθρωπος του Θεού. Αν όμως συνέχεια ξεχνάη τις καλωσύνες που του έκαναν οι άλλοι και θυμάται τις καλωσύνες που έκανε αυτός, αυτή είναι αντίθετη εργασία από αυτήν που ζητάει ο Χριστός. Αλλά και όταν σκέφτεται «εσύ μου έδωσες τόσο και εγώ σου έδωσα τόσο», αυτό πάλι είναι μπακαλίστικο πράγμα. Εγώ κοιτάω να δώσω σ’ αυτόν που έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Δεν υπολογίζω μπακαλίστικα: ο τάδε μου έδωσε αυτά τα βιβλία και εγώ τώρα σ’ αυτόν χρωστάω τόσα, οπότε πρέπει να του τα δώσω, για να εξοφλήσω. Ή, αν ο άλλος δεν μου έδωσε, δεν θα του δώσω και εγώ τίποτε. Και αυτό είναι μια ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Αυτός που παίρνει κάτι, δέχεται ανθρώπινη χαρά. Αυτός που δίνει, δέχεται θεϊκή χαρά. Την θεϊκή χαρά με το δόσιμο την παίρνουμε. Μου δίνει λ.χ. κάποιος ένα βιβλίο. Αυτός τώρα χαίρεται πνευματικά, θεϊκά, και εγώ που πήρα το βιβλίο χαίρομαι ανθρώπινα. Όταν και εγώ δώσω το βιβλίο, θα χαρώ και εγώ θεϊκά, και ο άλλος που θα το πάρη θα χαρή ανθρώπινα. Όταν και εκείνος το δώση, θα χαρή και αυτός θεϊκά, και εκείνος που θα το πάρη θα χαρή ανθρώπινα. Αν όμως και αυτός το δώση, τότε θα χαρή και θεϊκά κ.ο.κ. Βλέπετε πως με ένα πράγμα μπορούν πολλοί άνθρωποι να χαρούν και ανθρώπινα και θεϊκά;
Να μάθη κανείς να χαίρεται με το να δίνη. Όταν χαίρεται με το να δίνη, είναι τοποθετημένος σωστά, είναι δικτυωμένος με τον Χριστό• έχει την θεία Χάρη. Όταν δίνη ή προσφέρη κάτι, η χαρά που νιώθει έχει θείο οξυγόνο. Όταν χαίρεται με το να λαμβάνη ή να θυσιάζωνται οι άλλοι γι’ αυτόν, αυτή η χαρά έχει μπόχα, ασφυξία. Τέτοιοι άνθρωποι που δίνονται, χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, θα μας κρίνουν μεθαύριο. Τι χαρά νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι! Αυτούς τους προστατεύει ο Χριστός. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι χαίρονται με το να παίρνουν και στερούνται την θεϊκή χαρά, γι’ αυτό είναι βασανισμένοι. Ο Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, και μας γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις, Εκείνος δεν περιορίσθηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», αλλά θυσιάσθηκε για τον άνθρωπο.