π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ένα από τα διλήμματα, στα οποία οι έφηβοι καλούνται να πάρουν θέση,
είναι το αν θα ακολουθήσουν την τεχνολογική-θετική ή τη θεωρητική
κατεύθυνση στο σχολείο και στη ζωή τους. Συνήθως η απάντηση συνδέεται με
την επίδοση στα αντίστοιχα μαθήματα. Όσοι είναι καλοί στα Μαθηματικά
και τη Φυσική επιλέγουν τη θετική κατεύθυνση, όσοι είναι καλοί στα
Αρχαία και την Ιστορία επιλέγουν τη θεωρητική. Κάποτε η απάντηση έρχεται
με αρνητική εστίαση. Όσοι δεν είναι καλοί, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους
στα αρχαία και αντίστροφα.
Το ίδιο το σχολείο, παρά τη συνεχόμενη επίκληση της ανάγκης για
μεταρρυθμίσεις, αποκλείει τη δυνατότητα ουσιαστικής σπουδής παράλληλα
και στους δύο τομείς της παιδείας. Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο και ο
τρόπος διδασκαλίας. Είναι και ο χρόνος που δεν επαρκεί, ώστε οι μαθητές
να έχουν σχετικά ίσες ευκαιρίες να ασχοληθούν και με την τεχνοκρατική
και με την ανθρωπιστική παιδεία. Δεν επαρκούν τα κρατικά χρήματα ώστε
οι μαθητές να μείνουν περισσότερες ώρες στο σχολείο, να ασχοληθούν
επαρκώς με τα μαθήματα που απαιτούν κόπο, αλλά και με εκείνα που
καλλιεργούν ήθος, αξίες, χαρακτήρα, αλλά και να μείνουν μετά το μεσημέρι
στο σχολικό τους χώρο για να συμπληρώσουν την παιδεία τους με μαθήματα
που είναι και λιγότερο κοπιαστικά και ψυχαγωγούν αυθεντικά τα παιδιά,
όπως η Πληροφορική, η Μουσική, η Καλλιτεχνική Αγωγή. Αυτό που γίνεται
στα ιδιωτικά σχολεία, δεν είναι εφικτό να γίνει στα κρατικά, διότι θα
προϋπέθετε ριζική αλλαγή νοοτροπίας έναντι της γνώσης.
Είναι πάντως αδιανόητο στην πατρίδα μας, όπου τόσο η Ιστορία και η
παράδοσή μας, αλλά και η ανάγκη διαλόγου με τα ευρωπαϊκά ρεύματα
επιβάλλουν την συστηματική ενασχόληση και με τους δύο τομείς της
εκπαίδευσης, να είμαστε ευχαριστημένοι με την μονομέρεια. Να θεωρούμε
επιτυχημένο το σύστημα που βγάζει καλούς μαθηματικούς, χωρίς γνώση της
γλώσσας, της Ιστορίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, και αντίστοιχα,
καλούς φιλολόγους ή ψυχολόγους, χωρίς γνώση των μαθηματικών, της
λογικής, των θετικών επιστημών, της πληροφορικής. Και βέβαια, όλους
αυτούς να είναι χωρίς επίγνωση της αυθεντικότητας της παράδοσής μας, η
οποία στηρίζεται στη θρησκεία, στην τέχνη, στον πολιτισμό, στον
ανθρωπισμό. Να θεωρείται αυτονόητη ανάγκη η διδασκαλία δύο ξένων γλωσσών
και όχι η εμβάθυνση στη δική μας. «Κακείνο δει ποιήσαι και τάλλο μη
αφιέναι».
Θεσμοί που έχουν άμεση σχέση με την ανατροφή των νέων, όπως η
οικογένεια, το σχολείο, η Εκκλησία, θα έπρεπε να επιμένουν στη ισόρροπη
ανάπτυξη και των δύο κατευθύνσεων. Να τονίζουν και να βιώνουν την αξία
της ηθικής και πολιτικής συνείδησης, αλλά και της επαφής με την
επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Ο προσανατολισμένος στις θετικές
επιστήμες νους, αν δε μένει στην αποστήθιση των τύπων και στην εξάσκηση
επίλυσης προβλημάτων, αλλά προχωρά στην συνειδητοποίηση ότι τα πάντα
στον κόσμο είναι αποτέλεσμα σχέσεων και όχι ιδιωτείας, ακόμη κι αν οι
σχέσεις αποτυπώνονται μαθηματικά, τότε αποκτά ευρύτερη καλλιέργεια. Και
χρειαζόμαστε τέτοια ποιότητα, για να υπερβεί η κοινωνία μας τον ψυχικό
εξανδραποδισμό που η εικονοποίηση των πάντων επιβάλλει, καθώς οι νέοι
δυσκολεύονται να σκεφτούν και αρκούνται στο να αναπαράγουν τον εαυτό
τους και τους άλλους όχι ως ζώσα σχέση, αλλά μόνο ως εικόνα της.
Μέχρι πάντως να αφυπνιστεί η πολιτεία, ο αγώνας μεταφέρεται στα θεσμικά
κύτταρα και στον καθέναν προσωπικά!