Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Ἀθανασίου
Ἕνας μοναχός πῆγε νά συναντήσει ἕνα Γέροντα περίφημο. Ὁ μοναχός αὐτός
ἐπέμενε νά κάνει κάτι στή ζωή του κι ὁ Γέροντας τοῦ ἔλεγε ὅτι αὐτό πού
θέλεις νά κάνεις δέν εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν θά τό εὐλογήσει ὁ
Θεός. Ἐκεῖνος ἐπέμενε. Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε, ἐντάξει. Ἄς κάνουμε
προσευχή καί νά πᾶς στό καλό.
Στάθηκαν εἰς προσευχή καί ἄρχισε νά προσεύχεται ὁ Γέροντας
καί νά λέει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…γενηθήτω τό θελημά μου ὡς ἐν
οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Τοῦ εἶπε τότε ὁ ἄλλος «Πάτερ, συγγνώμη ἀλλά
εἶναι λάθος, γενηθήτω τό θέλημά Σου εἶναι». Ὡραῖα τοῦ λέει ὁ Γέροντας νά
τό ποῦμε ἀπό τήν ἀρχή «Πάτερ ἡμῶν ….γενηθήτω τό θέλημά μου».
Λέει πάλι στόν Γέροντα «Πάτερ, λάθος τό εἶπες πάλι», «μά τί λάθος»
τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, «ἀφοῦ αὐτό θέλεις νά κάνεις. Θέλεις ὁ Θεός νά κάνει
τό θέλημά σου καί γι’ αὐτό δέν βρίσκεις ἀνάπαυση καί δέν ἡσυχάζεις.
Γιατί φοβᾶσαι; Μήπως ὁ Θεός θέλει κάτι πού ἐσύ δέν τό θέλεις; Γιατί δέν
ἔχουμε αὐτή τήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς μας νά ποῦμε «μά εἶναι δυνατόν ὁ
Θεός νά θέλει κάτι, πού θά μᾶς δυσκολέψει;» Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ φέρνει
εἰρήνη στόν ἄνθρωπο, φέρνει φῶς, χαρά. Ὅταν δοθεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό,
πλέον ἀναπαύεται, ὅπως λέμε στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα.