ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ – ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ
Η Μεγάλη Τρίτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την
παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό
ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την
περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο
ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που
πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτό που πήρε
δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι
θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν
έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το
δώσουν σ’ αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον
ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!
Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα φράση που απευθύνεται στον καθέναν από μας: “Το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι”.
Το χάρισμα, γιατί αυτό είναι το τάλαντο, που έχει ο καθένας μας, ας
εργαστεί με φιλοπονία, με επιμέλεια και με προθυμία, να το αξιοποιήσει.
Τα χαρίσματα είναι πολύτιμα δώρα του Θεού στον κάθε άνθρωπο και
υπάρχουν, σ’ άλλον περισσότερα και σ’ άλλον λιγότερα, αλλά πάντως
δίδονται σε όλους. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αξιοποιούνται.
Συνήθως, οι άνθρωποι νιώθουν περήφανοι για τις
ικανότητές τους. Είναι αλήθεια πως πολλοί αγωνίζονται σκληρά για να
πετύχουν στη ζωή τους, όχι μόνο επαγγελματικά. Το καλό όνομα, η αποδοχή
και η υπόληψη της κοινωνίας προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, εξαιτίας της
ηθικής τους συμπεριφοράς και της προσπάθειάς τους να είναι “καλοί
καγαθοί”, αποτελούν σπουδαία κίνητρα στον αγώνα της ζωής. Ωστόσο,
ταυτόχρονα με τις ικανότητες, εμφιλοχωρεί στον κόπο και μια εγωιστική
διάθεση, η οποία καθιστά το χάρισμα όχι αφορμή προσφοράς και θυσίας,
αλλά αφορμή υπερηφάνειας και μονομέρειας.
Ο πετυχημένος άνθρωπος συχνά θεωρεί τον εαυτό
του φορέα τελειότητας. Το χάρισμα δεν γίνεται αφορμή ελευθερίας,
προσφοράς, ενδιαφέροντος για τον άλλο, αλλά μόνο ικανοποίησης του
συμφέροντος και της φιλοδοξίας, ενώ άλλοτε υπάρχει η αίσθηση της
κτητικότητας, ότι το χάρισμα μας ανήκει και μπορούμε να το διαθέσουμε
όπως εμείς θέλουμε. Γι’ αυτό κι όταν τα χαρίσματα αμφισβητούνται,
θιγόμαστε ακόμη περισσότερο.
Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να
συνειδητοποιήσει πως ό,τι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να
το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του, αλλά κυρίως, προς όφελος των
άλλων. Γι’ αυτό δεν δέχεται ούτε τον εγωιστικό εγκλωβισμό στην αυτάρκεια
των χαρισμάτων, ούτε την χρήση τους προς δόξαν του έχοντος, αλλά την
λειτουργία του χαρίσματος προς όφελος της κοινότητας, των πολλών, της
σύναξης. Η Εκκλησία δεν θέλει τον άνθρωπο εγκλωβισμένο στον ατομισμό,
αλλά ζητά από τον καθένα την κοινωνική συνείδηση και προσφορά που θα τον
κάνει να ζει για τους άλλους, και τους άλλους να ζουν γι’ αυτόν!
Η εποχή μας είτε θεοποιεί τους
χαρισματικούς ανθρώπους, εγκλωβίζοντάς τους στον εγωισμό και την
κενοδοξία, είτε ισοπεδώνει τα χαρίσματα καθιστώντας τον άνθρωπο αριθμό
στην απρόσωπη μάζα. Αν η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει πόσο
σπουδαίο είναι τα χαρίσματα να ελευθερώνουν τον έχοντα, αλλά και τον
κόσμο, μέσα από την σωστή χρήση τους και την προσφορά, αλλά κυρίως μέσα
από την αναφορά στο Θεό, τότε μέσα από αυτή την υγιή ταπείνωση της
σχέσης με το Θεό το τάλαντο θα αξιοποιηθεί φιλοπόνως. Και τότε
πραγματικά, “θα εισέλθουμε εις την χαράν του Κυρίου μας”, δηλαδή στην
κοινωνία της αγάπης και της προσφοράς, στην κοινωνία της ελευθερίας από
την αυτάρκεια και τον εγωισμό…
του Πρωτ. Θεμιστοκλέους Μουρτζανού, Φιλολόγου – Θεολόγου.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ
Οι θείοι Πατέρες όρισαν την αγία αυτή
ημέρα να θυμηθούμε μια από τις πιο παραστατικές και διδακτικές παραβολές
του Κυρίου μας: την παραβολή των Δέκα Παρθένων. Κι’ είχαν το σκοπό
τους. Η συνοδοιπορία με το Χριστό μας προς το Θείο Πάθος δεν θα πρέπει
να είναι τυπική και απλά συναισθηματική, αλλά να είναι ολοκληρωτική
συμμετοχή στην εν Χριστώ πορεία και να συνοδεύεται από οντολογική αλλαγή του είναι μας. Η
ενθύμηση της παραβολής των δέκα παρθένων είναι μια άριστη πνευματική
άσκηση για να μην διαφεύγει από τη σκέψη μας η επερχόμενη μεγάλη,
επιφανής και συνάμα φοβερή ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας.
Την παραβολή των δέκα Παρθένων διασώζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στο 25ο κεφάλαιο
του Ευαγγελίου του. Με την ευκαιρία μιας καταπληκτικής εσχατολογικής
ομιλίας Του ο Κύριος είπε και την εξής παραβολή: Η Βασιλεία των ουρανών
μοιάζει με δέκα παρθένες οι οποίες αφού πήραν μαζί τους τα λυχνάρια τους
πήγαν να υποδεχθούν τον νυμφίο. Πέντε από αυτές ήταν σώφρονες και
φρόντισαν να έχουν μαζί τους απόθεμα λαδιού για τα λυχνάρια τους, ενώ οι
άλλες πέντε ήταν ανόητες και δεν φρόντισαν να έχουν μαζί τους το
αναγκαίο απόθεμα λαδιού. Επειδή δε αργούσε ο νυμφίος και η νύχτα
προχωρούσε έπεσαν να κοιμηθούν. Τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια γοερή κραυγή η
οποία ανήγγειλε τον ερχομό του νυμφίου. Οι παρθένες σηκώθηκαν για να
προαπαντήσουν τον νυμφίο. Οι μεν σώφρονες παρθένες που είχαν απόθεμα
λαδιού άναψαν τα λυχνάρια τους, οι δε μωρές ζητούσαν απεγνωσμένα από τις
σώφρονες να τους δώσουν λίγο λάδι. Εκείνες τους απάντησαν πως μόλις
αρκεί για τα δικά τους τα λυχνάρια και καλά θα κάνουν να πάνε να
αγοράσουν. Οι ανόητες παρθένες έτρεξαν να αγοράσουν λάδι, αλλά εν τω
μεταξύ ο νυμφίος έφθασε και μπήκε στο χώρο του γάμου με τις πέντε
φρόνιμες και έκλεισε την πόρτα. Οι ανόητες παρθένες έφθασαν μετά και
άρχισαν να φωνάζουν Κύριε, Κύριε άνοιξέ μας. Αυτός τους απάντησε αλήθεια
σας λέγω πως δεν σας γνωρίζω και έμειναν τελικά έξω του νυμφώνος.
Κλείνει την παραστατική αυτή παραβολή του ο Κύριος με την εξής σωτήρια
προτροπή: «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδε την ώραν εν η ο
Υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ.κε΄13
) και «γρηγορείτε ουν΄ ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται,
οψέ ή μεσονυκτίου ή αλεκτροφωνίας ή πρωί΄ μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς
καδεύδοντας»(Μάρκ.13:35).[…]
Οι
παρθένες είναι οι ψυχές μας και η προμήθεια λαδιού για το λυχνάρι είναι
ο επίγειος συνεχής αγώνας για να κάνουμε το θέλημα του Θεού,
να κάνουμε έργα ευποιίας, να παραμερίζουμε από την ύπαρξή μας συνεχώς
όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι παρείσακτα στη φύση μας και
αντιστρατεύονται την πνευματική μας πρόοδο και τελείωση. Το λυχνάρι
είναι η παρρησία μας μπροστά στο Θεό. […]
Το
φοβερό γεγονός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου θα γίνειξαφνικά και σε
χρόνο ανύποπτο και θα πληρώσει με χαρά ανείπωτη τις φρόνιμες και αγαθές
ψυχές και θα φέρει φόβο και αγωνία τις μωρές ψυχές. Οι μεν
πρώτες θα επιβραβευτούν για την σώφρονα στάση τους και θα εισέλθουν στην
ατέρμονη βασιλεία του Θεού, ενώ οι δεύτερες εξ’ αιτίας της αμέλειά τους
θα αποκλειστούν από τη βασιλεία του Θεού και θα βυθισθούν στην
κατάσταση της παντοτινής λύπης και της τιμωρίας, «εις το πυρ το αιώνιον
το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού»(Ματθ.25:41)
Ως
συνοδοιπόροι του Θείου Πάθους θα πρέπει να έχουμε συνεχώς στραμμένη τη
σκέψη μας πως θα ενώσουμε την ψυχή μας με το Νυμφίο Χριστό. Τα φτηνά και
εφήμερα πράγματα πρέπει να τα θέτουμε σε δεύτερη μοίρα, αν θέλουμε κι’
εμείς να βρεθούμε στην ομάδα των φρονίμων παρθένων κατά τη Δευτέρα
Παρουσία του Κυρίου. Ο δρόμος του Θείου Πάθους δείχνει και σε μας το
δικό μας δρόμο, ο οποίος είναι ατραπός μαρτυρίου, ο οποίος όμως οδηγεί
στη εν Χριστώ λύτρωση και στην αιώνια ζωή.