Ακόμη και την στιγμή της πιο μεγάλης χαράς μια θλίψη πολιορκεί την ψυχή
μας, έτοιμη να την αλώσει. Είναι εκεί στο βάθος του είναι μας, που
στέκει ο θάνατος. Θνητοί βλέπεις. Μας κοιτάει και σαν πάμε να χαρούμε,
να πάρουμε μια βαθιά ανάσα ζωής, προσπαθεί να την ρουφήξει μέσα από το
στόμα μας. Αυτός είναι ο θάνατος, ένας ζηλιάρης της ζωής. Του αρέσει να
μαδάει τα φύλλα των ημερολογίων, να γυρίζει γρήγορα τους δείχτες των
ρολογιών, να
βάζει τους ανθρώπους να τρέχουν, να σκορπούν τις στιγμές τους δίχως
νόημα. Και όπου δει χέρια αγκαλιασμένα προσπαθεί να τα ραγίσει. Να
μπορούσε λέει, να άδειαζε όλες τις αγκαλιές που κρατούν μέσα τους
αγαπημένα πρόσωπα. Η δική του ανάσα, η τροφή του, είναι οι απώλειες. Με
αυτές τρέφεται. Όσο μπορεί να γεμίζει των ζωή των ανθρώπων με οδυνηρές
απώλειες, όποιας μορφής και τρόπου.
Αυτό το έργο βέβαια, αυτή την
διαστροφή, του την γκρέμισε ο Χριστός. Γιατί με την Ανάσταση του,
παραμένει μεν ιστορικά ο βιολογικός θάνατος, ως σημείο κτιστότητας, αλλά
δεν απειλείται πλέον ο άνθρωπος από αφανισμό και μηδενισμό. Η ύπαρξη
δεν χάνεται. Οι αγάπες δεν καταλύονται. Οι μοναδικότητες δεν
εξαφανίζονται. Οι σχέσεις δεν καταλύονται. Πλέον όπως πολύ όμορφα
αναφέρει ο μακαριστός π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Ολόκληρος ο χρόνος κι
ολόκληρος ο κόσμος δεν φαντάζουν πιά σαν αδιάκοπη ροή ανάμεσα στις
γεννήσεις και στους θανάτους, αλλά σαν μια πραγματικότητα φωτισμένη από
νόημα, σαν μια οδός προς την ανακεφαλαίωση των πάντων μέσα στην Ανάσταση
και την αιώνια και πλήρη ζωή, σαν παραμονές της μεγάλης δίχως τέλος
γιορτής….» Αυτό είναι η εκκλησία μας, μια γιορτή της ζωής απέναντι στην
ήττα του θανάτου. Γιατί ανάσταση σημαίνει να ζω κάθε μέρα με τέτοιο
τρόπο την καθημερινότητα μου, ώστε ο θάνατος να μην μπορεί να φωλιάσει.
Να ζω παρόν και δυνατά, τις στιγμές που μου χαρίζει ο Θεός, μέχρι εκείνη
την ώρα που η Ανάσταση θα καταργήσει την ιστορία φανερώνοντας την
Βασιλεία Του Θεού.