Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΧΤΙΖΕΙ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ



Είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τα παιδιά αν οι γονείς τους έχουν ξεκαθαρισμένη στάση ζωής. Αν έχουν, δηλαδή, ήθος, με το οποίο κρίνουν τα γεγονότα. Το ήθος ενεργεί σαν οικοδομικό υλικό… στο χαρακτήρα του παιδιού.
Όσο πιο ξεκάθαρες και γεμάτες αποδοχή είναι οι αντιλήψεις σας για τον κόσμο, τόσο πιο σταθερά θα εδραιώνεται αυτή η ηθική στάση και τόσο πιο εύκολο θα είναι για τα παιδιά σας να προσαρμοστούν στους κοινωνικούς κανόνες.
Η στάση σας απέναντι στα προβλήματα της ζωής αποκαλύπτεται από τις συζητήσεις σας. Αυτά που ακούνε τα παιδιά στο σπίτι έχουν μεγάλη σημασία για την ανάπτυξή τους. Πρέπει να είστε προσεκτικοί μ’ αυτά που λέτε μπροστά στο παιδί σας, και ποτέ μην υποτιμάτε τη νοημοσύνη τον. Καταλαβαίνει πολύ περισσότερα απ’ όσα εσείς νομίζετε.
Μπορεί να μη γνωρίζει ακόμα κάποιες λέξεις, αλλά κι απ’ την πολύ μικρή του ηλικία είναι ικανό να “πιάσει” το νόημα μιας συζήτησης ανάμεσα στους ενήλικους. Και, προσοχή:
Οι απαισιόδοξες απόψεις -δικές σας ή του περιβάλλοντος σας- δεν είναι δυνατό να παρακινήσουν το παιδί στη χαρά της ζωής και τη δημιουργικότητα. Οι συνεχείς επικρίσεις σας για την κατάπτωση του ανθρώπου και τη διαφθορά του κόσμου δεν μπορούν να παρακινήσουν τα παιδιά, ώστε να γίνουν χρήσιμα μέλη της κοινωνίας.
Θα πρέπει να δείξετε στο παιδί την ομορφιά της ζωής και την αξία της Τέχνης. Το παιδί πρέπει να διδαχτεί να θαυμάζει τη φύση και τη χαρά της γνώσης και του προβληματισμού. Θ’ αρχίσει να νιώθει ένα πρώιμο ενδιαφέρον γι’ αυτά τα πράγματα, αν εσείς του μιλάτε σχετικά την ώρα του φαγητού στο τραπέζι ή βγαίνοντας περίπατο μαζί του. Η ίδια η ατμόσφαιρα του σπιτιού, εκτός από τις ειδικές σχολικές ανάγκες, παίζει καθοδηγητικό ρόλο στη διανοητική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Ασκεί μια ζωντανή επίδραση πάνω στο χαρακτήρα του, στη νοοτροπία και στο ταμπεραμέντο του. Πολλή και κοπιαστική εργασία θα εξοικονομηθεί από την κατοπινή του εκπαίδευση, αν η ανατροφή του είναι ήρεμη και δημιουργική από τον πρώτο καιρό της κοινωνικής του ζωής μέσα στην οικογένεια.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ήρεμη οικογενειακή ατμόσφαιρα είναι δύσκολο να βρεθεί στην εποχή μας, μια εποχή ανασφάλειας, αβεβαιότητας και έντονου ανταγωνισμού. Οι γονείς, ωστόσο, μπορούν να φυλαχτούν απ’ τον πειρασμό και να μη ρίξουν το σφάλμα -για την έλλειψη αρμονίας- στις συνθήκες της ζωής τους, στους παππούδες, στα πεθερικά ή ο ένας στον άλλο. Αν γίνει αυτό, η ατμόσφαιρα στο σπίτι θα βαρύνει ακόμα πιο πολύ. Και θα φέρει κι άλλες συγκρούσεις. Μπορείτε να βελτιώσετε (ίσως και να αλλάξετε) τις συνθήκες αλλάζοντας τη δική σας συμπεριφορά, και προσπαθώντας με κάθε τρόπο να βελτιώσετε τη συμβολή σας στην αλλαγή αυτής της κατάστασης.
Οι οικονομικές δυσκολίες, τα ελαττώματα του χαρακτήρα, η ασυμφωνία των γονιών, ο στενός χώρος στην κατοικία, οι ανεπιθύμητοι γείτονες ή συγγενείς, οι αρρώστιες – δηλαδή, η κάθε ανωμαλία στο οικογενειακό καθεστώς, η κάθε διατάραξη της γαλήνης- όλα αυτά απαιτούν ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στον τρόπο που χρησιμοποιούμε για να τα αντιμετωπίσουμε. Η αγανάκτηση και η αποθάρρυνση, ένας καυγάς -ανεξάρτητα πόσο δικαιολογημένα ή κατανοητά είναι όλα αυτά- μπορούν να προσθέσουν νέες δυσκολίες στην, ήδη, δύσκολη κατάσταση, και να βλάψουν την ανάπτυξη του παιδιού, πολύ περισσότερο από τα ίδια δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις.

ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ,ΟΙ ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΑ ΛΟΓΙΑ




Αποτέλεσμα εικόνας για οταν αγαπας κονανος
Βλέπεις κάποιον και νιώθεις ν’ απειλείται η ζωή σου εξαιτίας του. Τον φοβάσαι. Νομίζεις ότι κάτι κακό θα σου κάνει.
Βλέπεις τον άλλον σαν αντίζηλο. Δεν νιώθεις ενότητα μαζί του. Δεν μπορείς να νιώσεις ότι η χαρά του είναι χαρά σου κι η χαρά σου αντανακλά και σ’ αυτόν, και μετά επιστρέφει πάλι σε μένα και γίνεται αυτό που γίνεται με κάτι καθρέφτες που το φως χτυπάει απ’ τον έναν στον άλλον και πολλαπλασιάζεται. Και δεν μπορώ να νιώσω ότι είναι συμφέρον μου ν’ αγαπώ τους άλλους. Γιατί, αγαπώντας, εγώ είμαι που πλουτίζω, και δεν χάνω. Ούτε χάνω όταν δίνω αξία στον άλλον. Αντίθετα, πάλι πλουτίζω.
Λέω λόγια τώρα. Το ξέρω. Μα είμαστε στο ράδιο και σ’ ένα ψυaρό βιβλίο που διαβάζεις τώρα. Τι άλλο μπορώ να κάνω στο ράδιο και στο χαρτί, παρά να λέω και να γράφω λόγια; Εμπρακτη αγάπη, όμως, θα πει να δώσω λεφτά σε κάποιον φτωχό, να περιποιηθώ έναν άρρωστο, να του σκουπίσω τον ιδρώτα, να του σκουπίσω τη μύτη, να τον πλύνω, να τον καθαρίσω. Μα όλα αυτά δεν γίνονται απ’ το ράδιο και τη συγγραφή βιβλίων. Αλλο να μιλάς για την αγάπη κι άλλο να δείχνεις έμπρακτα την αγάπη σου. Αυτός ακριβώς είναι κι ο ορισμός της αγάπης. Δεν είναι τα λόγια. Είναι οι πράξεις και η θυσία. Κι ευτυχώς είναι πολλοί αυτοί που κάνουν και πράξεις. Και μάλιστα πολλές πράξεις αγάπης. Χειροπιαστές. Οχι θεωρίες. Δυστυχώς, η πίστη των περισσοτέρων από εμάς έχει καταντήσει σκέτη ιδεολογία. Λόγια, όμορφα λόγια. Και τσακωμοί και συζητήσεις επί συζητήσεων για θεολογικά θέματα. Ενα μάτσο σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις! Και ιδέες και φιλοσοφίες. Αλλά βίωμα κανένα.
Από εμπειρία, μεγάλη φτώχεια. Θυσία ως εμπειρία είναι να βάλεις το χέρι στην τσέπη, να βοηθήσεις, να κάνεις μια επίσκεψη σε κάποιον που έχει ανάγκη να του μιλήσεις, μια προσευχή αφού γονατίσεις, να σταλάξεις ένα δάκρυ… Απ’ αυτά, φτώχεια μεγάλη.
Δεν μιλώ για σένα. Διότι εσύ κάνεις. Κάνεις πολλά και σου αξίζουν συγχαρητήρια. Σε συγχαίρω. Χαίρομαι μαζί σου. Και σε ζηλεύω. Και σε θαυμάζω. Το παράδειγμά σου μου γεννά έναν ζήλο να σε μιμηθώ και να σου μοιάσω. Αυτό που έκανες είναι όντως αγάπη. Θα το πω, γιατί δεν ξέρει και κανείς ποιος είσαι ούτε μας αφορούν τώρα το όνομα και η διεύθυνση. Μας αφορούν το περιστατικό και η ουσία του.
Σηκώθηκες, λοιπόν, και πήγες στο εξωτερικό για να βοηθήσεις την ιεραποστολή που γίνεται εκεί. Κι έκατσες εκεί τέσσερις μήνες. Αλλος, τρεις μήνες. Κι άλλος, πέντε βδομάδες. Οσο άντεξε καθένας. Χωρίς να πάρεις χρήματα. Ακόμα κι αν υπήρχε οικονομική άνεση και σε πλήρωναν, δεν θα ήταν κακό. Διότι κι έτσι θα ‘χε πάλι μεγάλη αξία η πράξη σου. Μα εσύ πήγες αφιλοκερδώς. Κι έμεινες εκεί με ανθρώπους που δεν ήξερες καν τη γλώσσα τους. Με κίνδυνο να κολλήσεις αρρώστιες, παρ’ όλα τα εμβόλια που έκανες. Σε τόπους με τόσα μικρόβια κι ασθένειες, εκεί που η χολέρα θερίζει και τα μολυσμένα νερά και φαγητά έστειλαν πολλούς στα νοσοκομεία. Εκεί που η ζωή είναι τόσο δύσκολη. Και πήγες και βοήθησες.
Αυτό δεν είναι θεωρία. Μα αγάπη έμπρακτη. Τα άλλα είναι κουλτούρα και θεωρία. Η χριστιανική κουλτούρα, που οδηγεί κυρίως σε συνέδρια και συζητήσεις ατέρμονες. Μα ούτε κι αυτό πρέπει να το κατηγορήσω. Γιατί, αν το κατηγορήσω, θα απομακρυνθώ κι εγώ απ’ την αγάπη. Και θα ‘ναι σαν να μην καταλαβαίνω τη διαφορά των χαρακτήρων. Διότι άλλος είναι για έργα πρακτικά, άλλος είναι για έργα θεωρητικά. Εργα είναι κι αυτά. Αλλοι άνθρωποι είναι θεωρητικοί τύποι. Συζητούν θεωρητικά και βοηθούν τους άλλους να καταλάβουν κάποια πράματα. Αγάπη είναι κι αυτό.
του π. Ανδρέα Κονάνου

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ



Τη μνήμη του Αγίου Ιακώβου του Αποστόλου και αδελφού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τιμά σήμερα, 30 Απριλίου, η Εκκλησία μας.
Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες.
Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ’ όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» ( Μαρκ. 1, 20).
Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι’ αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή.
Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή.
Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι’ αυτό τους λέγει: «Ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι;».
Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος άγιος, βροντής υπάρχων, κατεβρόντησας, τη οικουμένη, την του Σωτήρος Ιάκωβε κένωσιν, και το ποτήριον τούτου εξέπιες, μαρτυρικώς εναθλήσας Απόστολε, όθεν πάντοτε, εξαίτει τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ιλασμόν και μέγα έλεος.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΓΝΗΣΙΑ ΑΓΑΠΗ;



Αγάπη προς τον Θεό!

Κατ’ εμέ η αγάπη είναι τριών ειδών: η σαρκική αγάπη, η οποία είναι γεμάτη πνευματικά μικρόβια, η κοσμική αγάπη, η οποία είναι φαινομενική, τυπική, υποκριτική, δίχως βάθος, και η πνευματική αγάπη, η οποία είναι αληθινή, η αγνή, η ακριβή αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι αθάνατη!

Να έχετε το νου σας συνέχεια στο Θεό. Να λέτε την ευχή, να μιλάτε με το Θεό. Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτήν την εργασία, κατ’ αρχάς νιώθει λίγο την αγάπη του Θεού και αργότερα, όσο προχωράει, την νιώθει όλο και πιο πολύ. Ο νους του βρίσκεται μόνιμα πλέον στον Θεό, και δεν τον συγκινεί τίποτα πλέον το γήινο και το μάταιο. Στην καρδιά του φουντώνει η αγάπη προς το Θεό, γεμίζει και δε θέλει πια να σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από τον Θεό. Αδιαφορεί για όλα τα του κόσμου και σκέφτεται συνέχεια τον Ουράνιο Πατέρα. Βλέπεις, όσοι ασχολούνται με εφευρέσεις, απορροφούνται από την επιστήμη. Πού είναι όμως η δική μας απορρόφηση από τον Χριστό;
Όταν ανάψει η πνευματική αγάπη, φλογίζεται όλο το στήθος. Όλο το στήθος γίνεται μια φλόγα. Καίγεται ο άνθρωπος από τη μεγάλη γλυκιά φλόγα της αγάπης του Θεού, πετάει, αγαπάει με αγάπη πραγματική, μητρική. Αυτή η εσωτερική φλόγα, την οποία ανάβει ο ίδιος ο Χριστός με την αγάπη Του, θερμαίνει το σώμα πολύ περισσότερο από την αισθητή φωτιά και έχει τη δύναμη να καίει κάθε σκουπίδι, κάθε κακό λογισμό καθώς και κάθε κακή επιθυμία και άσχημη εικόνα. Τότε η ψυχή αισθάνεται και τις θείες ηδονές που δεν συγκρίνονται με καμιά άλλη ηδονή!
Τι μεγάλο κακό κάνουμε οι περισσότεροι άνθρωποι να μη θέλουμε να δώσουμε την αγάπη μας στον Χριστό, αλλά να την χαραμίζουμε σε γήινα, φθηνά και μάταια πράγματα! Μια ζωή ακόμη και χιλίων ετών, και χιλιάδες καρδιές να έχει κανείς, δεν φθάνουν για να τις δώσει στον Χριστό για την μεγάλη αγάπη που μας έδειξε και που μας δείχνει συνέχεια: μας συγχωρεί, μας ανέχεται και καθαρίζει τις βρώμικες ψυχές μας με το θεϊκό του αίμα.
Κανείς δεν μπορεί να συλλάβει πόσο αγαπάει ο Θεός τον άνθρωπο! Η αγάπη Του δεν συγκρίνεται με τίποτε! Δεν έχει όρια! Είναι τόσο μεγάλη που, κάτι ελάχιστο αν αισθανθεί ο άνθρωπος από την αγάπη αυτήν, η πήλινη καρδιά του δεν μπορεί να την αντέξει∙ διαλύεται, γιατί είναι πηλός.
Όταν δώσει κανείς την καδιά του στον Θεό, όλα τα αγαπάει∙ όχι μόνο όλους τους ανθρώπους. Αλλά και τα πουλιά και τα δένδρα, ακόμη και τα φίδια.
Αν μεθύσει ο άνθρωπος πνευματικά με το ουράνιο κρασί, η ζωή του εδώ στη γη γίνεται μαρτυρική, με την καλή όμως έννοια. Αχρηστεύεται για τον κόσμο, αδιαφορεί για καθετί γήινο και όλα τα θεωρεί «σκύβαλα». Η ουράνια μέθη είναι καλή, αλλά πρέπει να είναι κανείς συνέχεια εκεί, στο ατέλειωτο βαρέλι, το ουράνιο. Εύχομαι να βρείτε την παραδεισένια θεία κάνουλα και να πίνετε και να μεθάτε συνέχεια από το παραδεισένιο κρασί!
Αγάπη προς τον πλησίον!
«Μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου έκαστος», λέει ο Απόστολος Παύλος. Όλη η βάση στην πνευματική ζωή εδώ είναι: να ξεχνάω τον εαυτό μου με την καλή έννοια και να σκέφτομαι τον άλλο, να συμμετέχω στον πόνο, στην δυσκολία του άλλου. Να μην κοιτάζω πώς να ξεφύγω την δυσκολία, αλλά πώς να βοηθήσω τον άλλο, πώς να τον αναπαύσω.
Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιος να αρπάξει περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του. Όσοι όμως έχουν την πνευματική, την ακριβή αγάπη μαλώνουν ποιος να δώσει περισσότερη αγάπη στον άλλο. Αγαπούν χωρίς να σκέφτονται αν τους αγαπούν ή δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. Θέλουν όλο να δίνουν και δίνονται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνονται. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ’ όλους, αλλά πιο πολύ απ’ τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν.
Μέσα στον πόνο κρύβεται περισσότερη αγάπη από την κανονική. Γιατί, όταν πονάς τον άλλο, τον αγαπάς λίγο παραπάνω. Αγάπη με πόνο είναι να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν αδελφό σου που έχει δαιμόνιο και το δαιμόνιο να φύγει. Γιατί η «σφιχτή» αγάπη, η πνευματική αγάπη με πόνο, δίνει παρηγοριά θεϊκή στα πλάσματα του Θεού, πνίγει δαίμονες, ελευθερώνει ψυχές και θεραπεύει τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού που χύνει. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Λειώνει από τον πόνο για τους άλλους, εύχεται, παρηγορεί. Και ενώ παίρνει τον πόνο των άλλων, είναι πάντα χαρούμενος, γιατί ο Χριστός του παίρνει τον πόνο και τον παρηγορεί πνευματικά.
Για να χαίρεται κανείς αληθινά, πνευματικά, πρέπει να αγαπάει, και για να αγαπάει, πρέπει να πιστεύει. Δεν πιστεύουν οι άνθρωποι και γι’ αυτό δεν αγαπούν, δεν θυσιάζονται και δεν χαίρονται. Αν πίστευαν θα αγαπούσαν, θα θυσιάζονταν και θα χαίρονταν. Από τη θυσία βγαίνει η μεγαλύτερη χαρά!
Όταν αγαπάς, χαίρεσαι. Και όταν αυξηθεί η αγάπη, τότε ο άνθρωπος δεν ζητάει την χαρά για τον εαυτό του, αλλά θέλει να χαίρονται οι άλλοι. Η θεϊκή χαρά έρχεται με το δόσιμο!
Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει πως είναι ο Παράδεισος και η κόλαση. Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα, να σου δείξω την κόλαση». Βρέθηκε τότε σ’ ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στη μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μια πολύ μακριά κουτάλα∙ έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν… Μετά άκουσε την ίδια φωνή να του λέει: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο».
Βρέθηκε τότε σ’ ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι όμοιο με το προηγούμενο και στη μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλο. Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζεις από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;
Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΙΑΣΩΝΟΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ




Τη μνήμη των Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου των Αποστόλων τιμά σήμερα, 29 Απεριλίου, η Εκκλησία μας.
Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.
Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.
Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι’ αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενείς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
«Τούτου τού Ιάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καί Λουκάς μέμνηται. Ου γάρ απλώς συγγενήν μέμνηται, ει μή καί τήν ευσέβειαν είεν εοικότως αυτώ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Ει μή γάρ τοιούτοι ήσαν, ουκ άν αυτών εμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.
Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ο μέν Ιάσων Ταρσεύς ήν, ός καί πρώτος εκείθεν ζωγρείται πρός τήν ευσέβειαν».
Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οι συγγενείς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τών Αγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τών Αγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Εξ αρχής», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τών Αγίων», «ομού Ιάσων τής Ταρσού μητρόπολιν κυβερνών εμπεπίστευτο παρά Παύλου ως οικείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη.
Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς.
Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.
Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη.
Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστός ο ανήρ εις κινδύνους εαυτόν εκδούς καί εκπέμψας αυτούς».
Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οι δέ αδελφοί διά νυκτός εξέπεμψαν τόν τε Παύλον καί Σίλαν εις Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.
Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τών Αγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.
Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Δυάς η ομότροπος, των Αποστόλων Χριστού, Ιάσων ο ένδοξος, Σωσίπατρος ο κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν ούτοι γαρ δεδειγμένοι, τον της χάριτος λόγον, ηύγασαν εν Κερκύρα, ευσεβείας το φέγγος, πρεσβεύοντες τω Κυρίω, υπέρ των ψυχών ημών.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ



«Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω»
Τί φοβερός που είναι ο κόσμος που ζούμε! Όπου στρέψεις το βλέμμα σου, αντικρύζεις πόνο, αδικία, κακότητα, ένταση, αμαρτία, βία, πολέμους, δυστυχία. Γιατί άραγε; Και γιατί όλα αυτά να συνυπάρχουν με φυσική ομορφιά, με απαράμιλλη καλωσύνη, με ανθρώπινο μεγαλείο; Γιατί να εναλλάσεται το καλό με το κακό; Γιατί να διαπλέκεται η δυστυχία με την ευτυχία; Γιατί να αντιπαλεύει αδιάκοπα το προκλητικό ερώτημα της θεϊκής απουσίας ή και ανυπαρξίας με τη μυστική υποψία της θεϊκής παρουσίας;
Ο κόσμος αυτός δεν παραπέμπει σε εμφανή Θεό, που ψηλαφείται αισθητά ή ανιχνεύεται λογικά. Αυτόν τον θεό μάλλον τον διαγράφει. Η λογική θεώρησή του οδηγεί σε επώδυνες αμφιβολίες. Μια δυναμική ζωής, χωρίς όμως συνέχεια. Μια απέραντη ομορφιά, με επίλογο βέβαιου θανάτου. Ένα σφιχταγκάλιασμα της ανάγκης του για πάντα με την απέραντη απογοήτευση του τώρα. Δυστυχία μηδενιστικών συμπερασμάτων!
Ο κόσμος χωρίς Θεό όμως δεν αντέχεται. Κάθε σκέψη απουσίας Του προξενεί βαθειά απογοήτευση, αίσθηση κενού, έλλειψη σκοπού, ασάφεια προορισμού, ανυπαρξία λόγου και αιτίας ύπαρξης. Διευκολύνει την ασυδοσία του παρόντος, ταυτόχρονα όμως πνίγει την προοπτική του ατέρμονος μέλλοντος και την προσδοκία της ανώτερης ζωής. Αντίθετα, η διαπίστωση της παρουσίας του Θεού γεννά ελπίδα, δίνει φως, προσφέρει κατεύθυνση. Το Ευαγγέλιο παρουσιάζει τον Θεό ζώντα, ενεργούντα, παρεμβαίνοντα στην ιστορία. Το διαβάζουμε για να φωτιστούμε και να παρηγορηθούμε. Τόσα και τόσα περιστατικά φανερώνουν την παρουσία του Θεού! Τα θαύματα πιστοποιούν τη δύναμη και την αγάπη Του. Η ειλικρίνεια με την οποία είναι γραμμένο πείθει για την αυθεντικότητα των λεγομένων Του. Το διαβάζεις και αναφωνείς: «μεθ΄ημών ο Θεός. Γνώτε έθνη και ηττάσθε ότι μεθ΄ ημών ο Θεός». Ο Θεός είναι μαζί μας. Αυτή η πεποίθηση αποτελεί την πηγή της δύναμής μας. Το ανοίγουμε επειδή πιστεύουμε, με την ελπίδα και να φωτισθούμε.
Να όμως που κάποτε η ανάγνωση του Ευαγγελίου ξενίζει. Αντί να στηρίζει, σκανδαλίζει ˙ αντί να οικοδομεί, γκρεμίζει ˙ αντί να ξεκαθαρίζει, σε ζαλίζει. Σου φανερώνει αλήθειες που μόλις τις ακούσεις σε κάνουν να θαυμάζεις, όταν όμως σκεφτείς, σε υποχρεώνουν να εγκατασταθείς σε ασφυκτικά αδιέξοδα.
Μια πρώτη ματιά στο θαύμα της θεραπείας του παραλύτου της Βηθεσδά, όπως αυτή περιγράφεται στο ε΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εντυπωσιάζει για τη θεϊκή δύναμη του Χριστού. Πράγματι, με μόνο τον λόγο Του συντρίβει το αναμενόμενο αλλά σπάνιο θαύμα και ανακουφίζει με την έκπληξη μιάς απροσδόκητης θεραπείας με εντελώς πρωτοφανείς όρους. Μια όμως προσεκτικότερη ανάγνωση των συνθηκών της περιγραφής ανατρέπει το σκηνικό. Γεννά ερωτήματα που βασανίζουν τους μηχανισμούς της πίστης. Προκαλεί τον άνθρωπο του ορθού λόγου με αδυσώπητο τρόπο ˙ τον αναστατώνει.
Ένας άνθρωπος τριάντα οκτώ χρόνια κατάκοιτος ξεχωρίζεται από τον Κύριο και θεραπεύεται με εντυπωσιακό τρόπο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης με χαρακτηριστική συντομία παρουσιάζει τη θαυματουργική θεραπεία. Και ενώ το αποτέλεσμα αναπαύει την πίστη, οι λεπτομέρειες την κλονίζουν.
Μια δεξαμενή με νερό και γύρω της, κατά την περιγραφή του Ευαγγελιστού, «πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν». Γύρω από τη δεξαμενή ένα τραγικό πλήθος δύστυχων, δεινοπαθούντων ανθρώπων, ο καθένας του με πόνο και όλοι μαζί με μια παράξενη, ανταγωνιστική ελπίδα. Περιμένουν την ξαφνική έλευση ενός αγγέλου, προκειμένου να ταράξει το νερό της. Μόλις το πάρουν είδηση, προσπαθούν όλοι αυτοί, με το απομεινάρι των φυσικών δυνάμεών τους, με την τεράστια πίεση της εσώτερης επιθυμίας τους, να συρθούν προς τη δεξαμενή, διότι ο «πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι», αυτός που θα καταφέρει να βουτήξει μέσα πρώτος, θεραπεύεται από οποιαδήποτε ασθένεια έχει ˙ μόνον ο πρώτος.
Ανάμεσα σε όλους και ένας παράλυτος για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. «Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον», τον βλέπει διερχόμενος από την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ο Κύριος, τον πλησιάζει και του λέει: « θέλεις υγιής γενέσθαι;» Τι απλή ερώτηση! Και εκείνος δεν απαντά ευθέως «φυσικά, θέλω», αλλά λέει «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν», δεν έχω κάποιον άνθρωπο ώστε μόλις ταραχθεί το ύδωρ να μου δώσει μια σπρωξιά και να μπω εγώ στο νερό πρώτος. Ενώ δε εγώ πλησιάζω «άλλος προ εμού καταβαίνει», κάποιος άλλος με προλαβαίνει. Ο Κύριος δεν του λέει τίποτε άλλο παρά μόνον «έγειρε, άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Και μ΄ αυτόν τον τρόπο, με έναν απλούστατο, εντελώς διαφορετικό απ΄ όλο αυτό το σκηνικό τρόπο, ο Κύριος του δίνει την υγεία του, τον σηκώνει από την κλίνη της οδύνης και της δοκιμασίας. Και όχι μόνον αυτό, του δίνει και τη δύναμη να σηκώσει και το κρεβάτι του και να πάει στην ευχή του Θεού. Χωρίς καμία κίνηση! Με έναν μόνο λόγο! Ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια! Ύστερα από μία ολόκληρη ζωή!
Συνήθως μένουμε στο δεύτερο μέρος, στον εντυπωσιασμό του θαύματος, και ομολογούμε τη δύναμη του Θεού, τη δυνατότητά Του να υπερβαίνει και τις θαυματουργικές δυνάμεις με αιφνιδιασμούς μειζόνων ενεργειών, που σοφά θεραπεύουν μαζί με το σώμα και την ψυχή. Αν όμως αφήσουμε τη σκέψη μας στην περιγραφή της εισαγωγής της περικοπής, τα εσωτερικά μας αισθήματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η εικόνα είναι φοβερή. Το θέαμα αποκρουστικό. Τα ερωτήματα αδυσώπητα. Ο άγγελος απροειδοποίητα, «κατά καιρόν», ταράσσει το νερό και μόνον «ο πρώτος» βρίσκει ίαση. Εδώ τελειώνει το θαύμα, εδώ εξαντλείται και το έλεος του Θεού. Εδώ αρχίζει το δράμα της σκέψης και της λογικής. Πόνος τεράστιος, αδικία ανεξήγητη, ερωτήματα αναπάντητα. Το έλεος του Θεού ελάχιστο, μόνο για τον ένα, για τον πρώτο. Πώς να συμβαδίσει αυτό με τη λογική μας; Πώς να ερμηνεύσει την αγάπη του Θεού; τη δικαιοσύνη, την ταπείνωσή Του; Πώς να πείσει για την παρουσία Του; Μάλλον προκαλεί με την απουσία Του.
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύσει κανείς ότι με αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιλέγει να δείξει τη θεότητά Του και να θεραπεύσει; Γιατί θα έπρεπε –ας φανταστούμε το θέαμα- να κατεβεί ο άγγελος, να ταράξει το νερό σε άγνωστη στιγμή, ώστε δίχως καμία προετοιμασία, ξαφνικά αυτοί οι δύστυχοι άνθρωποι, τυφλοί, χωλοί, άρρωστοι και ανάπηροι, να σέρνονται, να ανταγωνίζονται μάλιστα ποιος θα μπει πρώτος για να θεραπευτεί; Μόνο για έναν υπήρχε το έλεος του Θεού; όχι για τον δεύτερο; Και με ποιο κριτήριο αυτό προσφέρεται; τη φυσική ετοιμότητα και επιδεξιότητα των αναπήρων και όχι την αρετή; την επιτυχία στην ανταγωνιστικότητα και όχι την ταπείνωση και τον πνευματικό αγώνα; Γιατί στον πρώτο και όχι στον καλύτερο; όλο αυτό δεν καταδεικνύει λίγη αγάπη και καθόλου δικαιοσύνη;
Εκτός τούτων, ποιός άγγελος του Θεού θα μπορούσε να προκαλέσει αυτήν την ταραχή, να αντικρίσει αυτό το φαινόμενο και στη συνέχεια να επιστρέψει αναπαυμένος ότι εξεπλήρωσε το θέλημα του Θεού; Τελικά, τί έχει μεγαλύτερη σημασία; Η χαρά της θεραπείας του ενός ή το δράμα της τραγωδίας των πολλών; Και πώς ο ένας που θεραπεύθηκε, αν μάλιστα επιβραβεύεται για την πίστη του ή την αρετή του, είναι δυνατόν να χαρεί τη θεραπεία του, όταν οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του οι συμπάσχοντες ως τώρα μαζί του, όχι μόνο δεν λυτρώνονται, αλλά αντικρίζουν την παράξενη αυτήν εύνοια του Θεού να σκεπάζει τον έναν μόνο και μάλιστα όχι τον πιο καλό ή τον πιο ασθενή αλλά τον πιο «τυχερό»; Δεν προκαλεί αυτό; Είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται κάτω από το βλέμμα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του;
Είναι πολύ ανθρώπινη η ζήλεια, όταν θεραπεύεται ο γείτονάς σου και πνίγεσαι από την αίσθηση ότι έχασες εσύ την ευκαιρία. Δεν ξέρω αν αυτή η ζήλεια είναι αμαρτία που κολάζει, σίγουρα όμως είναι μαρτύριο που αφόρητα βασανίζει. Γιατί το επιτρέπει τόσο προκλητικά ο Θεός;
Ο παράλυτος ομολογεί ότι «άνθρωπον ούκ έχω». Τριάντα οκτώ χρόνια παράλυτος ζει με μια ελπίδα˙ να μπει πρώτος στη δεξαμενή μετά την ταραχή του ύδατος, για να θεραπευθεί. Πώς όμως συμβαδίζει η αγάπη του Θεού με την τόσο μακρά διάρκεια της αναπηρίας του παραλύτου; Γιατί να ζήσει ως ανάπηρος τα νειάτα του και να είναι υγιής στα γηρατειά του; Γιατί έπρεπε τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια να περιμένει αυτός ο άνθρωπος τη θεραπεία του, μάλιστα ύστερα από συνεχείς απογοητεύσεις αναρίθμητων αποτυχιών; Γιατί έπρεπε η μόνη παρηγοριά αυτού του δύστυχου ανθρώπου να είναι η συνύπαρξή του με άλλους ομοιοπαθείς; Η αίσθηση ότι τελικά δεν είναι ο μόνος που υποφέρει ή ο μόνος που αποτυγχάνει κάθε φορά να θεραπευτεί; Γιατί ο Θεός επιτρέπει τόσο πόνο και μάλιστα τόσο άδικα και άνισα κατανεμημένο; Και ενώ τελικά φαίνεται ότι κάνει ένα θαύμα – που αναντίρρητα είναι θαύμα-, στην ουσία η όλη ατμόσφαιρα δημιουργεί μια αίσθηση απουσίας, όχι τόσο ανθρώπου – αυτή μπορεί να κατανοηθεί – όσο απουσίας του Θεού; Αυτή με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται. Φαίνεται η δύναμή Του, αλλά δεν διακρίνεται η αγάπη Του. Πώς αυτός ο Θεός συνυπάρχει με τον Θεό του υπόλοιπου Ευαγγελίου;
Μήπως, όμως, κάτι υπάρχει που όχι μόνο ξεφεύγει από τον φακό της λογικής αλλά ενδεχομένως, όταν αυτή απομονώνεται, να την αποπροσανατολίζει και να την παραπλανά;
Αν ανοίξουμε το Ψαλτήρι, αν φυλλομετρήσουμε και μερικά πατερικά βιβλία, θα δούμε πόσο αυτή η αίσθηση της φαινομενικής απουσίας του Θεού πολλές φορές εκφράζεται από τα χείλη και του Δαυϊδ και των αγίων. Λέει κάπου ο Δαυϊδ˙ «ίνα τι, Κύριε, απέστης μακρόθεν» – γιατί κάθεσαι από μακρυά; «υπεροράς εν ευκαιρίαις εν θλίψεσι;» – γιατί με περιφρονείς εκεί που πρέπει να έλθεις δίπλα μου, στις θλίψεις και στις ανάγκες μου; (Ψαλμ. θ’ 22). Νοιώθω ξεχασμένος, νοιώθω εγκαταλελειμμένος. Μιλάω και δεν έρχεσαι, σε φωνάζω και δεν με ακούς, σε προσδοκώ και μένεις μακρυά. Απών ο Θεός από τη ζωή μου, τη στιγμή που Τον ζητώ, τη στιγμή που Τον έχω ανάγκη. «Χριστός καθεύδει», όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιστολή Π’ Ευδοξίω Ρήτορι). Δεν είναι απών ο Θεός από τον κόσμο της ταραχής, των διενέξεων, των πολέμων, των αδικιών, των ασθενειών, των αμαρτιών, των παθών; Δεν είναι απών ο Θεός ακόμη και από το πάθος του Κυρίου, από τη σταύρωση και από την Ταφή Του; Ο Ίδιος ο Χριστός δεν είπε: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλιπες; (Ματθ. κζ’ 46). Πώς όμως γίνεται ο πανταχού και πάντοτε Παρών να είναι απών;
Άραγε ο Θεός είναι πράγματι απών; Τόσο απών; Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει; Μήπως πίσω από το λογικό σκάνδαλο κρύβεται μία λεπτή πνευματική λογική, που συνδυάζει την αγάπη Του με την πτώση μας, τη δύναμή Του με την ασθένειά μας, τη θεότητά Του με τη λογική αδυναμία μας, τη σοφία Του με την ανικανότητά μας να κατανοήσουμε το μυστήριό Του; Τί σημαίνει ότι το κήρυγμα του σταυρωμένου Θεού είναι «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον Έλλησι δε μωρία, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α’ Κορ. α’ 23, 24); Μήπως η ταπεινή αποδοχή του πεπτωκότος κόσμου κρύβει όχι μόνο σοφία αλλά και θεϊκή δύναμη;
Σίγουρα ο Θεός δεν μπορεί να συνυπάρχει με τον θάνατο που καθημερινά διαπιστώνουμε, την κατάρρευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που βλέπουμε, το ξέσχισμα της λογικής που περιγράψαμε. Ούτε η αγάπη Του το αντέχει ούτε η καθαρότητά Του το δικαιολογεί. Ο Θεός είναι ζωή και μόνο. Και όταν δηλώνει την εξουσία του ο θάνατος, ο Θεός είναι Ανάσταση. Όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως είναι σωστά ως ερωτήματα που περιγράφουν τον κόσμο όπου κυριαρχεί ο θάνατος και η πτώση. Το μεγάλο ερώτημα είναι: πώς ο Θεός που εποίησε τα πάντα «καλά λίαν» αποδέχτηκε την κυριαρχία της πτώσεως και του «κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου» στον δικό Του κόσμο; Σε τελική ανάλυση, πώς εξηγείται ο θάνατος του Κυρίου και η ολόσωμη ταφή Του;
Φως σε όλα αυτά δίνει το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού και μόνο.
Αν προσέξουμε στις ευαγγελικές περικοπές που περιγράφουν την παρουσία του Θεού, θα διαπιστώσουμε ότι οι ευαγγελιστές αντί να χρησιμοποιούν τη λέξη ήλθεν ο Κύριος – σαν να ήταν κάπου και ήλθε -, Προτιμούν την έκφραση εμφανίζει ή φανερώνει ο Χριστός τον εαυτό Του. Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα δεν είναι ο Χριστός, ο Θεός, είναι παρών, αλλά πότε Αυτός μας εμφανίζεται και πότε και πώς εμείς Τον βλέπουμε και ο καθένας μας Τον αισθάνεται. Αν ήμασταν εμείς στην κολυμβήθρα και βλέπαμε τον άλλον να θεραπεύεται, θα λέγαμε ότι αυτό αποτελεί φανέρωση του Θεού; Ή θα το ομολογούσαμε μόνον αν θεραπευόμασταν εμείς οι ίδιοι; Αν δούμε το θαύμα στον διπλανό μας, αυτό δεν είναι φανέρωση του Θεού; Μόνον αν συμβεί στον εαυτό μας είναι; Μόνον αν εμφανιστεί στον χρόνο με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις τις δικές μας είναι πειστική η παρουσία Του; Γιατί η ικανοποίηση της δικής μας επιθυμίας και όχι το γεγονός να είναι καθοριστικό της θεϊκής φανερώσεως; Τί αξίζει περισσότερο; Το έλασσον που είναι η θεραπεία μας ή το μείζον που είναι η φανέρωση του Θεού και στους διπλανούς μας; Μήπως ο εγωισμός μας με κάποιον τρόπο αποτελεί την κύρια αιτία της παραμορφώσεως της ουσίας και της βαθύτερης αλήθειας των γεγονότων;
Ο Θεός δεν είναι απών που έρχεται αλλά είναι παρών που κρύβεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ρήμα που συνήθως οι ευαγγελιστές και οι πατέρες μας αγαπούν να χρησιμοποιούν είναι ότι εμφανίζεται, βγαίνει από το κρύψιμό Του και μας φανερώνεται. Και μας φανερώνεται στους ανθρώπους που μπορούν να βλέπουν. Πρέπει να υπάρξει μία συνεργασία της στιγμής του Θεού για την ψυχή μας και της καθαρότητος των οφθαλμών μας, για να αναγνωρίζουμε τον εμφανιζόμενο Θεό.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν μιλάει για έναν μόνο παράλυτο, αλλά φανερά μεν μιλάει για τη στιγμή του ενός παραλύτου, διακριτικά δε υπαινίσσεται τη στιγμή όλων των παραλύτων αυτού του κόσμου, και φυσικά και τη δική μας. Υπάρχει ένα κυνηγητό του ανθρώπου με τον Θεό. Ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός ο οποίος εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου, αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής. Ο Θεός πράγματι υπάρχει. Σε εμάς απομένουν δυό πράγματα: το ένα είναι να κάνουμε την υπομονή του χρόνου και το δεύτερο είναι να κάνουμε τον αγώνα της καθαρότητος των οφθαλμών μας. Τότε σαν τον παράλυτο θα έρθει η ώρα μας. Μπορεί να είναι ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι πέντε λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σε αυτόν τον κόσμο, αλλά υπάρχει πάντοτε η στιγμή του Θεού για όλους. Και τότε η μακρόχρονη αναπηρία, που συνοδεύεται από θαυματουργική θεραπεία, αποτελεί μεγαλύτερη ευλογία από την υγεία που στερείται εμπειρίας θεϊκής παρουσίας.
Η φανέρωση του Θεού – πάντα το ζούσε αυτό η Εκκλησία, δεν το έλεγε σαν μία διπλωματική υπεκφυγή -, η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας είναι μυστική και πνευματική. Ο κόσμος που ζούμε είναι κόσμος πτώσεως, σύμφυτος με το θάνατο. Κι αν δεν πεθάνουμε σήμερα, θα πεθάνουμε αύριο. Κι αν σήμερα μας αναστήσει ο Χριστός, όπως τον Λάζαρο, ύστερα από λίγο καιρό θα φύγουμε απ΄ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν φύγουμε με αρρώστια ή αυτοκινητιστικό δυστύχημα, θα φύγουμε με άλλον τρόπο. Κάπως θα φύγουμε. Η παρουσία του Θεού είναι παρουσία για να δώσει στον καθένα μας την αίσθηση της σωτηρίας˙ όχι της υγείας, της δυνάμεως ή της ατέλειωτης ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά τον πόθο της αθανασίας, την προσδοκία της αιωνιότητος. Να δώσει τη γλύκα ότι κι αν πονάμε, κι αν δοκιμαζόμαστε, κι αν αδικούμαστε, κι αν στερούμαστε ίσως την αμεσότητα της θεϊκής παρουσίας, όπως την αξιώνει η λογική και την απαιτούν οι φυσικές ανάγκες, μπορεί να ζούμε με ζεστασιά, την αίσθηση και την εμπειρία της πνευματικής Του παρουσίας στη ζωή μας. Τί ζυγίζουν οι δυσκολίες και οι δοκιμασίες, όταν ζούμε τον Χριστό μέσα μας, όταν έχουμε τον Θεό κοντά μας, όταν νοιώθουμε ότι βρισκόμαστε στη δική Του αγκαλιά! Όταν ο Κύριος ζούσε την εμπειρία της απόλυτης εγκατάλειψης στον σταυρό, εκεί ήταν η κατ’ εξοχήν στιγμή της θεϊκής παρουσίας – ήταν αδύνατο να απουσιάζει ο Θεός τη στιγμή που επιτελείτο το έργο της θείας οικονομίας! Έτσι και μ’ εμάς˙ η παρουσία του Θεού είναι απόλυτη και τέλεια στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς μας, όταν η αίσθηση της εγκατάλειψής Του είναι εντονότερη. Είναι αδύνατο να απουσιάζει ο Θεός από τη σωτηρία μας!
Τελικά, κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε, και τότε θα δοξάσουμε τον Θεό για τις πλούσιες ευλογίες που μας δίνει, για τη δυνατότητα όχι τόσο να αποκτήσουμε την υγεία μας – αυτήν κάποτε θα τη χάσουμε – ούτε πάλι να γλυτώσουμε από μία απειλή της ζωής μας – και για αυτήν θα έρθει το τέλος -, αλλά κυρίως να απολαύσουμε τη σωτηρία μας, τη δυνατότητα δηλαδή να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι και μέλη της βασιλείας του Θεού αιωνίως και να αντικρίζουμε «πρόσωπον προς πρόσωπον» τον Θεό και Σωτήρα μας.
Η περιγραφή του θαύματος του παραλύτου της Βηθεσδά έχει και μερικές άλλου είδους λεπτομέρειες.
Το μεγαλείο του θαύματος εδώ έγκειται στο ότι το έργο Του ο Θεός δεν το κάνει με έναν άγγελο, αλλά το κάνει ο Ίδιος δια του Θεανθρώπου Ιησού. Αυτός θεραπεύει τον παραλυτικό. Αυτός τον πλησιάζει και στο θαύμα Του δεν χρειάζεται η τεταμένη προσοχή να παρατηρήσει κανείς τα σημάδια της αγγελικής καθόδου και της ταραχής του ύδατος, προκειμένου να μπορέσει να προλάβει. Στην περίπτωσή μας, η προσοχή είναι του Χριστού: «τούτον ιδών ο Ιησούς», τον είδε ο Κύριος πριν καλά –καλά εκείνος Τον καταλάβει. Μάλιστα, όταν ο παράλυτος πήγε μετά τη θεραπεία του στον Ναό κι εκεί τον προκαλούσαν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι, εκείνος ομολογούσε ότι «ούκ ήδει τις εστίν» (στ. 13), δεν ήξερε ποιός ήταν αυτός ο οποίος τον έκανε καλά. Τότε, λέει ο Ευαγγελιστής, παρουσιάστηκε ο Κύριος, τον πλησίασε και του φανερώθηκε. Και ο άνθρωπος αυτός επανήλθε στους Ιουδαίους και ομολόγησε ότι «Ιησούς εστίν ο ποιήσας αυτόν υγιή» (στ. 15)
Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο. Ο παράλυτος δεν χρειάστηκε άνθρωπο να τον σπρώξει, δεν χρειάστηκε να συρθεί, αλλά ο Κύριος τον θεραπεύει με έναν λόγο, μια απλή ερώτηση, που έχει προφανή απάντηση. Τον ρωτά αν θέλει να γίνει καλά. Και αυτός – τί παράξενο! – δεν Του λέει «θέλω», αλλά κάνοντας μια σειρά λαθών αποκρίνεται: «Κύριε, άνθρωπον ούκ έχω». Πήγαινε δηλαδή για να θεραπευτεί, έχοντας απογοητευτεί από τον άγγελο, προφανώς μη έχοντας καμία ελπίδα θεραπείας από τον Θεό. Η μόνη του ελπίδα ήταν να βρει έναν άνθρωπο για να τον σπρώξει, «ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν» (στ. 7)
Το πρώτο του λάθος ήταν ότι δεν απάντησε όπως ένοιωθε, «ναι, Κύριε, θέλω», αλλά έδωσε εξηγήσεις. Το δεύτερο λάθος ήταν ότι πήγαινε στον τόπο της θεραπείας και προσδοκούσε θαύμα χωρίς να προσδοκά τον Θεό. Την θεραπεία δεν την ήθελε προφανώς από τον Θεό, ίσως δεν την πίστευε. Το τρίτο ήταν ότι έδειξε και μια φιλαυτία, «ενώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει» (στ. 7), ενώ εγώ πλησιάζω δυστυχώς με προλαβαίνει κάποιος άλλος και εκείνος θεραπεύεται. Ίσως είναι μια δικαιολογημένη φιλαυτία, μια φυσική φιλαυτία, είναι πάντως φιλαυτία και όχι ανωτερότητα. Θέλω εγώ να γίνω καλά, ο εαυτός μου με ενδιαφέρει. Και δυστυχώς με προλαβαίνουν οι άλλοι και γίνονται αυτοί καλά και όχι εγώ. Έτσι μεταφράζεται αυτό που είπε.
Θα περίμενε κανείς να τον επιπλήξει κάπως ο Χριστός για όλα αυτά, αλλά δεν το κάνει. Και δεν κάνει ούτε ένα σχόλιο, ούτε προσπαθεί να τον αφυπνίσει. Απλά, τον προτρέπει να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και να περπατήσει. Και τον αφήνει και φεύγει.
Ο Κύριος θεραπεύει χωρίς να αφήσει ίχνη της ταυτότητός Του, χωρίς να ταράξει με το πομπώδες όνομά Του. Γι’ αυτό και παρέμεινε άγνωστος στον ευεργετημένο παράλυτο. Δεν τον τάραξε με τον λόγο και τη νουθεσία Του. Δεν τον αναστάτωσε με την προτροπή της αλλαγής της ζωή του. Αλλά και κάτι ακόμη˙ δεν του κάνει μισή τη θεραπεία, ώστε το υπόλοιπο μισό να διαμαρτύρεται και να του δημιουργεί ανειρήνευτη κατάσταση. Δεν του θεραπεύει μόνο το σώμα, αλλά μετά από λίγο τον βρίσκει στον Ναό και του κάνει και τη θεραπεία της ψυχής. «Μηκέτι αμάρτανε», από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, «ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται» ( στ. 14), για να μη σου συμβεί τίποτε χειρότερο, εξυπονοών ότι η πηγή της παραλυσίας και του δράματός του ήταν η κατάσταση της αμαρτίας του. Ο Κύριος δεν βιάζεται να τα κάνει όλα μαζί και στον ίδιο τόπο, αλλά του θεραπεύει πρώτα το σώμα, μετά του θεραπεύει την ψυχή˙ στην αρχή στον τόπο του δράματός του, και έπειτα στον τόπο της λατρείας, στον Ναό.
Το Ευαγγέλιο αυτό δεν αποτελεί μια υπόμνηση ενός θαύματος μόνο, αλλά αποτελεί μια αφορμή αφύπνισης για όλους μας. Όλοι βρισκόμαστε παράλυτοι με πνευματική τύφλωση, με αναπηρία, με χωλότητα, με ξηρότητα, με αδυναμία στα πόδια, με ανεπάρκεια στα χέρια, ξεγελασμένοι από τον ορθολογισμό μας, γύρω από μια κολυμβήθρα, την κολυμβήθρα των δακρύων και των χαμένων ελπίδων αυτής της ζωής. Η Εκκλησία προσπαθεί να επαναπροσανατολίσει την καρδιά μας από τη νοοτροπία των σταγόνων του θεϊκού ελέους της Παλαιάς Διαθήκης προς τον ωκεανό της αγάπης του Θεανθρώπου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29/04/2018-ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ Ε'



Kyriaki Tou Paralytikou
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· Ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. Σ΄ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό· γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά· έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ΄ έκανε καλά, εκείνος μου είπε πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε πάρε το και περπάτα;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από ΄δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29/04/2018-ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ'



Κυριακή του Παραλύτου
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος΄ Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾽Ιησοῦς Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. Καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. ᾽Εν ᾽Ιόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ [αὐτὴν] ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. Ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ ᾽Ιόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες, μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. Ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾽ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. Ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπεν, Ταβιθά, ἀνάστηθι. Ἡ δὲ ἤνοιξεν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾽ ὅλης [τῆς] ᾽Ιόππης, καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ ἐπὶ τὸν Κύριον.
Νεοελληνική Απόδοση
Περνώντας ο Πέτρος απ’ όλες αυτές τις εκκλησίες, κατέβηκε και στους χριστιανούς που κατοικούσαν στην Λύδδα. Εκεί βρήκε κάποιον άνθρωπο που λεγόταν Αινέας. Αυτός ήταν οκτώ χρόνια κατάκοιτος, επειδή ήταν παράλυτος. Ο Πέτρος του είπε: «Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. Σήκω και στρώσε το κρεββάτι σου». Και αυτός αμέσως σηκώθηκε. Όλοι όσοι κατοικούσαν στην Λύδδα και στον Σάρωνα τον είδαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Στην Ιόππη ήταν μια μαθήτρια που την έλεγαν Ταβιθά – στα ελληνικά σημαίνει «Δορκάδα». Αυτή είχε κάνει πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες. Εκείνες τις μέρες συνέβη να αρρωστήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την έβαλαν στο ανώγειο. Η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη και όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος ήταν εκεί, του έστειλαν δύο άνδρες και τον παρακαλούσαν να πάει σ’ αυτούς όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αυτός ξεκίνησε και πήγε μαζί τους. Μόλις έφτασε, τον ανέβασαν στο ανώγειο. Αμέσως τον περικύκλωσαν όλες οι χήρες κλαίγοντας και δείχνοντάς του τα ρούχα που είχε φτιάξει γι’ αυτούς η Δορκάδα όσο ζούσε. Ο Πέτρος τότε τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε στη νεκρή και της είπε: «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αυτή άνοιξε τα μάτια της, κι όταν είδε τον Πέτρο ανασηκώθηκε. Ο Πέτρος της έδωσε το χέρι του και τη σήκωσε. Ύστερα φώναξε τους πιστούς και τις χήρες και τους την παρουσίασε ζωντανή. Αυτό έγινε γνωστό σ’ όλη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο.

ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ;


                 «Μια ζωή την έχουμε», αναφωνούμε οι άνθρωποι των καιρών μας. Γι’ αυτό, και με την συνέργεια του πολιτισμού μας, ζητούμε να την απολαύσουμε. Την έχουμε ταυτίσει με τον «δικαιωματισμό». Τα πάντα δικαιούμαστε να έχουμε, λησμονώντας ότι μόνο το καλό οφείλουμε να κατέχουμε. Έτσι έχουμε καταργήσει τα όρια και τους φραγμούς σε ό,τι ζητάμε, καθώς «όλα επιτρέπονται». Μέσα μας έχουμε αποδεχθεί την ιδέα του θανάτου και επειδή κυριαρχεί στις καρδιές μας ένας πρακτικός μηδενισμός, θεωρούμε πως «εδώ είναι  ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ». Αφού όλα σταματούν στην πέτρα του μνήματος, πρέπει να ζήσουμε σαν να μην υπάρχει άλλη μέρα. Να προλάβουμε τα πάντα. Και γι’ αυτό απελπιζόμαστε, μελαγχολούμε, παραπονιόμαστε όταν τα πράγματα δεν είναι όπως τα θέλουμε, όπως ούτε και οι άλλοι άνθρωποι κατανοούν αυτό που εμείς είμαστε και επιθυμούμε για την ζωή μας.
                «Μαθήτρια ονόματι Ταβιθά ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει»(Πράξ.  9, 36). «Στην πόλη της Ιόππης ήταν μία μαθήτρια του Χριστού που την έλεγαν Ταβιθά, η οποία είχε κάνει πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες». Θα αναρωτιόταν κάποιος από αυτούς που μηδενίζουν την αιωνιότητα για το ανθρώπινο πρόσωπο: γιατί να κάνουμε αγαθοεργίες και ελεημοσύνες, αφού όλα εδώ μένουν; Γιατί να μην έχουμε ως επίκεντρο του εαυτού μας μόνο το άτομό μας; Γιατί να μην είμαστε ευχαριστημένοι με μία κοινωνία που αγωνίζεται να αναστείλει τον  θάνατο παρατείνοντας την ζωή διά της ιατρικής και της τεχνολογίας; Αφού η πίστη στην Ανάσταση είναι μία ουτοπία ή ένα έθιμο, γιατί να ζητούμε από την Εκκλησία να μεριμνά για τους φτωχούς και τους ανήμπορους, εφόσον όλα είναι εδώ και επέκεινα δεν υπάρχει;
                Η Ταβιθά είχε και στην ζωή και στον θάνατο κοντά της τις χήρες που είχε φτιάξει γι’  αυτές ρούχα, όσο ζούσε. Η αγάπη δεν πέθανε, διότι τα έργα τα οποία έκανε την κατέστησαν λίαν αγαπητή στα πρόσωπα της εκκλησιαστικής κοινότητας. Όμως τελικά δεν πέθανε και η ίδια, διότι ο απόστολος Πέτρος, διά της προσευχής του στον Αναστάντα Χριστό, την ανέστησε εκ των νεκρών. Αγάπη και Ανάσταση συμπορεύονται, ξεκινώντας από την πίστη στον Δωρεοδότη τους που είναι ο Χριστός. Όπως ο Χριστός δεν νικήθηκε από τον θάνατο, έτσι και όποιος αγαπά εμπράκτως τον άνθρωπο, πιστεύοντας στον Αναστάντα, δεν νικιέται από τον θάνατο ή, κι αν ακόμη νικηθεί, η ήττα είναι πρόσκαιρη και μόνο για το σώμα. Θα έρθει όμως η στιγμή που κι αυτό θα αναστηθεί, μαζί με τον Χριστό, ακολουθώντας την οδό της Εκκλησίας, την οδό της αναστάσεως και της ζωής!
                Η πίστη είναι το όριο ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο. Η πίστη νοηματοδοτεί τα έργα της ζωής μας, κάνει κάθε αγάπη να μην είναι άσκοπή, διότι πρώτος ο Θεός μας αγάπησε και μας δόθηκε μέχρι θανάτου. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι άπιστοι κάθε εποχής ότι η Αγάπη και η Ανάσταση στην οποία πιστεύουμε δεν είναι ούτε ιδέες, ούτε ακτιβισμός, ούτε κάποια ανακουφιστική διδασκαλία για τον εκμηδενισμό μας ενώπιον του θανάτου, αλλά είναι δρόμος όντως ζωής. Όπως οι Άγιοι κάθε εποχής έκαναν τα πάντα, από την άσκηση, την προσευχή, τον αγώνα της αρετής, μέχρι την άρση του σταυρού του πλησίον και την συγχώρεση για όποιον τους τυραννούσε, έτσι κι εμείς καλούμαστε αυτόν τον δρόμο να ακολουθήσουμε. Όχι πιστεύοντας στο «τι» αλλά στο «Τις». Αυτόν τον Θεό που είναι μέγας και ποιεί θαυμάσια.
                Αγωνίζονται οι σπουδαίοι του κόσμου να καταξιωθούν με έργα που θα τους αφήσουν αθάνατη φήμη. Άλλοι μένουν στην λογική του μηδενός, για να δικαιολογήσουν έναν κόσμο με μόνη χαρά την ηδονή από τα αγαθά, τα ταξίδια, τα δικαιώματα. Κατακρίνουν τους πιστούς ότι δεν ξέρουμε να ζήσουμε. Τους απαντούμε ότι ξέρουμε και να ζήσουμε και να πεθάνουμε, διότι στον καθέναν που πιστεύουν φανερώνονται μάρτυρες είτε στην ζωή είτε στον θάνατο, οι οποίοι δείχνουν τα έργα της αγάπης απτά. Και για μία κίνηση αγάπης, η οποία κρατά λίγο φαινομενικά, ο Θεός προσθέτει. Και όλη η ζωή μας γίνεται πορεία εξόδου εκ του θανάτου προς την ανάσταση και ο Χριστός είναι η ελπίδα μας!
                Όντως μια ζωή την έχουμε! Κι αν δεν αγαπήσουμε Θεό και συνάνθρωπο, θα την χάσουμε. Εδώ είναι ο Παράδεισος, για όσους αγαπούνε τον Θεό και τον συνάνθρωπο και εδώ είναι η κόλαση για όσους θεοποιούν τους εαυτούς τους. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ημών και όσων απορρίπτουν τον Χριστό είναι ακριβώς η πίστη στην Ανάσταση και η χαρά που αυτή δίδει. Απτοί μάρτυρες οι άγιοί μας. Και τα πάντα γίνονται καινά στο φως της Ανάστασης και στην προοπτική της.
                Με ταπεινή αγάπη και πνεύμα συνάντησης των πάντων εν τη Εκκλησία ας πορευόμαστε για να διαλύσουμε την πνευματική παραλυσία της ύπαρξής μας. Γιατί κοντά στον Χριστό όλα έχουν νόημα, ακόμη και τα λάθη μας!  Είναι χρέος μας η έμπρακτη αγάπη. Πηγάζει από την αναστάσιμη χαρά! Ας μην την αθετούμε!

ΕΤΣΙ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ...




Σας έχει τύχει να θυμώνετε στο δρόμο, αν ακούτε κάποιον να βλασφημεί; Έχετε νιώσει πίκρα αν ειρωνεύεται κάποιος τα θεία;

Σας κατακρίνουν γιατί μιλάτε συνεχώς για το Θεό ή γιατί αντιμετωπίζετε με αγάπη τους γύρω σας;

Ακόμα κι αν έχετε με τη σκέψη σας καταδικάσει όσους το έπραξαν, αλλά κι αν νιώσατε καταδικασμένοι από τους γύρω σας, σκεφτείτε πως κανείς δεν είναι τέλειος. Πραγματικά, ο φιλεύσπλαχνος Κύριος ανύψωσε την ανθρωπότητα, απαλλάσσοντάς την από την αμαρτία.
«Εκείνος που πετάει το λιθάρι προς τα πάνω, το ρίχνει στο κεφάλι του» (Σοφ. Σειρ. 27:25). Εκείνος δηλαδή που πετάει μια πέτρα προς τα πάνω, δέχεται τελικά δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του, γιατί η πέτρα δεν θα μπορέσει να διασχίσει τον ουρανό, αλλά θα επιστρέψει σ’ αυτόν που την πέταξε (Μονή Παρακλήτου).
Πρακτικά, όταν κάποιος βλασφημεί, γίνεται υποχείριο της αμαρτίας, γιατί στηρίζεται στον εαυτό του, αναζητώντας ο δόλιος να λύσει μόνος του το όποιο πρόβλημά του. Οι πατέρες αναφέρουν ότι ο βλάσφημος που έπεσε μοιάζει με φορτωμένο ζώο, γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει το φορτίο του
θυμού του. Όμως, «τίποτε δεν είναι πιο άνανδρο από το να κάνεις τον γενναίο ενάντια στο Θεό» (Σκέψεις Πασκάλ).
Εντούτοις η παραπτωματική μας συμπεριφορά δεν μας στέρησε το δικαίωμα να επιλέγουμε ελεύθερα αν θα ζούμε στην αλήθεια ή το ψέμα. Η αλήθεια είναι μόνο ο Χριστός και ο σκοπός του ανθρώπου είναι η Παραδείσια σωτηρία. Ψέμα είναι η ψυχρή και παγερή αδιαφορία μας απέναντι στο συνάνθρωπό μας, μια και με την επιφανειακή αγάπη μας δεν καταφέρνουμε να τον βοηθήσουμε να βρει το δρόμο, ώστε να απαλλαγεί από την πνευματική ασθένεια, την αμαρτία.
Κι η οδός λέγεται μεταμέλεια και μετάνοια. Εξάλλου, όταν πλησιάζεις με συντριβή και μετάνοια το Σωτήρα, ικετεύεις με προσμονή Εκείνον που ίασε την ανθρώπινη ψυχή. Γι αυτό και ο φιλεύσπλαχνος Κύριος ανταποκρίνεται στην παράκλησή σου.
Κυρίως το στοργικό Του βλέμμα κινείται με αγάπη προς κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Κι είναι σημαντικό κι εσύ ο άνθρωπος να αντιμετωπίζεις με αγάπη, χρηστότητα και μεγαλοψυχία τον πλησίον, εφόσον «η ευγένεια ψυχής είναι καθοριστικό στοιχείο της καλής συνεργασίας» (Λαϊκή ρήση).
Για να ακολουθήσεις το μονοπάτι που οδηγεί στο Χριστό, χρειάζεται ευγένεια ψυχής και καλοσύνη:»Η αληθινή ευγένεια είναι σαν το καθαρό χρυσάφι που δεν σκουριάζει ποτέ», έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Μα και μια λαϊκή παροιμία μας λέει: «Ο καλός τρόπος βγάζει το θεριό από την τρύπα του».
Και μήπως θηρίο δεν είναι ο άνθρωπος, αν δεν ανακαλύψει πως η γαλήνη της ψυχής εκπορεύεται από τον ίδιο το Χριστό;
Πώς ο άνθρωπος να απαρνηθεί τον εαυτό του και να υποταχθεί σε Εκείνον που μας απάλλαξε από τα εσωτερικά μας τραύματα; Αλήθεια, όταν η ψυχή συνδέεται με την αμαρτία, νοσεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που φέρνει στο φως τη θεραπεία της άρρωστης ψυχής μας είναι η παραβολή του παραλυτικού της Καπερναούμ (Μάρκου β, 1-12). Εκεί αποδεικνύεται πως οι φυσικές μας ασθένειες είναι οι συνέπειες της αμαρτίας.
Ο μεγάλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε ότι ο παράλυτος δείχνει ότι η ψυχή νοσεί κι ότι οι τέσσερις άνθρωποι που τον μεταφέρουν από τη στέγη του σπιτιού είναι οι αρετές του μετανοούντος ανθρώπου: αυτοκριτική, εξομολόγηση, διάθεση απομάκρυνσης από την αμαρτία και η θερμή προσευχή.
Η οροφή που διαλύεται είναι το μυαλό μέσα στον εγωισμό, πουδεν επιτρέπει τη μετάνοια. Γι’ αυτό και όταν θεραπεύεται η ψυχή, μεταφέρει μόνη της το σώμα της (το κρεβάτι της). Γιατί, αν η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια είναι το φάρμακο της. Έτσι, όταν ο άνθρωπος ανακαλύπτει το Χριστό, μετανοεί για την αμαρτωλότητά του και ανακαινούται.
Ίσως το περίεργο μοναστικό ρητό να κρύβει μέσα του τη διέξοδο του ανθρώπου από την απελπισία, τη μοναξιά και την αβεβαιότητα: «αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»: αν απαλλαχτείς από τον εγωιστικό εαυτό σου πριν από το βιολογικό σου θάνατο, δεν θα βρεις τον αιώνιο θάνατο μακριά από το Θεό, όταν επιτελεστεί ο σωματικός θάνατος.
Κι έπειτα, η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη είναι οι λυχνοστάτες της εν Χριστώ ζωής, μια και η καθημερινότητά μας έχει ανάγκη την υπομονή, την ταπείνωση, αλλά και το «Κύριε, ελέησον».
Λύτρωση μοναδική η κολυμβήθρα της εκκλησίας, εφόσον μέσα στο χώρο της αναβαπτιζόμαστε ψυχικά και θεραπευτικά μέσω της Θείας λειτουργίας. Μεσίτριά μας η Παναγία: Πηγὴ ὑπάρχεις ἀληθῶς, ὕδατος ζῶντος Δέσποινα· ἐκπλύνεις οὖν νοσήματα, ψυχῶν σωμάτων χαλεπά, ἐν τῇ προσψαύσει μόνη σου ὕδωρ τῆς σωτηρίας, Χριστὸν ἡ προχέουσα.
(Δέσποινα, αληθινά υπάρχεις ως πηγή ζωντανού νερού· καθαρίζεις λοιπόν τις επικίνδυνες αρρώστιες των ψυχών και των σωμάτων, επειδή μόνη σου και με το απαλό άγγιγμά σου ξεχύνεις μπροστά μας το Χριστό, το νερό της σωτηρίας).
Η ανακάλυψη του Χριστού σημαίνει να κάνεις την ψυχή σου οίκο Κυρίου, σηκώνοντας το Σταυρό του Γολγοθά σου. Κι όταν το φως της ανάστασης το κρατάς μέσα σου αναμμένη δάδα, δεν υπάρχει φόβος, εφόσον ζεις ήδη στην νέα Ιερουσαλήμ, ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Ποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος;
«Εκείνος είναι πραγματικά ελεύθερος ο οποίος υπακούει και συμμορφώνεται στο θέλημα του Θεού. Πάντοτε το όχι στην αμαρτία. Πάντοτε το ναι σε ό, τι μας ζητεί ο Χριστός (Κυριακοδρόμιο τόμος 5ος, Εκδόσεις Σωτήρ)».
Και ποιος είναι ο ευτυχισμένος άνθρωπος; «Μακάριος ὅς κρατήσει καί ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτρα: ευτυχισμένος είναι όποιος θα συντρίψει τις αμαρτίες του με την πέτρα – τον Χριστό – όσο είναι ακόμη μικρές.» (Ψαλμ. 136,9).
Μακάρι ο φιλάνθρωπος Κύριος να δίνει δύναμη στον καθένα μας, ώστε όχι μόνο να θαυμάζουμε το Δημιουργό μας μέσα από το μεγαλείο της φύσης, αλλά και με την προσευχή να ανακαλύπτουμε το Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησέ μας αληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Εσύ μάς έμεινες μοναδική Ελπίδα σωτηρίας.
Είσαι η Αλήθεια μέσα σε τόσα ψέματα. Είσαι η Χαρά μας μέσα σε τόσες θλίψεις. Είσαι η Λύτρωσίς μας μέσα σε τόση αμαρτία. Είσαι η Ειρήνη μέσα σ’ ένα κόσμο τόσο ταραγμένο. Δόξα στη μακροθυμία και στην Ανοχή σου, Κύριε. Αμήν.»

ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΝΕΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΝ ΚΥΖΙΚΩ




Τη μνήμη των Αγίων Εννέα Μαρτύρων εν Κυζίκω τιμά σήμερα, 28 Απριλίου, η Εκκλησία μας.
Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου δηλ. ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας καταγόταν από διάφορους τόπους.
Συνελήφθησαν όμως όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα επέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα και υπερασπίσθηκαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους.
Για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το σθένος τους ρίχθηκαν στη φυλακή.
Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσευχόταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους ο οποίος τούς αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον.
Όταν ο άρχοντας από τη φυλακή και τούς ρώτησε για τελευταία φορά αν επιμένουν να πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Πλάστη και Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου.
Έξαλλος από οργή ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους χαρίζοντάς τους την ουράνια δόξα.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τη συμφωνία, εννεάριθμος, Μαρτύρων δήμος, εν Κυζίκω ιερώς ηνδραγάθησε, τον γαρ Υπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, υπέρ αυτού ως αμνοί σφαγιάζονται, όθεν άφεσιν, αιτούνται ημίν και έλεος, τοις μέλπουσιν αυτών την θείαν άθλησιν.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ



Ευλογημένος είναι εκείνος ο άνθρωπος που δεν θέλει να κάνει το δάσκαλο ούτε τον αρχηγό.

Τρία ουράνια χαρίσματα συνοδεύουν ένα τέτοιο άνθρωπο: το πρώτο ονομάζεται ειρήνη, το δεύτερο ονομάζεται σοφία, και το τρίτο ονομάζεται ευδοξία.

Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Μηδέ κληθήσετε καθηγηταί εις γαρ υμών εστιν ο καθηγητής, ο Χριστός» (Ματθ. 23, 10).
Εσείς που ανελλιπώς μελετάτε την Αγία Γραφή ίσως θα βρεθείτε σε αμηχανία, προκειμένου να φέρετε σε συμφωνία την παραπάνω σαφή εντολή με την επόμενη: «Πηγαίνετε να κηρύξετε και να διδάξετε όλους τους λαούς». (Ματθ. 28, 19-20).
Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές Του να διδάσκουν, αλλά τους απαγορεύει να ονομάζονται δάσκαλοι. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πράγματι θα ήταν δύσκολο να το κατανοήσουμε, αν δεν έλεγε στο τέλος: «Εις γαρ υμών εστιν ο καθηγητής, ο Χριστός».
Αυτό σημαίνει: Εγώ είμαι ο Δάσκαλος και η διδασκαλία είναι δική μου. Εγώ είμαι ο μοναδικός αληθινός Δάσκαλος και εσείς είστε μόνο φορείς της διδασκαλίας Μου. Έφερα τη διδασκαλία Μου από τον ουρανό και την αποκάλυψα σε σας. Δεν την ανακαλύψατε εσείς, αλλά την ακούσατε από Μένα και την δεχτήκατε. Εγώ είμαι ο Δάσκαλος.
Το έργο σας είναι να διδάξετε τα λόγια μου στους ανθρώπους όπως προσφέρατε εκείνους τους πέντε άρτους, τους οποίους Εγώ ευλόγησα και πολλαπλασίασα. Τότε Εγώ ήμουν ο Οικοδεσπότης και εσείς οι υπηρέτες γύρω από το τραπέζι μου. Τώρα σας λέγω ότι Εγώ είμαι ο Δάσκαλος και εσείς είστε υπηρέτες του θεϊκού λόγου.
Με αυτά τα λόγια ο Κύριος ήθελε πρώτο, να επιστήσει την προσοχή στους μαθητές Του, πως μόνον Αυτός είναι ο Δάσκαλος της σωτήριας και ουράνιας διδασκαλίας. Δεύτερο, να προστατέψει τους μαθητές Του από την υπερηφάνεια, γιατί από αυτήν δεν μπορούν να προστατευθούν οι αυτοαποκαλούμενοι δάσκαλοι, επειδή πιστεύουν ότι έχουν δική τους πρωτότυπη διδασκαλία.
Τρίτο, οι μαθητές Του, συνειδητοποιώντας πως ήταν μόνο φορείς της διδασκαλίας Του καταλάβαιναν πως έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί. Έπρεπε να παραδίδουν την διδασκαλία Του ακριβώς όπως τη διδάχτηκαν, χωρίς να συμπληρώνουν και χωρίς να αφαιρούν κάτι.
Οι Άγιοι Απόστολοι είχαν πλήρη συναίσθηση της διδασκαλικής τους αποστολής. Γι’ αυτό το λόγο ο απόστολος Ιάκωβος προειδοποιεί τους βαπτισμένους χριστιανούς: «Αδελφοί μου μη κάνετε όλοι σας το δάσκαλο, γιατί πρέπει να ξέρετε ότι οι δάσκαλοι θα κριθούμε πιο αυστηρά. Όλοι μας κάνουμε πολλά σφάλματα.
Αν κάποιος δεν κάνει σφάλματα με τα λόγια, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος και ικανός να χαλιναγωγήσει όλο τον εαυτό του» (Ιάκ. 3, 1-2). Τα ψέματα των ψευδοδιδασκάλων προκάλεσαν μεγάλες αιματοχυσίες στον κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο ο Άγιος Παύλος προειδοποιεί όλους τους χριστιανούς με τα εξής:
«Προσέχετε καλά, μη σας εξαπατήσει κανείς με τους απατηλούς και κούφιους συλλογισμούς της ανθρώπινης σοφίας, που στηρίζονται σε ανθρώπινες παραδόσεις και σε μία λανθασμένη πίστη προς τα στοιχεία του κόσμου και όχι στη διδασκαλία του Χριστού (Κολ. 2, 8). β. που συνεχώς μαθαίνουν και ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν στην τέλεια γνώση της αλήθειας (Τιμ. Β’, 3, 7). γ. Γιατί θα ‘ρθει καιρός που οι άνθρωποι δε θα ανέχονται τη σωστή διδασκαλία, αλλά θα συγκεντρώνουν γύρω τους πλήθος από δασκάλους, που να ταιριάζουν με τις επιθυμίες τους, για ν’ ακούν αυτά που τους αρέσουν (Τιμ. Β’ 4, 3-4).
Αυτά τα λόγια θα μπορούσε να επαναλάβει και σήμερα ο Απόστολος Παύλος στην Ευρώπη. Με τα ίδια λόγια θα περιέγραφε σήμερα την αρρώστια της λευκής φυλής. Είναι η ίδια ακριβώς αρρώστια που υπήρχε και πριν από δύο χιλιάδες χρόνια: Ίδια αρρώστια, ίδια περιγραφή, ίδια συνταγή και ίδιο φάρμακο.
Υπάρχει κάποιος άλλος στον κόσμο, εκτός από τον Απόστολο Παύλο, που θα μπορούσε να σας εξηγήσει ποια είναι η αιτία του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου; Κανένας, πραγματικά κανένας.
Αμέτρητοι τέτοιοι δάσκαλοι εμφανίστηκαν στους λεγομένους «πολιτισμένους» λαούς στον εικοστό αιώνα. Αυτοί έδιωξαν τον αληθινό δάσκαλο, το Χριστό.
Καθημερινά μιλούσαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, από το βράδυ μέχρι το πρωί, και κάθε λόγος τους ήταν ένα ψέμα, ένα δόλωμα, για να παρασύρει τον άνθρωπο στον όλεθρο.
Διάβαζαν ασταμάτητα, αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν στην αλήθεια με κανένα τρόπο. Δίδασκαν ασταμάτητα στους άλλους, αλλά κανείς από τους μαθητές τους δεν μπορούσε να φτάσει στην αλήθεια.
Στην ουσία, όμως, οι χριστιανικοί λαοί, από την μια πλευρά πολέμησαν την μοναδική και σωτήρια αλήθεια του Χριστού, και από την άλλη έψαξαν επανειλημμένα την αλήθεια. Η αλήθεια όμως δεν βρισκόταν στη διδασκαλία των ψευδοδιδασκάλων, αλλά στα απλά σπίτια των ψαράδων και στις χωριάτικες καλύβες. Η αλήθεια κρύφτηκε στους τόπους που ζούσαν οι ασκητές, στα κελιά των θεοσεβών ανθρώπων και στις ερήμους που ζούσαν οι μοναχοί. Ολόκληρη η αλήθεια ήταν κρυμμένη μέσα σε μια μόνο λέξη, στο Χριστό.
Η δυσωδία από τις πλανεμένες φιλοσοφίες και τις ψευδοδιδασκαλίες δηλητηρίασαν τον αέρα στην Δύση. Άρχισαν να δηλητηριάζουν και τον αέρα της Ανατολής. Οι λαοί της Ανατολής, που δεν γνώριζαν το Θεό, φοβήθηκαν από τους βαπτισμένους λαούς. Οι δίκαιοι άνθρωποι άρχισαν να θρηνούν, και οι άγγελοι του ουρανού οργίστηκαν πολύ, που ολόκληρη η γη σείστηκε, και όλοι οι λαοί χτυπήθηκαν από την πύρινη καταιγίδα, προς εξαγνισμό τους.
Ας ελπίσουμε, ότι μέσα από την πύρινη αυτή καταιγίδα, να μετανοήσουν οι άνθρωποι, να καθαρισθεί η βρώμα και ο ουρανός να ενωθεί με τη γη. Αμήν.
 Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος,

ΤΑ ΚΥΡΤΩΜΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ



Ηταν τόσο χαριτωμένος αυτός ο γηραιός μοναχός. Όλος μια αφιέρωση. Τα μαλλιά αφημένα, τα γένια ξεχασμένα, ρούχα απλά ξεθωριασμένα και όλα κάπου δοσμένα, τα πάντα σε κάποιον αφιερωμένα. Εκείνο όμως που με συγκλόνισε και κέρδισε αρκετά λεπτά από την ματιά μου, στο χώρο και τον χρόνο της καρδιάς μου, ήταν αυτά τα απόλυτα κυρτωμένα παπούτσια του. Από τις συνεχείς μετάνοιες, είχαν πάρει το σχήμα βαρκούλας. Δεν ήταν και ψέμα εάν το καλοσκεφτείς. Αυτά τα παπούτσια τον ταξίδευαν προς την αγάπη του. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή ενός χριστιανού από ένα συνεχές ταξίδι. Όπως εκείνη την μοναχή που την ρώτησαν τι έκανε τόσο χρόνια κλεισμένη μέσα στο ερημητήριο της, κι αυτή απάντησε με ένα φως έκπληξης και θαυμασμού στα μάτια, «τίποτε περισσότερο από το να ταξιδεύω…». 
Και να δείτε πως την μέρα εκείνη που αυτός ο όμορφος μοναχός θα φύγει απο τον κόσμο τούτο θα μπει στο παράδεισο κρατώντας στα χέρια του αυτά τα κυρτωμένα και φθαρμένα παπούτσια. Έτσι, σαν σύμβολο ενός έρωτα που του έλιωσε ολάκερη την ζωή…

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ



Τη μνήμη του Αγίου Συμεών του Αδελφόθεου Επισκόπου Ιεροσολύμων τιμά σήμερα, 27 Απριλίου, η Εκκλησία μας.
Ο Άγιος Συμεών ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του μνήστορος Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου, που έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων.
Μετά τη δολοφονία του Ιακώβου, επίσκοπος ανέλαβε ο Συμεών. Σ’ όλη τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας, υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η ανεξάντλητη αγωνιστικότητα του, η τέλεια αυταπάρνηση του, καθώς και το απαράμιλλο θάρρος του, κατέστησαν τον Συμεών φωτεινό πνευματικό αστέρι, δια του οποίου στηρίχθηκαν και οδηγήθηκαν πολλές ψυχές στη σωτηρία. Το εντυπωσιακότερο, όμως, χαρακτηριστικό του Συμεών ήταν το ακατάβλητο φρόνημα του. Αν και 120 χρονών γέροντας, δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο.
Υπέστη με νεανική φλόγα το σταυρικό θάνατο το έτος 107 μ.Χ. Και η νεανική ψυχή του γέροντα Συμεών αποδήμησε κοντά στο στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, με το παράδειγμα του άφησε διδαχή στο ποίμνιο του την εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Προς Κολασσαεΐς, γ’ 2). Δηλαδή, προς τα πάνω, προς το Θεό, διευθύνετε και προσηλώνετε τις σκέψεις σας, όχι στα γήινα και φθαρτά. Διότι και ο Συμεών, αν και 120 χρονών γέροντας, από τέτοιο φρόνημα εμπνεόμενος αντιμετώπισε παλικαρίσια το μαρτύριο. Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. (Ορισμένοι Συναξαριστές επαναλαμβάνουν τη μνήμη του και 18 Σεπτεμβρίου).
Απολυτίκιον
Ηχος α’. Χορός Αγγελικός.

Χριστού σε συγγενή, Συμεών Ιεράρχα, και Μάρτυρα στερρόν, ιερώς ευφημούμεν, την πλάνην ολέσαντα, και την πίστιν τηρήσαντα· όθεν σήμερον, την παναγίαν σου μνήμην, εορτάζοντες, αμαρτημάτων την λύσιν, ευχαίς σου λαμβάνομεν.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ,Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ


Οι διδαχές του Αγίου Παϊσίου για την προσευχή είναι πολύτιμες για κάθε χριστιανό. Έλεγε:
«Δεν υπάρχουν μακαριότεροι άνθρωποι από εκείνους που έπιασαν επαφή με τον Ουράνιο Σταθμό και είναι δικτυωμένοι με ευλάβεια με το Θεό. Όπως δεν υπάρχουν πιο δυστυχισμένοι από εκείνους που έκοψαν την επαφή τους με το Θεό και γυρίζουν ζαλισμένοι τον κόσμο και τα κουμπιά των σταθμών του κόσμου, για να ξεχάσουν λίγο το πολύ άγχος της εκτροχιασμένης ζωής τους.»
Συμβούλευε δε και τα εξής:

«Πολύ βοηθάει, πριν από την προσευχή να διαβάσεις ένα κομμάτι από το Γεροντικό. Τότε θα θερμανθεί η καρδιά σου και θα καπακωθούν όλες οι μέριμνες και θα μπορέσεις να προσευχηθείς απερίσπαστα».
Και για το νου που σκορπίζεται κατά την ώρα της προσευχής τόνιζε:
«Την ώρα της προσευχής, όταν ο νους μας φεύγει σε άσχημα πράγματα ή έρχονται χωρίς να το θέλουμε, να μην χρησιμοποιούμε αντιρρητικό πόλεμο κατά του εχθρού, διότι και όλοι οι δικηγόροι εάν μαζευτούν, με ένα διαβολάκι δεν τα βγάζουν πέρα με τη συζήτηση, αλλά μόνο με μια περιφρόνηση μπορεί να τα διώξει κανείς, όπως και τους βλάσφημους λογισμούς».
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για έναν πνευματικό αγωνιστή είναι η απελπισία. Γιʼ αυτό ο γέροντας Παΐσιος έλεγε:
«Να μην απελπίζονται όσοι βρίσκονται μέσα στον κόσμο, όταν είναι κυριευμένοι από πολλά πάθη και η φύση τους είναι άτακτη και τρέχει με ορμή στην κατηφόρα, αλλά να ελπίζουν στην παντοδυναμία του Θεού και να στρίψουν το τιμόνι της γερής τους μηχανής στο δρόμο του Θεού, της ανηφόρας, και πολύ γρήγορα θα προσπεράσουν άλλες βραδυκίνητες μηχανές που τρέχανε μπροστά από πολλά χρόνια στο δρόμο του Θεού».
Και άλλοτε συμπλήρωνε:
«Δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, όταν αγωνιζόμαστε αλλά δε βλέπουμε καμιά πρόοδο παρά μόνο μηδενικά συνέχεια. Όλοι οι άνθρωποι μηδενικά κάνουμε, ποιος περισσότερα και ποιος λιγότερα. Βλέποντας ο Χριστός τη μικρή μας προσπάθεια, βάζει ανάλογα μια μονάδα στην αρχή και έτσι παίρνουν αξία τα μηδενικά μας και βλέπουμε λίγη προκοπή. Γιʼ αυτό δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, αλλά να ελπίζουμε στο Θεό»..
Για τους ανθρώπους που είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά ο γέροντας Παΐσιος τόνιζε:
«Ο κυριευμέ­νος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στε­νοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Ο τσιγκούνης πάλι, που αγκύλωσε το χέρι του από το πολύ σφίξιμο, έσφιξε και την καρδιά του και την έκανε πέτρινη. Για να θερα­πευθεί, θα πρέπει να επισκεφθεί δυστυχισμένους ανθρώ­πους, να πονέσει, οπότε θα αναγκασθεί να ανοίξει σιγά-σιγά το χέρι του και θα μαλακώσει τότε και η πέτρινη καρδιά του και θα γίνει καρδιά ανθρώπινη και έτσι θα του ανοιχθεί και η πύλη του Παραδείσου»..
Ο 'Αγιος  Παΐσιος έλεγε:
«Όσοι αναπαύονται μέσα στον υλικό κόσμο και δεν ανησυχούν για τη σωτη­ρία της ψυχής τους, μοιάζουν με τα ανόητα πουλάκια, που δεν θορυβούν μέσα στο αυγό, για να σπάσουν το τσόφλι, να βγουν έξω να χαρούν τον ήλιο — το ουράνιο πέταγμα στην παραδεισένια ζωή, αλλά παραμένουν ακίνητα και πεθαίνουν μέσα στο τσόφλι του αυγού».