Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὡς νεαρὸς φοιτητὴς τῆς θεολογικῆς
σχολῆς, ἤθελα νὰ ζωγραφίσω εἰκόνες. Δὲν γνώριζα τίποτε γιὰ τὶς εἰκόνες,
παρὰ μόνο ὅτι μοῦ ἄρεσαν καὶ ὅτι ἦταν ἅγιες.
Γιὰ μένα ἦταν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ἡ
πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τὰ ὑλικὰ καὶ τὸ νόημά τους καθὼς καὶ γιὰ τὴν
τεχνική τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ ἴδιο μηδαμινὴ ἦταν καὶ ἡ γνώση μου τῆς
ζωγραφικῆς. Ἀλλὰ ἔσπευσα σὰν τρελὸς νὰ ἀγοράσω ὑλικὰ (τὰ ὁποῖα ἦταν
λανθασμένα ἔτσι κι ἀλλιῶς) καὶ ἔστησα ἕνα τεράστιο καμβὰ στὴν εἴσοδο τοῦ
διαμερίσματός μου. Καὶ ἐκεῖ ἄρχισα νὰ ζωγραφίζω μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
Παντοκράτορα. Δὲν εἶχα ἐκπαιδευτεῖ καθόλου καὶ δὲν χρησιμοποίησα κανένα
μοντέλο. Ἁπλῶς ζωγράφιζα. Ἡ προσπάθειά μου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα μήνα.
Ὅταν τελικὰ ἔφτασα τὸ σημεῖο ποὺ λογικὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι «τελείωσα»,
ρώτησα ἕνα φίλο μου, συμφοιτητή, ποὺ ἦταν καὶ ζωγράφος νὰ ἀξιολογήσει τὸ
ἔργο μου.
Καὶ ἦρθε. Καὶ γέλασε.
«Ξέρεις σὲ ποιὸν μοιάζει;»
«Τὸν Χριστό;» ἀντέτεινα δειλά.
«Ὄχι, σὲ σένα μοιάζει!» Καὶ μοῦ ἐξήγησε
κάτι ποὺ γνωρίζουν ὅλοι οἱ ζωγράφοι. Ἂν ζωγραφίζεις χωρὶς μοντέλο
ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα νὰ ζωγραφίσεις ἀσυναίσθητα τὸν ἑαυτό σου. Ἡ
εἰκόνα ἦταν «ὁ ἑαυτούλης μου».
Σκέφτομαι ἀρκετὰ συχνὰ αὐτὸ τὸ συμβὰν (καὶ ἔχω γράψει κιόλας γι’
αὐτό). Ὑπάρχει ἕνα πνευματικὸ μάθημα σ’ αὐτό. Τὸ νὰ ζωγραφίζει κάποιος
χωρὶς μοντέλο, κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὴ φαντασία, σημαίνει νὰ ζωγραφίζει
χωρὶς ὅρια. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει χωρὶς ὅρια εἶναι τὸ ἐγώ μου, ὁ
φανταστικὸς ἑαυτός μου. Ἡ «εἰκόνα» ποὺ ζωγράφισα τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε
τὴν ἰδανικὴ ἀναπαράσταση τῆς ἁμαρτίας: τὸ ἐγὼ ὡς Θεός.
Πῶς διαφοροποιοῦμαι τὸ ἐγώ μας ἀπὸ τὸν Ἄλλο; Ὁ μόνος τρόπος
εἶναι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ ὅρια, ὅτι ὑπάρχει μία γραμμή, ἕνας χῶρος, ἕνας
φράκτης ποὺ μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ ἀγάπη δὲν προσπαθεῖ νὰ
διαπεράσει τὸ ὅριο, οὔτε νὰ τὸ θολώσει. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει ἕνα
περιορισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ προβαλλόμενου ἐγώ. Ἡ ζωή σου δὲν ἔχει
νὰ κάνει μὲ μένα.
Τὰ ὅρια παίρνουν πολλὲς μορφές. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνησυχίες, ἀπόψεις,
ἀνάγκες, φόβοι γιὰ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Αὐτὰ τὰ ψυχολογικὰ
χαρακτηριστικὰ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ἀπόλυτα γιὰ νὰ εἶναι ὅρια. Ὡς
ὅρια κάποιας ἄλλης ὕπαρξης δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Σταματῶ ἐκεῖ ποὺ
ἀρχίζεις ἐσύ.
Τὸ ἐγώ μας, τὸ ὁποῖο ξεχωρίζω ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό, βρίσκει μεγάλη
δυσκολία μὲ τὰ ὅρια. Τὸ ἐγὼ εἶναι μία ἀφήγηση τῆς ζωῆς μας ποὺ
δημιουργήσαμε ἐμεῖς. Εἶναι ἡ ἱστορία ποὺ λέμε γιά μᾶς. Εἶναι συχνὰ ὁ
τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα καὶ τὰ
ξεκαθαρίζουμε. Αὐτὴ εἶναι μία συνεχὴς διαδικασία ποὺ ἀναθεωρεῖται
συνέχεια. Μᾶς προκαλεῖ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κριτικάρουμε, νὰ ζυγίσουμε καὶ
νὰ συγκρίνουμε.
Ὁ Ἀρχ. Μελέτιος Γουέμπερ περιγράφει αὐτὴν τὴ διαδικασία ὡς τὴν ἐργασία τοῦ μυαλοῦ (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διαδικασία τῆς καρδιᾶς):
«Γιὰ νὰ εἴμαστε σωστοὶ γιὰ ὁτιδήποτε, τὸ μυαλὸ μας ἔχει
ἀνάγκη νὰ βρεῖ κάποιον ἢ κάτι ποὺ εἶναι λανθασμένο. Ὑπὸ κάποια ἔννοια,
τὸ μυαλὸ ψάχνει πάντοτε γιὰ ἕναν ἐχθρὸ (τὸ ἄτομο ποὺ εἶναι «λανθασμένο»)
γιατί χωρὶς τὸν ἐχθρό, τὸ μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρο γιὰ τὴν
ταυτότητά του. Ὅταν ὑπάρχει ἐχθρός, τότε μπορεῖ νὰ νιώσει περισσότερη
σιγουριὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ τὸ μυαλὸ συνέχεια ψάχνει τὴ
βεβαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι παράγωγο τῆς ἐπιθυμίας νὰ εἶναι κάποιος ὀρθός,
ἡ διαδικασία μὲ τὴν ὁποία ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε ἐχθροὺς εἶναι ἕνας
συνεχὴς ἀγώνας ἐπιβίωσης. Τὸ νὰ ἀναγνωρίζει τοὺς ἐχθροὺς εἶναι γιὰ τὸ
μυαλὸ ὄχι ἕνα ἀτυχὲς ἐλάττωμα τοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ καὶ
ἀναγκαῖο ἔργο… Δυστυχῶς τὸ νὰ εἶναι κάποιος σωστὸς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ
χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι ἔστω καὶ ἂν δαπανοῦν μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τους
προσπαθώντας νὰ τὸ ἐπιτύχουν. Ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἐγὼ εἶναι σχεδὸν πάντοτε
θέμα νὰ εἴμαστε ὀρθοί». (Ἀπὸ τό: Ψωμὶ καὶ Νερό, Κρασὶ καὶ Λάδι)
Κατὰ παράδοξο τρόπο, αὐτὴ ἡ διαδικασία δημιουργεῖ λανθασμένα ὅρια, τὰ
ὅρια ποὺ στοιχειοθετοῦν τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Καὶ ἔτσι εἶναι
οὐσιαστικὰ μία ναρκισσιστικὴ ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ἕναν κόσμο σύμφωνα μὲ
μένα. Ὅταν συναντοῦμε τὰ ἀληθινὰ ὅρια, τότε βρίσκουμε τὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ
μας καὶ ἑπομένως ἀρχίζουμε νὰ βρίσκουμε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας. Ἡ φύση
τῆς καρδιᾶς (καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ) δὲν ὁρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὰ
ὅριά της ἢ ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἄλλου ὡς λανθασμένου. Ἀποδέχεται μᾶλλον
παρὰ κρίνει. Εἶναι σιωπηλὴ ἀντὶ θορυβώδης. Ἡ συνάντηση μὲ τὰ ὅρια δὲν
προάγει τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξέτασης, τοῦ προσδιορισμοῦ καὶ τῆς συζήτησης.
Ὅταν τὸ ἐγὼ ἀναζητᾶ τὸ Θεό, ἀπογοητεύεται βαθειὰ ἀπὸ τὴ σιωπή Του. Τὰ
ὅρια τῆς σιωπῆς, τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀπόκρυψης μὲ τὰ ὁποῖα συνήθως ὁ
Θεὸς περιβάλλει τὸν Ἑαυτό Του, ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀπογοήτευση,
ἐπιχειρήματα, θυμὸ, ἀκόμα καὶ ἀπόρριψη. Τὸ ἐγὼ συχνὰ ἀντικαθιστᾶ τὰ
προϊόντα τοῦ μυαλοῦ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὡς ἰδέα εἶναι ἕνας
Θεὸς ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἐγώ. Τέτοιος Θεὸς θὰ
καταλήξει νὰ εἶναι μία εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Ἀναπόφευκτα γινόμαστε
αὐτὸ τὸ ὁποῖο λατρεύουμε.
Τὰ χρόνια κατὰ τὰ ὁποῖα ἔψαχνα σοβαρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ ἕλκυε ἕνας Θεὸς τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσα νὰ ἀποκτήσω.
Ἀντιλαμβανόμουν τὴν εὐχαριστιακὴ πειθαρχία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅτι
ὑπῆρχαν πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ χώρους στοὺς
ὁποίους δὲν μποροῦσα νὰ ἐπισκεφτῶ, ἐνῶ τὸ πνευματικό μου ταξίδι ἔξω ἀπὸ
τὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶχε ὅρια. Μποροῦσα νὰ πάω ὅπου ἤθελα, νὰ πῶ
ὁτιδήποτε, νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ νὰ ταξιδέψω ὅπου ἤθελα. Καὶ ἔτσι κάθε
προσπάθεια ποὺ κατέβαλλε τὸ ἐγώ μου, μὲ ἔφερνε ἀντιμέτωπο μὲ τὸ ἴδιο τὸ
ἐγώ μου. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Κυριακῆς ποὺ ἐπιτελοῦσα ὡς Ἀγγλικανὸς ἱερέας
ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μεγάλων διαπραγματεύσεων, μεταξύ τοῦ δικοῦ μου ἐγὼ
ἐνάντια στὰ ἐγὼ τῶν ἄλλων ποὺ ἤθελαν κάτι ἄλλο. Ἡ λατρεία ἦταν τὸ
ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνήσυχης εἰρήνης, μιὰ ἐκπαίδευση σ’ ἕναν ἀνταρτοπόλεμο.
Στὴν τελευταία μου ἐνορία, εἴχαμε τρεῖς λειτουργίες κάθε Κυριακή, γιὰ
τρεῖς διαφορετικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες συχνὰ δὲν συμπαθοῦσαν ἡ μία τὴν
ἄλλη.
Ἡ σύγχρονη συνήθεια τοῦ νὰ ψάχνουμε μία φιλικὴ Ἐκκλησία εἶναι τὸ
λογικὸ παράγωγο μιᾶς ζωῆς ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς
ἀγορᾶς. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια ποὺ μᾶς
ταλαιπωρεῖ ὅλους. Ὁ Ἰησοῦς δὲν πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὸ ἐγώ. Πέθανε γιὰ νὰ
τὸ νεκρώσει. Ὅταν μεταστράφηκα στὴν Ὀρθοδοξία, ἕνας φίλος, ὁ ὁποῖος
ἀσπαζόταν τὸ σύγχρονο φιλελευθερισμό, εἶπε: «Ὁ Στέφανος ἔγινε Ὀρθόδοξος
γιατί φοβᾶται τὴν ἀλλαγή».
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἔγινα Ὀρθόδοξος γιατί φοβόμουν ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε
ἀλλαγή, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἴδιες κουβέντες θὰ ἐπαναλαμβάνονταν διαρκῶς.
Τὸ ἐγὼ κατασκευάζει μία χαρούμενη πόλη, γεμάτη μὲ κτίρια, ποὺ
εἶναι προϊόντα διαπραγμάτευσης καὶ διαρκῶς μεταβαλλόμενους δρόμους. Δὲν
μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀξίες γιατί δὲν ὑπάρχει πραγματικότητα. Μόνο τὰ ὅρια
ποὺ βάζουμε στὴ ζωὴ μας φανερώνουν τὸ ποιοὶ εἴμαστε. Ἐγὼ δὲν εἶμαι
Θεός.