Κάποιος
αγιορείτης είχε πει κάποτε, ότι η Θεία Λειτουργία, είναι το «γλέντι του
μοναχού». Εγω θα έλεγα της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί αυτή η πράξη, σε
πάει σε μέρη που δεν μπορεί κανείς εύκολα να επισκεφθεί, τόσο μακρινά
όσο η ψυχή, όσο ο ουρανός. Κάποιος άλλος είπε, ότι η Θεία Λειτουργία,
είναι «ένα ταξίδι». Αλήθεια κι αυτό. Όλη η ζωή μας είναι ένα ταξίδι
άλλωστε. Μια οδοιπορία. Μια μαθητεία σε κάτι που ξημερώνει στο βαθύ σκοτάδι μας, σε κάτι που θα γεμίσει μια για πάντα το κενό στα στήθη μας.
Η Θεία λειτουργία είναι και κάτι άλλο ακόμη. Μια βαθιά ερωτική πράξη.
Ίσως η όντως ερωτική πράξη, αφού η ευχαριστία είναι το ξεχείλισμα της
αγάπης. Να ευχαριστείς τον άλλο που σε αγαπάει και επιτρέπει να το
αγαπάς. Τι άλλο μπορεί να είναι η Ευχαριστία, από ερωτική πράξη, όταν τα
δώρα που σου έδωσε ο Θεός, τα στοιχεία της φύσης σου, το ψωμί και το
νερό σου, το κρασί και το λάδι σου, τα αναφέρεις στο όνομα Του και τον
ευχαριστείς για την ζωή που σου χάρισε; Γι αυτό το μέγα δώρο της ύπαρξης
που κανείς δεν εκτιμά παρά μονάχα όταν αρχίζει να χάνει.
Το μυστήριο του ανθρώπου συναντά το μυστήριο του Θεού, μεσα από την
Ευχαριστία, την δοξολογία, την αναφορά ως αγαπητικό διάλογο. Δίνεις πίσω
στην Αιτιώδη Αρχή του σύμπαντος, Εκείνον, τα στοιχεία της φύσης σου,
αυτά που σου έδωσε για να επιβιώσεις βιολογικά, και του λες, «Πάρε Θεέ
μου την ζωή μου και δός μου την δική σου». Σου δίνω το ψωμί, το κρασί
και το νερό που συ μου έδωσες να ζήσω και σου ζητάω να μου τα ξαναδώσεις
πίσω, μα αυτή την φορά όχι απλά για να επιβιώσω αλλά για να ζήσω
αιώνια. Θέλω ζωή που να νικά τον θάνατο.
Γιατί η πραγματική πείνα και δίψα μου είσαι εσύ Θεέ μου. Και ξέρεις πότε
το καταλαβαίνω; Όταν πεινάω και δεν βρίσκω με τι να χορτάσω την πείνα
μου. Όταν διψάω και κανένα νερό δεν μοιάζει να ξεδιψάει τα ξεραμένα
χείλη μου. Μα πιο πολύ όταν αισθάνομαι αυτή την μοναξιά επάνω στο Σταυρό
των παθών και καημών μου και αισθάνομαι ότι μονάχα εσύ είσαι «η γλυκιά
παρηγοριά μας σε αυτόν το πικρό κόσμο που περνά και η αιώνια χαρά μας
αυτόν τον αθάνατο κόσμο που έρχεται…»