Στό
ἱερό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἀναγινώσκεται ἕνα τμῆμα τῆς «ἀρχιερατικῆς προσευχῆς» τοῦ Κυρίου
μας, τοῦ μεγάλου Ἀρχιερέως τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τόν
οὐράνιο Πατέρα του κατά τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μετά τό Μυστικό
Δεῖπνο. Τότε λοιπόν ὁ Κύριος, ἐνῶ ἔβλεπε τούς μαθητές του, κάποια στιγμή
ὑψώνει τά μάτια του στούς οὐρανούς. Ὑψώνει τά μάτια του πρός τό θρόνο
τοῦ Θεοῦ Πατρός, γιά νά προσευχηθεῖ. Καί μέ τήν στροφή πρός τόν οὐρανό
μᾶς δίνει το ὑπόδειγμα τῆς δικῆς μας στάσης κατά τίς προσευχές μας. Μᾶς
διδάσκει νά ὑψώνουμε κι ἐμεῖς τό βλέμμα μας πρός τόν οὐρανό, γιά νά
ἀφοσιωνόμαστε ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Νά ἀτενίζουμε πρός τά ἄνω ὄχι μόνο
μέ τά σωματικά μας μάτια ἀλλά κυρίως μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ ὕψωση τῶν ματιῶν μας στόν οὐρανό ἀποτελεῖ γιά ὅλους ἐμᾶς τούς
ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους τή φυσική προσπάθεια νά ξεφύγουμε ἀπό τή γῆ, ὅπου
εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι σέ διάφορες μέριμνες καί πάθη.Νά μείνουμε
ἀπερίσπαστοι ἀπό κάθε γήινο καί πρόσκαιρο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς μας καί
νά ἀφοσιωνόμαστε στό Θεό. Ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε τά μόνα ἐπίγεια ὄντα πού ὁ
Θεός μᾶς ἔπλασε ἔτσι ὥστε νά μποροῦμε νά ὑψώνουμε τά μάτια μας πρός τόν
οὐρανό. Αὐτό ἄλλωστε δηλώνει και η λέξη «ἄνθρωποι», που σημαίνει «ἄνω
θρώσκομεν», μποροῦμε νά κοιτάζουμε ψηλά. Κι αὐτή ἡ φυσική μας διάπλαση
ὡς πρός τή θέση τῶν ματιῶν μας μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξάρτησή μας, τόν
προορισμό μας, τό χρέος μας.
Στόν
οὐρανό νά στρέφεται ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή μας, ἐκεῖ νά κατευθύνουμε τούς
πόθους μας, ἀπό ἐκεῖ νά περιμένουμε τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ.
Μέσα στήν προσευχή του ὁ Κύριος, ἀνάμεσα στούς ἄλλους λόγους του
ἀναφέρεται στό μεγάλο μυστήριο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Μᾶς ἀποκαλύπτει τί
πραγματικά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.Δέν εἶναι ἁπλῶς μία ζωή χωρίς τέλος ἀλλά
κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Αἰώνια ζωή, λέει ὁ Κύριος, εἶναι τό νά
γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι τόν ἀληθινό Θεό. Ὄχι βέβαια μέ μία θεωρητική
γνώση, ἀλλά μέ μιά ζωντανή καί συνειδητή ἐπικοινωνία μαζί του, μέ
προσωπική γνωριμία καί σχέση μέ τόν Δημιουργό καί Πατέρα μας.
Καί γιατί αὐτή ἡ προσωπική σχέση μέ τόν Θεό εἶναι ἡ αἰώνια ζωή; Διότι
ὅσο περισσότερο ποθοῦμε καθημερινά καί ἀναζητοῦμε νά συναντοῦμε τόν Θεό,
τόσο περισσότερο τόν γνωρίζουμε, τόσο περισσότερο τόν ἀγαποῦμε. Καί ὅσο
περισσότερο τόν ἀγαποῦμε, τόσο περισσότερο ὁ Θεός ἔρχεται στήν ψυχή μας
καί μᾶς ἀποκαλύπτεται κι ἐμεῖς ἀνακαλύπτουμε τίς θεῖες του ὡραιότητες
καί τήν ἄπειρη ἀγάπη του σέ μᾶς. Ἔτσι ὁ Χριστός ζεῖ στήν καρδιά μας ὡς
μόνιμος ἔνοικος, γεμίζει τή ζωή μας μέ αἰώνια ζωή. Ζοῦμε λοιπόν ἀπό ἐδῶ
τήν αἰώνια ζωή, ὅταν ζοῦμε τόν Θεό. Ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή ἡ οὐσιαστική
ἀπόλαυση τοῦ Παραδείσου θά εἶναι ἡ μέθεξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα τοῦ
προσώπου του, ἡ μετοχή μας στό φῶς του.
Βέβαια τό νά ζοῦμε ἀπ΄ αὐτήν τήν ζωή τήν αἰώνια ζωή δέν εἶναι ὑπόθεση
μόνο τῆς δικῆς μας ἐπιθυμίας καί ἄσκησης ἀλλά κυρίως τῆς χάρης καί τοῦ
φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς φωτίζει νά γνωρίζουμε
τόν Θεό καί νά ἀπολαμβάνουμε τήν ἀγάπη του καί τήν κοινωνία μαζί του.
Κατέρχεται μυστικά στήν ψυχή μας κατά τίς ἱερές ὧρες τῆς προσευχῆς, τῆς
μελέτης τοῦ θείου λόγου, τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί Μυστηρίων καί μᾶς
μεταδίδει τή χάρη του, μᾶς μεταγγίζει πληρότητα, αἰωνιότητα. Ἀρκεῖ ἐμεῖς
νά τήν ποθοῦμε, νά τήν λαχταροῦμε, νά τήν περιμένουμε.
Ὁ Κύριος προσεύχεται στήν Ἀρχιερατική του προσευχή γιά τούς Ἀποστόλους
του ἀλλά καί γιά ὅλους τούς πιστούς. Γνωρίζει τούς κινδύνους στούς
ὁποίους θά εἶναι ἐκτεθειμένοι, τίς ἀμέτρητες ἀντιξοότητες πού θά
ἀντιμετωπίσουν ἀλλά καί τό μῖσος τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου. Ὅμως δέν
ζητᾶ ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα του νά ἀπομακρύνει τούς μαθητές του τοπικά
ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά τούς δώσει τή δύναμη νά νικήσουν τόν κόσμο τῆς
ἁμαρτίας. Δέν εὔχεται νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν πολεμική τοῦ κόσμου, ἀλλά νά
προφυλαχθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν πλάνη, νά μείνουν σταθεροί στό
ἱερό ἔργο τους. Γι’ αὐτό καί παρακαλεῖ τόν οὐράνιο Πατέρα του νά τούς
δώσει δύο ἀκατανίκητα ὅπλα, τήν ἑνότητα τῆς πίστεως στόν Θεό καί τήν
ἑνότητα τῆς ἀγάπης μεταξύ τους. Ἔτσι θά εἶναι ἀήττητοι καί κανένας δέν
θά μπορέσει νά τούς νικήσει.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πολέμησαν οἱ
δαιμονοκίνητοι αἱρετικοί ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, προκειμένου νά διαλύσουν τήν
Ὀρθοδοξία μας. Ἀπέναντι σ’ αὐτούς στάθηκαν ἀτρόμητοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες
τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἑορτάζουμε σήμερα. Καί
κατενίκησαν τούς αἱρετικούς μέ τά δύο αὐτά ὅπλα, τήν ἑνότητα τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως καί τήν ἑνότητα τῆς ἀγάπης. Αὐτήν τήν ἑνότητα νά
ἔχουμε κι ἐμεῖς. Εἶναι ἡ ἀκατανίκητη δύναμή μας.