O άγιος Μάξιμος o Ομολογητής κάνει λόγο και για ένα άλλο είδος μαρτυρίου. Αναφέρεται στην οδύνη πού ακολουθεί την ηδονή.
H κάθε απόλαυση της ηδονής προκαλεί πόνο και λύπη, στην αρχή της. Τόσο o
πόνος όσο και η ηδονή φανερώνουν μια υπερβολική ευαισθησία —ικανότητα
αίσθησης— εκ μέρους του σώματος και της σάρκας και, επομένως, υπάρχει
μια στενή σχέση ανάμεσα τους. Ωστόσο, μιλώντας επακριβώς, η ηδονή οδηγεί
στην οδύνη, άλλα η οδύνη δεν οδηγεί στην ηδονή.
Η απόλαυση της ηδονής, μπορεί μόνο να σπρώξει τον άνθρωπο σε επιπλέον ηδονή, σε μια περαιτέρω απόπειρα να ξεφύγει από τον πόνο. Ενώ ο άνθρωπος με τη θέληση του μπορεί να αποκηρύξει την ηδονή, δεν μπορεί να αποφύγει πλήρως την οδύνη και τη θλίψη. Μπορεί μόνο να ξεπεράσει τη θλίψη του, δηλαδή να παραμείνει μέσα σε αυτήν, σηκώνοντας το σταυρό του, χωρίς να βρει καταφύγιο σε μια νέα ηδονή, η οποία θα φέρει μαζί της μια νέα οδύνη και ούτω καθεξής μέχρι το τέλος της ζωής του, καθώς ο θάνατος θα έλθει ως η τελική θλίψη. Ο Χριστός ξεπέρασε την ανθρώπινη τάση για ηδονή, παραμένοντας στο πένθος και σηκώνοντας νικηφόρα το σταυρό, ως την ύστατη οδύνη. Με αυτό τον τρόπο ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την κυριαρχία της υπερβολικής ευαισθησίας, της ανισόρροπης δύναμης της αίσθησης, και έπανεγκαθίδρυσε τη δύναμη του πνεύματος. Γιατί δεν ξεπέρασε την ηδονή και την οδύνη με ένα είδος στωικής απάθειας, με έλλειψη της ικανότητας αίσθησης. Κυριάρχησε πάνω τους μέσα από την ενδυνάμωση του πνεύματος Του, διατηρώντας, άλλα και
μεταμορφώνοντας, ταυτόχρονα, ολόκληρη την ανθρώπινη ευαισθησία μας στο μαρτύριο και την τάση μας να επιθυμούμε να το αποφύγουμε.
Η απόλαυση της ηδονής, μπορεί μόνο να σπρώξει τον άνθρωπο σε επιπλέον ηδονή, σε μια περαιτέρω απόπειρα να ξεφύγει από τον πόνο. Ενώ ο άνθρωπος με τη θέληση του μπορεί να αποκηρύξει την ηδονή, δεν μπορεί να αποφύγει πλήρως την οδύνη και τη θλίψη. Μπορεί μόνο να ξεπεράσει τη θλίψη του, δηλαδή να παραμείνει μέσα σε αυτήν, σηκώνοντας το σταυρό του, χωρίς να βρει καταφύγιο σε μια νέα ηδονή, η οποία θα φέρει μαζί της μια νέα οδύνη και ούτω καθεξής μέχρι το τέλος της ζωής του, καθώς ο θάνατος θα έλθει ως η τελική θλίψη. Ο Χριστός ξεπέρασε την ανθρώπινη τάση για ηδονή, παραμένοντας στο πένθος και σηκώνοντας νικηφόρα το σταυρό, ως την ύστατη οδύνη. Με αυτό τον τρόπο ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την κυριαρχία της υπερβολικής ευαισθησίας, της ανισόρροπης δύναμης της αίσθησης, και έπανεγκαθίδρυσε τη δύναμη του πνεύματος. Γιατί δεν ξεπέρασε την ηδονή και την οδύνη με ένα είδος στωικής απάθειας, με έλλειψη της ικανότητας αίσθησης. Κυριάρχησε πάνω τους μέσα από την ενδυνάμωση του πνεύματος Του, διατηρώντας, άλλα και
μεταμορφώνοντας, ταυτόχρονα, ολόκληρη την ανθρώπινη ευαισθησία μας στο μαρτύριο και την τάση μας να επιθυμούμε να το αποφύγουμε.
Ο σταυρός
του σημαίνει ότι το πνεύμα είναι νικητής επί της ύλης, χωρίς να ακυρώνει
την ύλη, αλλά μεταμορφώνοντας τον υλικό κόσμο μέσα από την ανταπόκριση
μιας θέλησης πού προσφέρεται πλήρως στον Θεό. Αυτό μπορούμε να το δούμε
στην ίδια τη μορφή του ανθρωπίνου σώματος: απλώνουμε τα χέρια μας πάνω
στη φύση, για να κυριαρχήσουμε πάνω της και δεν την αφήνουμε παθητικά
ως έχει, άλλα το κεφάλι μας υψώνεται πάνω από την οριζόντια διάσταση και
κρατιέται ψηλά. Ο σταυρός εμποδίζει τις ευτελείς τάσεις του κόσμου και
του ανθρωπίνου σώματος από το να υψώνονται όπως ο πύργος της Βαβέλ.
Όμως, τους δίνει και την πιθανότητα να μεταμορφωθούν, περνώντας μέσα από
την οριζόντια γραμμή του σταυρού, ή οποία τους αγνίζει. Στην Ορθόδοξη
ακολουθία της κηδείας ψάλλουμε: «ό θάνατος ήλθε, ώστε το κακό του άνθρωπου να μην είναι αθάνατο*». Το ίδιο ισχύει, ως ένα βαθμό, για κάθε μαρτύριο.
Ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής μας μιλά για μια τυφλή ηδονή, από την οποία
απουσιάζει ή θεωρία του πνεύματος, πού δεν βλέπει προς την ευθύνη μας
ούτε έναντι του Θεού ούτε έναντι του πλησίον. Μια ηδονή, στην οποία θα
ήταν παρούσα η πνευματική θεωρία, ακόμη και αν εν μέρει ήταν μια
σωματική ηδονή, δεν θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα τη λύπη και το σταυρό ως
επιπτώσεις. Όμως, στην πτωτική κατάσταση του, ο άνθρωπος μόνο με
δυσκολία μπορεί να νιώσει στο σώμα του τέτοιας μορφής ηδονές, πού
φωτίζονται από τη ζωή του πνεύματος του θεού και από αίσθηση ευθύνης
έναντι του πλησίον. Όλες οι ηδονές τείνουν να είναι τυφλές. Εμποδίζουν την περαιτέρω θέαση.
Είναι υπερβολικά εγωκεντρικές και σαρκικές. Μέσα από αυτές ο άνθρωπος
πέφτει σε αισθησιασμό χωρίς προοπτική. Πέφτει στο σκοτάδι ενός εγώ πού
υποβιβάζεται στο επίπεδο των αισθήσεων, οι όποιες παράγονται από τον
υλικό κόσμο και, έτσι, καθίστανται βαρείς και όχι πλέον διαυγείς σε
υψηλότερες πραγματικότητες.
Επομένως, η
οδύνη, πού προέρχεται από την ηδονή, φέρνει μαζί της μια πνευματική
αίσθηση αδυναμίας και δυσλειτουργίας στην υλική πλευρά της ανθρώπινης
ζωής. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της κατάχρησης της ηδονής.
Η οδύνη πού ακολουθεί την ηδονή αποτελεί αντανάκλαση της αποδυνάμωσης
της ύλης στον κόσμο του πνεύματος και, μ' αυτή την έννοια, μπορεί να
κατανοηθεί ως φανέρωση του πνεύματος. Το πένθος και ό σταυρός καθιστούν
το πνεύμα διαφανές στην ύλη ή καθιστούν την ύλη διαυγή για το πνεύμα. Με
αυτό τον τρόπο, ή θλίψη γίνεται μεταμορφωτική και προφητική. Μας
δείχνει ότι ό υλικός κόσμος και ή αίσθηση της ηδονής πού αυτός παράγει
δεν αποτελούν την τελική πραγματικότητα, άλλα ότι πέρα από αυτά υπάρχει ή
ζωή του πνεύματος, πού βιώνεται μέσα στην —και μέσα από την- ύλη,
μεταμορφωμένη από το πνεύμα. Ό σταυρός μας στρέφει προς την ανάσταση
και στο δρόμο πού οδηγεί εκεί. Οι Πατέρες αναφέρουν ότι αυτός πού
τρέφεται από το σταυρό, τρέφεται από το δένδρο της ζωής. Με το σταυρό, ο
κόσμος και η ίδια μας η ζωή καθίστανται διαυγείς.
Ωστόσο,
κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η κάθε θλίψη αποτελεί το σημάδι του
πνεύματος, την ένδειξη μιας μελλοντικής καλύτερης ζωής. Μόνο εκείνες οι
θλίψεις, τις όποιες φέρουμε χωρίς να
επαναστατούμε εναντίον τους, κατανοώντας, δηλαδή, το νόημα τους, ενέχουν
αυτή την ποιότητα. Ή αποκάλυψη του πνεύματος δεν παράγεται μόνο
από το μαρτύριο, άλλα από την κατανόηση, η οποία μπορεί να αφυπνιστεί
στο πνεύμα. Αν ο άνθρωπος αρνείται να ανοίξει τα πνευματικά του μάτια,
αρνείται να δει τι βρίσκεται πέρα από τον υλικό κόσμο και συνεχίζει να
ταυτίζει τον εαυτό του αποκλειστικά με τον υλικό κόσμο, τότε ό σταυρός
του μαρτυρίου του δεν μπορεί να του αποφέρει κέρδος. Τελικά, ένας
τέτοιος άνθρωπος, καθώς βρίσκεται χωρίς ελπίδα και με την πάροδο του
χρόνου χάνει την ίδια την πιθανότητα να ξεφύγει σε εγωιστικές και
υλικές ηδονές, οι όποιες του δίνουν τουλάχιστον την αίσθηση ότι είναι
ζωντανός, πρέπει να βυθιστεί στο σκοτάδι και την απόγνωση της πλήρους
ά-νοησίας της ζωής. Ένας τέτοιος άνθρωπος καταδικάζεται στην αιωνιότητα
από το σταυρό.
Ό άγιος Αυγουστίνος είπε: «
(Γνωρίζω τρεις ανθρώπους. Ό ένας δια του σταυρού σώζει, ό άλλος διά
του σταυρού σώζεται, και ό τρίτος δια του σταυρού καταδικάζεται)». Μόνο ό Χριστός ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Εμείς, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, ανήκουμε στις άλλες δύο.
Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το σταυρό σε αυτή τη ζωή.
Άλλα αυτός πού επιθυμεί να τον αποφύγει, εκείνος πού δεν βλέπει ή δεν
θέλει να δει τον Θεό μέσα από αυτόν, θα καταδικαστεί από αυτόν. Αυτός
πού προσπαθεί να διαχωρίσει το δώρο του κόσμου, το δώρο της ζωής, από το
σταυρό, ποτέ δεν το επιτυγχάνει πραγματικά. Τελικά, χάνει το ίδιο το
δώρο, γιατί δεν το αντιλαμβάνεται ως δώρο του Θεού, πού αποκαλύπτει την
πραγματικότητα Του ως μεγαλύτερη από το δώρο και δείχνει την οδό προς
τον εαυτό Του μέσω του σταυρού. Παραμένει ολοκληρωτικά προσκολλημένος
προς τα κάτω υπό το βάρος του μαρτυρίου του, δηλαδή βρίσκεται στην
κόλαση. Ό σταυρός δίνεται σε όλους μας, για να μας οδηγήσει προς τη ζωή
του πνεύματος και ως μέσο έπανεδραίωσης του διαλόγου του άνθρωπου με
τον Θεό. Δίνεται σε όλους, γιατί το νόημα της ζωής βρίσκεται
αντικειμενικά μέσα του. Όμως, εκείνος πού δεν ανακαλύπτει αυτό το νόημα
του σταυρού θα χαθεί ολοκληρωτικά στο σκοτάδι πού του προκαλεί το
μαρτύριο του, αφού το μαρτύριο του, αντί να του αποκαλύψει το νόημα
του, θα το αποκρύψει, καθιστώντας το πιο απροσπέλαστο.
π.Δημήτριος Στανιλοάε