Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Θάμβος προκαλεί η ημέρα της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής.
Θάμβος, γιατί «ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως, παρά κριτών αδίκων, και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται σταυρώ».
Θάμβος, αφού «έκαστον μέλος της αγίας
σαρκός» του Δεσπότου Χριστού «ατιμία δι’ ημάς υπέμεινε • τας ακάνθας η
κεφαλή, η όψις τα εμπτύσματα, αι σιαγόνες τα ραπίσματα … ο νώτος την
φραγγέλωσιν και η χειρ τον κάλαμον».
Θάμβος, αφού «πάσα η κτίσις ηλλιούτο φόβω, θεωρούσα εν σταυρώ
κρεμάμενον» το Δημιουργό του παντός «ο ήλιος εσκοτίζετο και γης τα
θεμέλια συνεταράττετο, τα πάντα συνέπασχον τω τα πάντα κτίσαντι».
Γι’ αυτό και θρηνητικά ψάλλει ο ιερός υμνογράφος : «Θάμβος ην
κατιδείν, τον ουρανού και γης ποιητήν, επί Σταυρού κρεμάμενον • ήλιον
σκοτισθέντα, την ημέραν δε πάλιν εις νύκτα μετελθούσαν», δηλαδή
«Εκπληκτικό πράγμα ήταν να βλέπει κάποιος το Δημιουργό του ουρανού και
της γης να είναι κρεμασμένος επάνω στο Σταυρό και τον ήλιο να
σκοτίζεται, την ημέρα να μεταβάλλεται πάλι σε νύκτα».
Θαυμασμό και απορία φανερώνει και ο λόγος του Προφήτου Ησαΐα «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άμωμος».
Δεν προφητεύει απλώς, αλλά βλέπει τα συγκλονιστικά γεγονότα των
Αχράντων Παθών του Κυρίου οκτακόσια χρόνια πριν πραγματοποιηθούν και τα
περιγράφει με λεπτομέρεια.
Τους ίδιους λόγους επαναλαμβάνει και ο ιερός υμνογράφος : «Ον
εκήρυξεν Αμνόν Ησαΐας, έρχεται επί σφαγήν εκούσιον, και τον νώτον
δίδωσιν εις μάστιγας, τας σιαγόνας εις ραπίσματα • το δε πρόσωπον ουκ
απεστράφη, από αισχύνης εμπτυσμάτων».
Επιτρέψτε μου λοιπόν, χριστοφόροι αδελφοί μου, αυτήν την αγία και
μεγάλη ημέρα της πίστεώς μας να μεταφέρω στην ευλαβική σας σκέψη ποιό
είναι το νόημα της προφητείας αυτής του πέμπτου Ευαγγελιστού, όπως
ονομάζουν το μεγαλοφωνότατο Ησαΐα.
Και, πρώτον. Ο λόγος του Προφήτου φανερώνει το εκούσιον της υπέρτατης θυσίας του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού. Και, ενώ
ως μόνος αναμάρτητος ήταν δίκαιο να αποφύγει το τελικό αυτό αποτέλεσμα της αμαρτίας που είναι ο θάνατος,
ως παντοδύναμος μπορούσε να αποκρούσει τον κίνδυνο των εχθρών Του
σύμφωνα με τον λόγο Του «δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον
πατέρα μου, και παραστήσει πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;»,
μπορούσε, ακόμη, με τον ακαταμάχητο λόγο Του να αποδείξει την αθωότητά Του μπροστά στον Πιλάτο,
μπορούσε, επίσης, με σημεία και τέρατα, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, να επιβληθεί στον όχλο,
μπορούσε να κατέβει από το ύψος του σταυρού Του, όταν επίμονα το
ζητούσαν οι σταυρωτές Του, να τους συντρίψει ως σκεύη κεραμέως και να
διατάξει τον καταποντισμό τους, Αυτός, που συγκλόνιζε τη γη και χάρισε
την ανάσταση σε πολλά σώματα των κεκκοιμημένων αγίων, κατά την έκφραση
των Ιερών Ευαγγελιστών.
Είχε τη δύναμη να κάνει τα πάντα. Κι όμως υπέμεινε εκούσια, «πάσχων
ως άνθρωπος και σώζων ως φιλάνθρωπος τους εις αυτόν πιστεύοντας»!
Τώρα, όμως, φανερώνει περισσότερο τη δύναμή Του. Είναι η ώρα της
σιωπής και της θυσίας. Δεν κατεβαίνει από το Σταυρό. Δεν υποκύπτει στις
προκλήσεις του μαινομένου όχλου. Ο Σταυρός και ο θάνατος του Χριστού
είναι εκούσιος, είναι μυστήριο ελευθερίας και αγάπης. Ο Σταυρός Του
ενσαρκώνει τη δύναμη του Θεού στην ταπείνωσή Του, τη δόξα Του στον
εμπαιγμό Του • του Θεού, που δεν ήλθε να εξουσιάσει, αλλά να διακονήσει, όχι να κρίνει αλλά να σώσει.
Και ο Θεός μας σώζει με ένα τρόπο οδυνηρό, αλλά και παράδοξο. Μας
σώζει όχι με τη βία, αλλά με την αγάπη. Σταυρώνεται για να μην
σταυρώσει. Ελαττώνεται για να υπάρξουμε. Πεθαίνει για να ζήσουμε.
Γι’ αυτό και ο στύλος της Ορθοδοξίας, ο Μέγας Αθανάσιος, θα μας
υπογραμμίσει με τον πνευματοκίνητο λόγο του : «Αυτός έπαθε, ώστε να
καταστήσει τον πάσχοντα άνθρωπο αβλαβή …Έγινε ασθενής για μας,
προκειμένου εμείς να αναστηθούμε δυνατοί … έγινε άνθρωπος και πέθανε,
για να γίνουμε θεοί εμείς που σαν άνθρωποι πεθαίνουμε και για να μην
έχουμε πλέον κυρίαρχο το θάνατο. … γι’ αυτό και σταυρώνεται, για να
εξαγοράσει την κατάρα και εμείς να κληρονομήσουμε την ευλογία. …
Πεθαίνοντας δεν παρέμενε νεκρός, αλλά μάλλον έδινε ζωή στους νεκρούς •
και σφαγιαζόμενος δεν χανόταν, αλλά απλώς με το αίμα της σφαγής επλήρωνε
τα λύτρα για όλους και αυτός έμεινε απαθής».
Δεύτερον. Το εκούσιον της θυσίας του Χριστού είναι
φανέρωση ακόμη της μεγάλης αγάπης του Θεού προς το ανθρώπινο γένος. Πόσο
εύστοχα αντηχούν στα αφτιά μας τα λόγια του Ευαγγελιστού Ιωάννου «ούτω
γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν,
ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχῃ ζωήν αιώνιον».
Φανέρωση της αγάπης Του η ενανθρώπιση. «Από αγάπη δημιούργησε τον
κόσμο. Από αγάπη γεννήθηκε ως άνθρωπος. Από αγάπη πήρε πάνω Του τη
διασπασμένη ανθρώπινη φύση και την έκανε δική Του. Από αγάπη πρόσφερε
τον εαυτό Του θυσία, διαλέγοντας στη Γεθσημανή να πάει εκούσια προς το
Πάθος Του.
Δεν ήταν καταναγκασμός αλλά θεληματική αγάπη. Γι’ αυτό και στην
αγωνία μέσα στον κήπο, αλλά και την ώρα της Σταυρώσεως, που οι σκοτεινές
δυνάμεις Του επιτίθενται με όλη τους τη δύναμη, … δεν μπορούν να
εμποδίσουν την αγάπη να συνεχίσει να είναι η ίδια. Η αγάπη Του
δοκιμάζεται ως το έσχατο σημείο, αλλά δεν καταπνίγεται».
Έτσι, στην Ορθόδοξη Θεολογία μας δεν γίνεται λόγος για την εξιλέωση
του Θεού, όπως αυτό το συναντάμε στο σχολαστικισμό της Δύσεως, ούτε
ακόμη ότι ικανοποιήθηκε η Θεία Δικαιοσύνη, επειδή δήθεν αυτή προσεβλήθη
με την παρακοή και την αμαρτία του Αδάμ. Αλλά γίνεται λόγος για
απροϋπόθετη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς τον ασθενή άνθρωπο.
Δεν είχε ανάγκη θεραπείας ο Θεός, αλλά ο εμπαθής και τραυματισθείς
από την αμαρτία άνθρωπος. Γι’ αυτό και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,
απαντώντας στα ερωτήματα της εποχής του, θα τονίσει χαρακτηριστικά ότι
όλα έγιναν «για να εκπληρωθεί το σχέδιο της σωτηρίας, να αγιασθεί ο
άνθρωπος … να μας ελευθερώσει ο ίδιος αφού κατενίκησε με τη βία τον
τύραννο και για να μας επαναφέρει κοντά Του με τη μεσιτεία του Υιού, ο
οποίος έδωσε το αίμα Του για να μας σώσει προς τιμήν του Πατρός».
Τα Άχραντα Πάθη, ο Σταυρός και ο ζωοποιός θάνατος του Χριστού, μνεία
των οποίων επιτελεί λατρευτικά σήμερα η Εκκλησία μας, δεν προσφέρονται
για συναισθηματισμούς η ορθολογιστικές σκέψεις, αλλά κυρίως για πορεία
ανακαινίσεως και αναγεννήσεως του ανθρώπου. Ο Χριστός υπέφερε αντί ημών
έως θανάτου, όχι για να απαλλαγούμε από την οδύνη, αλλά κυρίως για να
μας προσφέρει ένα δρόμο μέσα από αυτήν, ως λυτρωτική συμπόρευση μαζί Του
προς το γεγονός της Αναστάσεως.
Και η Ανάσταση έρχεται μέσα από την ταπείνωση, τη θυσία και την
αυτοπροσφορά, με μοναδικό γνώρισμα την αγάπη. Και για να βρούμε τελικά
αυτήν την αγάπη θα πρέπει να αποφασίσουμε αν στη ζωή μας θα εγκολπωθούμε
τη μετάνοια, που θα μας κάνει συνοδοιπόρους του Χριστού αλλά και
συνοικήτορες του Χριστού στο Νέο Παράδεισο της ζωής και της αγάπης στη
Βασιλεία των Ουρανών, την οποία μας χάρισε με το εκούσιο πάθος Του.
Γι αὐτό λοιπόν, «δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ».
«Δεύτε προσκυνήσωμεν» την Εσταυρωμένη Αγάπη, που είναι ο Χριστός,
επαναλαμβάνοντας όλη ψυχή και καρδία την ικεσία του ιερού υμνογράφου :
«Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου
Ανάστασιν». Αμήν