Παρουσιάστηκε
τότε εκείνος που είχε λάβει τα πέντε τάλαντα και του έφερε άλλα πέντε.
«Κύριε», του λέει, «μου εμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα. Κοίτα, κέρδισα μ’ αυτά άλλα πέντε».
Συνήθως
στην ζωή μας βλέπουμε τα πράγματα από την αρνητική πλευρά. Λειτουργούμε
με απαισιοδοξία, η οποία πηγάζει από την ανασφάλεια και τον φόβο.
Είμαστε ανασφαλείς διότι βλέπουμε περισσότερο τις δυσκολίες που
προκύπτουν όταν θέτουμε έναν στόχο, είτε προσωπικό, είτε επαγγελματικό,
είτε πνευματικό. Περισσότερο θεωρούμε ότι οι συνθήκες, το περιβάλλον, οι
άλλοι δεν θα μας επιτρέψουν να πετύχουμε τον στόχο μας και αυτό γεννά
φόβο. Ο φόβος της αποτυχίας είναι και υπαρκτός και εγωιστικός. Κανείς
δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο πως θα πετύχει όποιον στόχο θέτει. Και οι
άλλοι είναι ένας παράγοντας τον οποίο οφείλουμε πάντοτε να λαμβάνουμε
υπ’ όψιν μας. Ο φόβος έγκειται στην λύπη την οποία θα ζήσουμε, αν το
αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που
θέλουμε. Έγκειται στα ερωτήματα αν άξιζε ο στόχος που βάλαμε, αν
αξίζουμε εμείς, αν ο Θεός είναι μαζί μας εφόσον πιστεύουμε, γιατί η ζωή
να είναι άδικη. Η αποτυχία υπονομεύει το εγώ μας και καθιστά τους φόβους
μας πραγματικότητα.
Στην
παραβολή των ταλάντων ο τρίτος δούλος, αυτός που έλαβε ένα τάλαντο από
τον κύριό του, έτσι ακριβώς σκέφτηκε. Θεώρησε δεδομένη την αποτυχία του
να καλλιεργήσει το χάρισμα που έλαβε, θεώρησε άδικο ο κύριός του να
λειτουργήσει ως δανειστής που ζητά πίσω αυτό που έδωσε, έκρινε και
κατέκρινε, αλλά στην πράξη επικράτησε στην καρδιά του η οκνηρία.
Προτίμησε να θάψει το τάλαντό του, γιατί ήταν βέβαιος ότι θα ζήσει την
αρνητική εξέλιξη για την οποία είχε προετοιμάσει τον εαυτό του.
Προτίμησε να κάνει την ζωή του, με την ιδέα ότι θα καθυστερήσει ο κύριός
του να επιστρέψει, και όταν γυρίσει να του επιτεθεί λεκτικά,
επιστρέφοντας τουλάχιστον ό,τι έλαβε. Θα ήταν τουλάχιστον εντάξει, καθώς
δεν θα είχε σπαταλήσει το τάλαντο. Μοιάζει ο τρίτος δούλος με εκείνους
τους ανθρώπους που μέσα στο μυαλό τους δεν είναι υπάκουοι και ευγνώμονες
για ό,τι τους δίνεται, αλλά θεωρούν πως η ζωή τους χρωστάει και ότι
έχουν δίκιο σε ό,τι λένε και σε ό,τι κάνουν. Επομένως αυτοί είναι
«εντάξει» και οι άλλοι που τους δίνουν και ζητούν από αυτούς είναι σκληροί και απαιτητικοί και άδικοι.
Σε
αντίθεση με τον τρίτο δούλο, ο πρώτος και ο δεύτερος λειτουργούν
θετικά. Ευγνωμονούν τον κύριό τους για ό,τι τους εμπιστεύθηκε και
σπεύδουν να το καλλιεργήσουν. Πρώτη έγνοια είναι να πάρει ο ευεργέτης
τους πίσω με τόκο ό,τι τους έδωσε. Δεύτερη έγνοια να πάρουν και οι ίδιοι
ό,τι τους χρειάζεται για να ζήσουν. Τρίτη έγνοια η χαρά της
δημιουργίας, της προσθήκης, ακόμη και μέσα στις δυσκολίες. Λειτουργεί
στην καρδιά τους κι εδώ ο φόβος. Όχι όμως της αποτυχίας ή της
σκληρότητας του κυρίου τους, αλλά της φιλοτιμίας. Παλεύω για να
ευχαριστήσω αυτόν που με εμπιστεύθηκε και την ίδια στιγμή για να έχει
νόημα και χαρά η ζωή μας. Ακόμη κι αν ηττηθώ, θα έχω τουλάχιστον
προσπαθήσει.
Η γκρίνια, ο φόβος και η ανασφάλεια είναι σημάδια βαθιάς απιστίας. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χριστός μας δίνει «εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν» (Ματθ. 25,
15). Μας δίνει δηλαδή ανάλογα με την ικανότητά μας, δείχνοντας
διάκριση, αγάπη και σεβασμό στην διαφορετικότητά μας. Από εμάς περιμένει
υπακοή, φιλοτιμία και κόπο. Τα τάλαντα που είναι τα κάθε λογής
χαρίσματα τα οποία έχουμε λάβει, δεν είναι προσωπικό μας κτήμα, αλλά
δάνειο το οποίο καλούμαστε να ξεπληρώσουμε, όχι ως οικονομική σχέση,
αλλά ως σχέση εμπιστοσύνης προς τον Δανειστή μας Θεό. Αν Εκείνος μας
εμπιστεύεται, δίνοντάς μας κατά πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τα
διδόμενα, τότε η διάθεσή μας θα είναι θετική. Και η σχέση μας με τους
άλλους θα κινείται σ’ αυτήν την προοπτική. Θα κάνουμε ό,τι περνά από το
χέρι μας, σαν να είναι όλοι φίλοι μας, και ακόμη κι αν οι στόχοι μας δεν
εκπληρώνονται, θα δοξάζουμε τον Θεό διότι Εκείνος μας ώθησε στην οδό
αυτή. Με πίστη θα καλλιεργούμε τα χαρίσματά μας, υλικά και πνευματικά,
και θα Τον περιμένουμε. Από τα χρήματα θα ελεούμε. Τοι περίσσευμα του
νου θα γίνεται λόγος φωτός, λόγος Ευαγγελίου. Το περίσσευμα της καρδιάς
θα γίνεται συγχώρεση. Και η ψυχή και το σώμα μας θα συμμετέχουν στον
κόπο της άσκησης. Στόχος να μη μένουμε στο εδώ της ζωής, αλλά να
ανοιγόμαστε στο αιώνιο της Αγάπης Του.
Αυτός που τα πέντε τα έκανε δέκα πήρε και το ένα τάλαντο του τρίτου δούλου. Ο Θεός προσθέτει σ’ αυτόν
που παλεύει. Είναι μία ακόμη παρηγοριά σε μία εποχή στην οποία
νομίζουμε ότι τα πάντα εξαρτώνται από το εγώ μας και ότι ο Θεός δεν
νοιάζεται. Δεν είναι μόνο η επιβράβευση. Είναι ότι η αφθονία έρχεται σ’ αυτόν που υπακούει, φιλοτιμείται, κοπιάζει. Είναι προσθήκη χαράς και όχι κατ’ ανάγκην
υλικότητας. Είναι σημάδι τελικά ότι στην ζωή της πίστης η σχέση με τον
Θεό νοηματοδοτεί τα πάντα και μας κάνει να αντέχουμε. Αρκεί να το
θέλουμε!