Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Ας αρχίσουμε...


Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτη

Ἐπί χρόνια ἔλεγε σέ κάποιον ὁ Γέροντάς του νά κάνει τήν εὐχή, ἀλλά αὐτός ἔφθασε στό γῆρας χωρίς εὐχή. Τό γῆρας, βέβαια, εἶναι πάντοτε σχετικό. Ἄλλος γερνάει στά εἴκοσι, ἄλλος στά τριάντα, ἄλλος στά ὀγδόντα. Διότι, ὅπως φέρνει γῆρας ἡ ἔλλειψις σωματικῆς τροφῆς, ἔτσι φέρνει ἕνα ἄλλο γῆρας ἕως θανάτου καί ἡ ἔλλειψις τῆς πνευματικῆς τροφῆς, τῆς εὐχῆς. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε στό γῆρας του νά κάνει προσευχή ἐπί τέσσερις ὧρες. Προσπαθοῦσε νά κάνει αὐτό τό μικρό ἀγώνισμα, ἀλλά ἡ προσευχή δέν πήγαινε στήν καρδιά. Ἔκανε ἀγώνα, προσευχόταν κάθε ἡμέρα, ἀλλά δέν πετύχαινε τίποτε. Τά χρόνια του εἶχαν περάσει.

Ἄλλοτε, κάποιος πλούσιος πατέρας ἔλεγε στό παιδί του: Νά σέ σπουδάσω, παιδί μου. Ὄχι, δέν μπορῶ, ἀπαντοῦσε ἐκεῖνο. Νά σέ σπουδάσω, παιδί μου, παρακαλοῦσε πάλι ὁ πατέρα. Ὄχι, οἱ σπουδές εἶναι δύσκολες, κουραστικές, δέν μπορῶ, ἀπαντοῦσε πάλι ὁ γυιός. Ἤθελε νά διασκεδάζει, νά ἔχει παρέες. Ὅταν, ὅμως, μεγάλωσε, τότε κατάλαβε ὅτι στόν κόσμο δέν εἶχε μοίρα, γιατί ἦταν ἀμόρφωτος. Πάει, λοιπόν, στόν γέροντα πατέρα του, ὁ γερασμένος ἤδη γυιός, καί τοῦ λέγει: Πατέρα, μήπως νά σπουδάσω; Διαθέτεις ἀκόμη ἐκεῖνα τά χρήματα, πού μοῦ ἔλεγες ὅτι ἔχεις; Τώρα, παιδί μου, καί νά σοῦ τά δώσω, ἄχρηστα θά σοῦ εἶναι, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ πατέρας, γιατί δέν σέ δέχονται πιά στό σχολεῖο. Ἀλλά νά σοῦ πῶ καί κάτι ἀκόμη: Κανένας δέν θά σέ πάρει πλέον στή δουλειά, γιατί εἶσαι μεγάλος, ὁπότε δέν χρειάζεται τώρα νά σπουδάσεις.

Ἕως, λοιπόν, καιρόν ἔχομεν, ἀρξώμεθα τοῦ ἔργου. Ἐάν δέ ὁ καιρός μας δέν εἶναι τώρα, οὔτε αὔριο θά εἶναι. «Τοιγαροῦν τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον νέφος μαρτύρων, ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ», τοὐτέστι τήν προσευχή. Μιμούμενοι τό νέφος τῶν μαρτύρων, ὅλους ἐν οὐρανοῖς καί τούς ἐπί τῆς γῆς ἁγίους, ἄς πετάξωμε ἀπό πάνω μας ὅ,τι μέχρι τώρα κτίσαμε, καί ἄς ἀποκτήσωμε τήν θέση μας ἀνάμεσα σέ ἐκείνους. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Τεσσαρακοστή πού διανύσαμε δέν πέρασε ἀκόμη, μέ τήν ἔννοια ὅτι τό Πάσχα μᾶς προάγει σέ περαιτέρω νηστεία, ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Ἑπομένως, τώρα πού εἶναι Πάσχα, ἄς ἐπιταχύνωμε καί ἄς ἐπιμηκύνωμε τούς ἀγῶνες μας, τήν νηστεία μας, τήν νῆψι μας, τήν προσευχή μας. Καί αὐτό γίνεται πολύ εὔκολα καί πολύ ἁπλᾶ, ὅταν γνωρίζωμε ὅτι κάθε ἡμέρα εἶναι Τεσσαρακοστή. Ἡ Τεσσαρακοστή δέν τελειώνει ποτέ, διότι σημαίνει ἀγρυπνία, εὐχή καί καραούλι Θεοῦ· σημαίνει σχέσις Θεοῦ, κοινωνία Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κοινωνία θεανθρωπίνη. Μόνο ἔτσι ζοῦμε ἀληθινά.